Δηλώσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας Vladimir Putin, μετά τη συνάντησή τους στο Σότσι.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Κύριε Πρόεδρε, είχαμε την ευκαιρία, σήμερα, να έχουμε μία μακρά, ειλικρινή και πιστεύω παραγωγική συζήτηση, επισκόπηση των διμερών μας σχέσεων και των προοπτικών τους. Θέλω να σας ευχαριστήσω -ακόμα μια φορά- για τη φιλοξενία και να σας βεβαιώσω πως αντιμετωπίζω αυτήν την εξέλιξη ως μία ακόμα γέφυρα ενδυνάμωσης της σχέσης μεταξύ των λαών μας. Αλλά, και ως μία ευκαιρία να διευρυνθεί η συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεών μας στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και του κοινού συμφέροντος.
Θέλω να θυμίσω ότι είχα προγραμματίσει να ταξιδέψω στη Ρωσία από τον Μάιο του 2020, για τις εκδηλώσεις των 75 χρόνων από τη νίκη κατά του ναζισμού, ωστόσο το ξέσπασμα της πανδημίας δεν το επέτρεψε. Έτσι πραγματοποιείται σήμερα αυτή η επίσκεψη, καθώς οι συνθήκες -παρά τα προβλήματα που ακόμα υπάρχουν- είναι ευνοϊκότερες και συμπίπτουν μάλιστα με την επέτειο των 200 χρόνων της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας από τον Οθωμανικό ζυγό, σε έναν αγώνα στον οποίο η ομόθρησκη Ρωσία, κύριε Πρόεδρε, είχε καθοριστικό ρόλο. Κάτι το οποίο εμείς οι Έλληνες το αναγνωρίζουμε πάντα. Ήταν φυσικό λοιπόν να επιβεβαιώσουμε με τον Πρόεδρο Πούτιν τα πολλά που μας συνδέουν στους αιώνες, διαπερνώντας την ιστορία και τον πολιτισμό.
Άλλωστε αυτό υπηρέτησε και υπηρετεί η πολύ επιτυχημένη διοργάνωση του «Έτους Ελλάδος-Ρωσίας», το οποίο θα το επεκτείνουμε και εντός του 2022, αλλά και πρωτοβουλίες όπως η 13η μικτή διυπουργική επιτροπή πρόσφατα στη Μόσχα με την συμπροεδρία του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών του κ. Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη. Η υπογραφή του σχετικού πρωτοκόλλου δίνει ώθηση για τη συνεργασία μας σε πολλούς τομείς και είναι κοινή η ικανοποίησή μας για τις τέσσερις συμφωνίες που αυτό συμπεριλαμβάνει.
Με τον κύριο Πρόεδρο υιοθετήσαμε και το κοινό πρόγραμμα δράσεων 2022-2024 που θα προσδιορίσει τους βασικούς άξονες της μεταξύ μας συνεργασίας για τα επόμενα τρία χρόνια. Είναι ένα σημαντικό κείμενο με πολλά πεδία κοινού ενδιαφέροντος. Συμφωνήσαμε, ωστόσο, πως υπάρχουν και άλλοι τομείς στους οποίους μπορούμε να συγκλίνουμε. Για παράδειγμα -αναφέρθηκε σε αυτό ο κύριος Πρόεδρος- οι πυρκαγιές στην Ελλάδα, σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, το καλοκαίρι έφεραν δραματικά στο προσκήνιο την ανάγκη συντονισμού σε υπερεθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των άμεσων επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης.
Θέλω να ευχαριστήσω προσωπικά τον κύριο Πρόεδρο διότι παρότι την ίδια εποχή και η Ρωσία δοκιμαζόταν από καταστροφικές πυρκαγιές στη Σιβηρία, έσπευσε να ανταποκριθεί στο αίτημά μας και να μας αποστείλει πολύ σημαντικές εναέριες ενισχύσεις. Προσβλέπουμε στη συνέχιση -και γιατί όχι- στην επέκταση αυτής της συνεργασίας μας στον τομέα της πολιτικής προστασίας, ξεκινώντας από το καλοκαίρι το οποίο μας έρχεται, με επαναλαμβανόμενες ενοικιάσεις αεροσκαφών τα οποία έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά αξιόπιστα στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών.
Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και απέναντι στην κοινή απειλή κατά του Covid. Ευχαριστώ τον κύριο Πρόεδρο που αναγνώρισε το γεγονός ότι η Ελλάδα όντως αναγνώρισε τα πιστοποιητικά εμβολιασμού από τη Ρωσία και θα ήταν ευχής έργον αυτή η εκκρεμότητα να μπορέσει να λυθεί και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Συζητήσαμε, βέβαια, και ζητήματα τα οποία αφορούν την αγορά της ενέργειας. Η Ρωσία έχει διαχρονικά τα τελευταία σχεδόν 30 χρόνια αποδειχθεί ένας αξιόπιστος προμηθευτής φυσικού αερίου στην Ελλάδα, όπως και η Ελλάδα είναι με τη σειρά της ένας αξιόπιστος εταίρος. Και ο Πρόεδρος Πούτιν το γνωρίζει καλά αυτό, καθώς αφορά μία διάσταση της συνεργασίας με τρίτες χώρες στην οποία ο ίδιος αποδίδει προσωπικά μεγάλη σημασία και είναι σημαντικό, παρά το ευμετάβλητο των όρων της αγοράς, οι όποιες προσαρμογές στην προμήθεια φυσικού αερίου να μην αποκλίνουν σημαντικά από την υφιστάμενη συμφωνία.
Συζητήσαμε περισσότερες προοπτικές επενδύσεων, ελληνικών επενδύσεων στη Ρωσία, ρωσικών επενδύσεων στην Ελλάδα, θέματα τα οποία αφορούν τον τουρισμό, το πώς θα μπορέσουμε να υποδεχθούμε περισσότερους Ρώσους επισκέπτες φέτος το καλοκαίρι στην Ελλάδα και νομίζω ότι έχουμε καταλήξει σε ένα κοινό πρόγραμμα δράσης.
Θέλω να τον ευχαριστήσω για το ενδιαφέρον το οποίο έδειξε, για τα αρχεία των εβραϊκών κοινοτήτων τα οποία θα επιστρέψουν στην Ελλάδα λύνοντας έτσι μία εκκρεμότητα πολλών δεκαετιών.
Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε και τις περιφερειακές εξελίξεις, το τι συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου υπήρξα πολύ σαφής με τον συνομιλητή μου. Επισήμανα ότι, δυστυχώς, η Τουρκία όχι μόνο προβαίνει σε εμπρηστική ρητορική διαστρεβλώνοντας την ιστορία και τη γεωγραφία αλλά δυστυχώς και σε επιθετικές ενέργειες που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο και πολλές φορές ναρκοθετούν τη σταθερότητα στην περιοχή.
Η Ελλάδα είναι ανοιχτή πάντα στον διάλογο. Στο πλαίσιο όμως της διεθνούς νομιμότητας και ασφαλώς του Δικαίου της Θάλασσας το οποίο πάντα στήριζε και στηρίζει η Ρωσία ως το θεμέλιο, το ουσιαστικό πλαίσιο, μέσα από το οποίο πρέπει να λύνονται διακρατικές διαφορές.
Αναφορικά με το Κυπριακό εξέφρασα την εκτίμησή μου στην συνεπή και εποικοδομητική στάση της Ρωσίας. Πρόκειται, εξάλλου, για ένα θέμα ύψιστης προτεραιότητας για την Ελλάδα. Επανέλαβα τη θέση μας για το στόχο μίας βιώσιμης λύσης στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Δεν μπορώ να συμφωνήσω περισσότερο με αυτά τα οποία είπε ο Πρόεδρος. Μία λύση η οποία θα στηρίζεται στη λογική της μιας, διζωνικής, δικοινοτικής Ομοσπονδίας με μια νομική προσωπικότητα και μια ιθαγένεια. Οποιαδήποτε συζήτηση για λύση δυο κρατών θα πρέπει να απορρίπτεται επί της αρχής. Και ως προς το ζήτημα των Βαρωσίων μάλιστα επισήμανα πως αν η Τουρκία προχωρήσει στην υλοποίηση των εξαγγελιών της για εποικισμό της περίκλειστης πόλης, δυστυχώς, θα κλείσει τα περιθώρια προόδου σε αυτό το ζήτημα.
Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε και για τις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ρωσίας και ΝΑΤΟ – Ρωσίας. Πιστεύω, ότι, η συνομιλία μας υπήρξε πολύ ευθεία και πολύ ειλικρινής. Αναγνωρίζω τις μεγάλες προκλήσεις, προκρίνω, όμως, την ανάγκη να μένουν πάντα ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας. Γιατί η έλλειψη επικοινωνίας είναι, τελικά, χειρότερη από τη διαφωνία καθώς αφήνει πάντα χώρο στην καχυποψία που με τη σειρά της προκαλεί εντάσεις.
Η Ρωσία αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας. Συνεπώς μια λειτουργική σχέση τελικά συμφέρει όλες τις πλευρές. Και η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ προσεγγίζει με πολλή προσοχή αυτές τις σχέσεις και για αυτό και δεν έκρυψα την ανησυχία μου για την αναζωπύρωση των εντάσεων στην Ουκρανία. Πιστεύω ότι μια σύγκρουση εκεί δεν θα έχει νικητή, θα έχει μόνο χαμένους. Για αυτό και θεωρώ ότι οι συμφωνίες του Μινσκ αλλά και η επαναδραστηριοποίηση του σχήματος της Νορμανδίας μας δείχνουν τον δρόμο. Και ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα έχει και ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την περιοχή του Ντονμπάς λόγω της ισχυρής παρουσίας ομογενών μας στην περιοχή.
Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε και τις εξελίξεις στην Λιβύη και να επαναλάβουμε και οι δύο την ανάγκη να διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές μακριά από ξένες παρεμβάσεις στην προκαθορισμένη ημερομηνία όπως έχει συμφωνηθεί εδώ και καιρό.
Και κλείνω με την σκέψη κύριε Πρόεδρε ότι η εγκαρδιότητα με την οποία με υποδεχθήκατε αντανακλά την ευθύτητα του διαλόγου μας, κυρίως όμως τη δική σας θετική διάθεση να ενισχυθούν οι σχέσεις των δύο λαών και των χωρών μας οι οποίες διαρκούν αιώνες. Μια παράδοση που δεν μπορούν να την αμφισβητήσουν ούτε κάποιες στιγμές απομάκρυνσης, ούτε και οι όποιες διαφορετικές θεωρήσεις μπορεί κατά καιρούς να προκύπτουν. Αυτές άλλωστε υπάρχουν πάντα για να συζητούνται. Γιατί μπορεί να πέρασαν δύο ακριβώς αιώνες από τότε που ο Αλέξανδρος Πούσκιν υμνούσε την επανάσταση του 1821 γράφοντας -ανάμεσα σε άλλα- το ποίημα «Εμπρός Ελλάδα» και βέβαια να πέρασαν πάλι σχεδόν δύο αιώνες από τότε που ο Ιωάννης Καποδίστριας σφράγιζε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο την πολιτική ζωή σε δύο χώρες.
Όμως, η Ελλάδα παραμένει παρούσα στη Ρωσία. Όχι μόνο με τους χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, Ρώσους πολίτες ελληνικής καταγωγής που ευημερούν και διακρίνονται, κυρίως εδώ στη νότια Ρωσία, πολλοί από αυτούς Πόντιοι αδελφοί μας των οποίων οι πρόγονοι ξεριζώθηκαν από γειτονικές χώρες. Αλλά υπάρχει και μέσα από τους δεκάδες νέους οι οποίοι σπουδάζουν την ελληνική γλώσσα, στον κοσμοναύτη Θεόδωρο Γιουρτσίχιν-Γραμματικόπουλο, που πέντε φορές ταξίδεψε στα αστέρια και σε έναν άλλο Θεόδωρο, τον αρχιμουσικό, Κουρεντζή που μας ταξιδεύει εδώ από την Ρωσία, όλους, στο μαγικό κόσμο της μουσικής.
Η σχέση Ελλάδος και Ρωσίας, λοιπόν, κύριε Πρόεδρε, Ελλήνων και Ρώσων, είναι μία διαδρομή συνεχής και διαρκής για αυτό και δεν έχει μόνο παρελθόν και παρόν, αλλά έχει μέλλον. Και για ακόμα μία φορά, κύριε Πρόεδρε, σας ευχαριστώ για την πολύ γενναιόδωρη φιλοξενία σας και για τις πολύ ουσιαστικές συνομιλίες μας.
Οι απαντήσεις του Πρωθυπουργού στα ερωτήματα των δημοσιογράφων:
Χρύσανθος Κοσελόγλου, ALPHA: Προς τον κύριο Πρόεδρο αρχικά. Κύριε Πρόεδρε, η Ρωσία είναι χώρα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και έχει ευθύνη για την διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας και για το σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου. Ήθελα να σας ρωτήσω πως αξιολογείτε την κατάσταση στο Αιγαίο συγκεκριμένα αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο δεδομένων και των ιδιαίτερων σχέσεων που έχετε με την Τουρκία. Και προς τον κύριο Πρωθυπουργό, αν μπορείτε να μας αναλύσετε ποιες εκφάνσεις της τουρκικής επιθετικότητας θέσατε στον κ. Πούτιν και αν κάπου συμφωνήσατε. Σας ευχαριστώ.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Είχα την ευκαιρία να ενημερώσω τον Πρόεδρο Πούτιν για το πλαίσιο των Ελληνοτουρκικών διαφορών. Θέλω, όμως, να τονίσω ότι τελικά αυτές οι διαφορές θα λυθούν μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Το πλαίσιο το οποίο έχουμε προσδιορίσει είναι πολύ σαφές και οι διαφορές μας, η σημαντικότερη διαφορά, το ζήτημα της διευθέτησης, οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να λυθεί μόνο στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, του Δικαίου της θάλασσας.
Η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι έχει τη δυνατότητα να συνάπτει συμφωνίες οριοθέτησης. Το έκανε με την Ιταλία, το έκανε με την Αίγυπτο και η πρόσκλησή μας προς την Τουρκία παραμένει απολύτως ενεργή. Ταυτόχρονα η Ελλάδα με κάθε τρόπο θα υπερασπίζεται την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
Θέλω να πω ότι εκτιμώ ιδιαίτερα την πολύ καθαρή θέση της Ρωσίας στο ζήτημα του Κυπριακού, η οποία νομίζω ότι πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη και από την Τουρκία και η Ρωσία ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι εγγυητής της σταθερότητας, της εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου και πρώτα και πάνω απ’ όλα της εφαρμογής των ίδιων των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας οι οποίες στην περίπτωση της Κύπρου είναι απολύτως σαφείς και δεν επιδέχονται παρερμηνειών.
Ξένια Κονοβάνοβα, Interfax (με βάση τη διερμηνεία): Ερώτηση και στον Πρόεδρο Πούτιν και στον Πρωθυπουργό, τον κ. Μητσοτάκη. Και οι δύο αξιολογήσατε πολύ θετικά την κατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Όλοι θυμόμαστε όμως ότι η Ελλάδα είναι και μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, των σχημάτων που προς το παρόν ακολουθούν μία πολύ συγκρουσιακή πολιτική κατά της Ρωσίας. Αυτό μπορεί να επηρεάσει τις σχέσεις μας;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Η Ελλάδα, πράγματι, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδώ και 40 χρόνια, μέλος του ΝΑΤΟ εδώ και πολλές δεκαετίες και προφανώς δεσμεύεται από τις συλλογικές αποφάσεις που λαμβάνονται στα δύο αυτά υπερεθνικά όργανα. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, σε καμία περίπτωση ότι η Ελλάδα δεν έχει και δεν επιδιώκει να έχει καλές διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία. Είχαμε την ευκαιρία, νομίζω, να συζητήσουμε και να παρουσιάσουμε ένα εύρος θεμάτων στα οποία μπορούμε να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας τα οποία δεν άπτονται άμεσα των ευρύτερων ζητημάτων που αφορούν τις σχέσεις της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ ή τις σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θέλω να κρατήσω αυτό το οποίο είπε ο κ. Πρόεδρος, ο οποίος είχε την καλοσύνη να με ενημερώσει για τη συζήτηση την οποία είχε χθες με τον Πρόεδρο Μπάιντεν. Θεωρώ πολύ θετικό το γεγονός ότι υπήρξε μία συζήτηση η οποία είχε αρκετή διάρκεια. Και αυτό το οποίο εύχομαι είναι να υπάρχει ένας οδικός χάρτης, ένας ορίζοντας αμοιβαίας αποκλιμάκωσης, διότι διαφορετικά θα οδηγηθούμε, πιστεύω, σε καταστάσεις που θα μας πάνε πολλές δεκαετίες πίσω. Και νομίζω ότι αυτό είναι κάτι το οποίο δεν το επιδιώκει και δεν το επιθυμεί κανείς, ειδικά σε κρίσιμες περιόδους, ειδικά σε εποχές όπου υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες, διαφορετικές απόψεις, διαφορετικές θεωρήσεις, είναι ακόμα πιο επιβεβλημένο τα κανάλια επικοινωνίας να παραμένουν ανοιχτά και να συζητάμε με ειλικρίνεια. Όπου διαφωνούμε να διαφωνούμε και εκεί με ειλικρίνεια. Αλλά ,κυρίως, να φροντίζουμε και να σπεύδουμε να ακούμε και να καταλαβαίνουμε ο ένας τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του άλλου.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου