Για την τραγωδία που έζησαν όταν βρήκαν τις σορούς των δικών τους ανθρώπων απανθρακωμένες στο οικόπεδο Φράγκου μετά τη φωτιά στο Μάτι που είναι έγκλημα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ - Τσίπρα, καταθέτουν και σήμερα οι μάρτυρες.
Με δάκρυα στα μάτια περιέγραψαν τα όσα βίωσαν εκείνες τις τραγικές ώρες, όπου αναζητούσαν τους συγγενείς του στο Λιμεναρχείο της Ραφήνας, όπου τα καΐκια αποβίβαζαν επιζήσαντες αλλά και νεκρούς της τραγωδίας.
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση του κ. Αριστομένη Γραικιώτη, η σύντροφος του οποίου βρέθηκε απανθρακωμένη στο κτήμα της οικογένειας Φράγκου, το οποίο έγινε ο τάφος 26 ανθρώπων. Ο μάρτυρας περιέγραψε τις προσπάθειες που έκανε να βρει τη σύντροφο του, πέφτοντας στη θάλασσα, όπου ένα καΐκι τον περισυνέλεξε. Αυτό το καΐκι, όπως ανέφερε, που άνηκε σε ιδιώτη, περισυνέλλεξε και τη σορό της 13χρονης Εβίτας Φύτρου, η οποία έπεσε από τα βράχια στη θάλασσα για να σωθεί.
Στην κατάθεσή του ο κ. Γραικιώτης, ο οποίος έχασε τη σύντροφό του, Στέλλα, στις φλόγες περιέγραψε τα όσα βίωσε μέχρι να εντοπιστεί η σορός της γυναίκας απανθρακωμένη μαζί με άλλες μέσα στο οικόπεδο της οικογένειας Φράγκου. Όπως είπε, γύρω στις 4:45, πήγαν με τη σύντροφό του με τη μηχανή τους προς το βουνό, όπου έβλεπαν καπνούς για να δουν τι συμβαίνει.
«Κοιτάγαμε προς τα πού πήγαινε η φωτιά, ήταν πίσω από το βουνό, δεν τη βλέπαμε. Ο καπνός πήγαινε προς τη Νέα Μάκρη. Είδαμε δυο πυροσβεστικά στην κορυφή του βουνού, χωρίς όμως να επιχειρούν. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε προς το Μάτι. Είδα ένα ελικόπτερο πέρασε το βουνό και εξαφανίστηκε. Δεν μπόρεσα να δω αν έκανε κάτι», είπε ο μάρτυρας λέγοντας πως την ώρα εκείνη δέχθηκε τηλεφώνημα από ένα φίλο του για να πάει μαζί με τη σύντροφό του προς τη Λεωφόρο Ποσειδώνος σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα:
«Πήγαμε και ο καπνός αυξάνονταν και έρχονταν προς τη θάλασσα. Φτάσαμε στο σπίτι και από την παραλία βλέπαμε απίστευτο καπνό με φλόγες. Επειδή ανησύχησα είπα στη Στέλλα να πάω προς την εκκλησία του Ματιού να δω που έχει φτάσει η φωτιά. Έφτασα στην εκκλησία, είχε πιάσει φωτιά ένα οικόπεδο, διάσπαρτες φλόγες παντού. Φοβήθηκα. Έφυγα».
Στη συνέχεια, ο κ. Γραικιώτης τηλεφώνησε στη σύντροφό του και της είπε να πάνε μαζί στο σπίτι τους στο Μάτι να πάρουν κάποια βασικά αντικείμενα και να φύγουν. «Ξεκινήσαμε με κατεύθυνση προς το Κόκκινο Λιμανάκι. Είδαμε κόσμο αλαφιασμένο που πήγαινε προς τη θάλασσα. Δεν άκουσα τίποτα, καμία πυροσβεστική, καμία καμπάνα να χτυπά. Ο κόσμος έκανε ότι μπορούσε μόνος για να σωθεί. Η φωτιά είχε κατέβει. Για να φτάσουμε γρηγορότερα στο σπίτι έστριψα στην οδό Πάρου να κόψω δρόμο και να φτάσω πιο γρήγορα. Από τον καπνό δε βλέπαμε μπροστά μας. Φτάσαμε στο σπίτι εκεί δεν βλέπαμε ούτε στο 1,5 μέτρο. Ερχόταν λάβα. Φωτιά δεν βλέπαμε. Πήραμε δυο τρία πράγματα και χωριστήκαμε. Εγώ πήρα τη μηχανή και κατευθύνθηκα προς το Κόκκινο Λιμανάκι όπου είχαμε δώσει ραντεβού να βρεθούμε» είπε ο μάρτυρας για να συνεχίσει:
«Περίπου 1500 μέτρα ήταν η απόσταση προς το Κόκκινο Λιμανάκι. Στο δρόμο είδα ένα φίλο τον Παναγιώτη, του είπα να φύγει. Τον έχασα, μετά έμαθα ότι ξεκληρίστηκε ολόκληρη η οικογένειά του. Πήγα στο Κόκκινο Λιμανάκι και περίμενα εκεί τη Στέλλα. Με το που έφτασα την πήρα τηλέφωνο. Λίγο πριν τις 7 μου απάντησε. Μου είπε ότι είχε αφήσει το αυτοκίνητο και ότι έχει φοβερή φωτιά και ότι τρέχει προς τη θάλασσα. Μετά από 2 λεπτά την πήρα ξανά αλλά δεν απάντησε. Το τηλέφωνο καλούσε. Συνέχισα να την καλώ αλλά δεν απάντησε».
Ο μάρτυρας ήδη ανήσυχος πήρε, όπως είπε, την απόφαση του να πάει προς τη Ραφήνα για να ψάξει τη σύντροφό του. «Αποφάσισα να φύγω να πάω προς Ραφήνα να αφήσω τη μηχανή και να ψάξω να βρω τη Στέλλα, να γυρίσω πίσω δηλαδή. Έκανα ελιγμούς ανάμεσα από τα αυτοκίνητα. Φτάνοντας στη Λ. Δημοκρατίας μου προξένησε τρομερή εντύπωση ότι δεν υπήρχε έστω ένας αστυνομικός. Ένας να υπήρχε – 200 μέτρα παρακάτω ήταν το τμήμα – να μην αφήνει τα αυτοκίνητα να μπαίνουν στο Μάτι, αυτά δε θα μπλόκαραν και δεν θα καίγονταν ο κόσμος. Πήγα στη Ραφήνα, άφησα τη μηχανή και ξεκίνησα προς τη παραλία με σκοπό κολυμπώντας να φτάσω στην παραλία που νόμιζα ότι μπορεί να έχει κατέβει η Στέλλα» είπε ο κ. Γκρεκιώτης, περιγράφοντας στη συνέχεια πως μέσα στη λάβα και τη φωτιά και δυνατό αέρα προσπαθούσε, είτε κολυμπώντας, είτε σκαρφαλώνοντας στα βράχια να φτάσει στο Μπλε Λιμανάκι.
«Εκεί μέσα στους καπνούς είδα ένα φουσκωτό και του φώναξα να πάω στο φουσκωτό για να σωθώ. Κολυμπώντας έφτασα στο φουσκωτό, ανέβηκα πάνω. Ήταν ιδιωτικό και πάνω εκτός από τον ιδιοκτήτη του σκάφους, υπήρχε και ένας λιμενικός που μετά έμαθα ότι ήταν ο Λιμενάρχης. Το φουσκωτό με προβολείς -δεν υπήρχε ορατότητα – πήγαινε προς τη Κυανή Ακτή. Μας φώναζαν όμως άνθρωποι να τους διασώσουμε. Η φωτιά ήταν πάνω από τα κεφάλια τους. Πήδηξα από το φουσκωτό και κολυμπώντας τους βοηθούσα να ανέβουν πάνω. Τους πήγαμε στο Λιμάνι της Ραφήνας και τους αφήσαμε. Πήγαμε πάλι προς τη Κυανή Ακτή, μας σταματήσανε πάλι. Παραλάβαμε και έναν εγκαυματία. Δεν ήξερα από πού να το πιάσω για να τον ανεβάσω πάνω».
Ξεσπώντας σε λυγμούς αναφέρθηκε στη κλήση που δέχθηκε ο Λιμενικός που επέβαινε στο φουσκωτό για να περισυλλέξει τη 13χρονη Εβίτα Φύτρου. «Ο Λιμενικός δέχθηκε μια κλήση να πάμε προς τη Κυανή Ακτή του είπαν ότι ήταν κάποιο άτομο. Ήταν το κοριτσάκι που είχε πέσει από τα βράχια. Δεν άντεξα να βγω. Το κοριτσάκι το βάλαμε στο φουσκωτό στο πίσω μέρος πήγαμε στη Ραφήνα. Μετά αρχίσαμε να βλέπουμε και άλλες βάρκες που πήγαιναν να πάρουν κόσμο. Ήταν ιδιωτικές όλες. Δεν είδα κανένα σκάφος του Λιμενικού, δεν ξέρω αν ήταν πιο μέσα και δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν. Κάθε πέντε λεπτά ανέβαινα στο Λιμεναρχείο που καταγράφανε τα περιστατικά και προσπαθούσα να δω αν ήταν το όνομα της Στέλλας. Δεν ήταν. Ήρθαν η κόρη της και η αδελφή της».
Την επόμενη της τραγωδίας ο κ. Γραικιώτης πήγε στο Μάτι. «Το σπίτι είχε καταστραφεί τελείως, έψαξα να δω αν υπήρχε κάτι. Τίποτα. Πήγαμε με τα πόδια τη διαδρομή που υποτίθεται ότι θα είχε ακολουθήσει η Στέλλα, σε ένα οικόπεδο εντοπίσαμε το αυτοκίνητό της, δεν είχε πάθει τίποτα. Ήταν σε ένα οικόπεδο που το είχανε καθαρίσει, δεν είχε κλαδιά ούτε τίποτα. Συνεχίσαμε στη Κυανή Ακτή. Φτάσαμε στην ταβέρνα. Εκεί είδα τα απανθρακωμένα πτώματα. Φώναξα κάποιους του Ερυθρού Σταυρού. Έφυγα και έφτασα έξω από το σπίτι της οικογένειας Φράγκου. Πολλά αυτοκίνητα ήταν καμένα, δεν μπήκαμε μέσα, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε. Γυρίσαμε στο καμένο σπίτι και μετά στη Ραφήνα. Βρέθηκε στο οικόπεδο Φράγκου απανθρακωμένη μαζί με άλλους», είπε ο μάρτυρας για να προσθέσει: «Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι δεν υπήρχε από πουθενά βοήθεια. Από κανένα κρατικό φορέα. Κανείς δεν ειδοποίησε, κανείς δεν βοήθησε. Αυτοβούλως ο κάθε ένας προσπαθούσε να κάνει ότι μπορούσε».
Η κ. Αγγελική Κωνσταντάκη αναφέρθηκε στις στιγμές όπου ενώ προσπαθούσε να σώσει τη μητέρα της, η ίδια τυλίχτηκε στις φλόγες. Τότε ο άνδρας της βλέποντας ότι δεν μπόρεσε να σώσει τη πεθερά του έσπευσε να βοηθήσει εκείνη. «Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή. Έχασα φίλους, κινδύνεψα εγώ και κόντεψα να χάσω τα παιδιά μου. Δυστυχώς δεν έχω ακούσει από κανένα μια συγγνώμη. Όλα έγιναν καλά μας είπαν. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα δεν ξέρω πόσους θα κλαίγαμε. Καήκαμε. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να δουλέψουν από τις βλάβες και να ζήσουν τις οικογένειές τους. Ούτε αυτό δεν αναγνωρίστηκε» είπε η μάρτυρας.
Οι αδελφές Παναγιώτα και Αθηνά Νικολάου, οι οποίες έχασαν τη μητέρα τους, Στέλλα, στις φλόγες, κατέθεσαν ότι μόνες τους συμπέραναν ότι είχε απανθρακωθεί στο οικόπεδο Φράγκου. «Την κάλεσα γύρω στις 5. Βρίσκονταν με το σύντροφό της στο Ν. Βουτζά. Βλέπανε καπνούς, την άκουσα ψύχραιμη. Της είπα να φύγουν, εκείνη μου είπε "βεβαίως γιατί δεν θέλω να καώ". Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από εκείνη. Ήμουν ήσυχη. Περίπου μια ώρα μετά ανοίγω την τηλεόραση και είδα ότι υπήρχε φωτιά στο Βουτζά. Την καλούσα αλλά δεν απαντούσε. Δεν έβρισκα ούτε τους γείτονες να ρωτήσω. Βρήκα αργά το απόγευμα τον σύντροφό της. Μου είπε: "ψάχνω να βρω τη μαμά σου" και μου έκλεισε το τηλέφωνο», κατέθεσε η κυρία Παναγιώτα Νικολάου και συνέχισε:
«Στις 12:30 το βράδυ η κόρη του συντρόφου της μητέρας μου, μου είπε να πάρω την αδελφή της μαμάς μου και να πάμε στο Λιμάνι της Ραφήνας. Ψάχναμε τη μητέρα μου στις βάρκες με τις σορούς που φέρνανε. Μετά ξεκίνησε η αναζήτηση στα νοσοκομεία. Στις 25 Ιουλίου η αδελφή μου έδωσε δείγμα DNA. Πηγαίναμε κάθε μέρα στη περιοχή και τη ψάχναμε. Η αδελφή μου μπήκε μέσα στο οικόπεδο Φράγκου και βρήκε διάφορα αντικείμενα ανθρώπων. Μας τηλεφώνησαν στις 30 Ιουλίου ότι ταυτοποιήθηκε. Καταλάβαμε ότι η μητέρα μου βρίσκονταν στο οικόπεδο Φράγκου από προσωπικά της αντικείμενα που βρέθηκαν».
Η κυρία Αθηνά Νικολάου είπε στην κατάθεσή της: «Έψαχνα στα νοσοκομεία που υπήρχαν θύματα. Είδα πτώματα καμένα. Έλεγα μήπως η μαμά μου ήταν εκεί. Δεν ήταν. Πήγα στο Μάτι να τη ψάξω. Μπήκα μέσα στο κτήμα Φράγκου. Δεν το είχαν κλείσει. Είδα διάφορα αντικείμενα, βρήκα ένα κλειδί καμένο. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε η σορός της. Πήγα να υπογράψω τα χαρτιά….».
Η κατάθεση της κ. Αγγελικής Κωνσταντάκη, η οποία έχασε τη μητέρα της στις φλόγες. «Βρισκόμασταν όλοι στο σπίτι εκείνη την ημέρα. Γύρω στις 4:15 με πήρε μια φίλη από το Βουτζά και μου είπε πως παίρνει τα παιδιά της και φεύγει Βγήκαμε να δούμε τι γίνεται. Βλέπαμε τηλεόραση αλλά λέγανε για τη φωτιά στη Κινέττα. Ακούσαμε το Δήμαρχο πολύ καθησυχαστικό. Βγήκε στη τηλεόραση και έκανε δηλώσεις. Είπε πως δεν υπάρχει θέμα για το Μάτι. Κάποια στιγμή ο μεγάλος μου γιος άρχισε να ταράζεται. Να μου λέει να φύγουμε. Έδιωξα τα παιδιά τους είπα να πάνε στο Λιμάνι. Είχα τη μητέρα μου μαζί», είπε η μάρτυρας φορτισμένη και συνέχισε περιγράφοντας τις προσπάθειες που έκανε εκείνη και ο σύζυγός της για να κατεβάσουν την μητέρα της στη θάλασσα:
«Πήρα τη μητέρα μου και αρχίσαμε να κατεβαίναμε. Άρχισε να βρέχει κάφτρες. Φτάσαμε στον παραλιακό πεζόδρομο και σε κάποια στιγμή η μαμά σκόνταψε και έπεσε. Πρέπει να σας πω ότι αυτός ο δρόμος δεν έχει καθαριστεί ποτέ. Ο άντρας μου που προπορεύονταν γύρισε να πάρουμε τη μητέρα μου….. Δεν μπορούσαμε να τη σηκώσουμε. Όταν κατάλαβε ότι δε μπορούσε να κάνει τίποτα και ενώ και εγώ είχα πιάσει φωτιά αποφάσισε να σώσει εμένα. Με άφησε στα σκαλιά λίγο πιο πέρα. Με βάλανε και μένα μέσα στη θάλασσα. Είχα αφόρητους πόνους από το έγκαυμα και βγήκα. Έρχονταν ένα παιδί και μου έδινε μια βρεγμένη μπλούζα να με σκεπάσει. Ήμουν σε κατάσταση σοκ. Ήξερα ότι έχω τη μητέρα μου και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Άκουγα ανθρώπους να φωνάζουν ονόματα των δικών τους και παντού εκρήξεις. Και εμείς ανήμποροι να κάνουμε οτιδήποτε. Κατά τις 12:30 ήρθαν δυο πυροσβέστες να μας βγάλουν από τη παραλία. Αρχίσανε κάποιες εκρήξεις και κατεβήκαμε τα σκαλιά ξανά. Δεν βλέπαμε. Τα καταφέραμε. Επειδή δεν μπορούσα να ξαναμπώ στη θάλασσα με βάλανε πάνω σε μια καρέκλα και κυριολεκτικά με πετάξανε σε ένα σκάφος. Με πήγαν αρκετά μέτρα από το Λιμάνι της Ραφήνας. Πήγα περπατώντας στο Λιμάνι. Οι γιοί μου ξυπόλυτοι στα βράχια και κολυμπώντας φτάσανε στο Λιμάνι. Βρέθηκα μόνη μου καμένη, πονεμένη και χωρίς να ξέρω τι είχε γίνει. Συνάντησα φίλους και γνωστούς που είχαν χάσει παιδιά και έψαχναν όλοι να δουν τι έγινε. Ο άντρας μου πήγε και βρήκε μετά τη μητέρα μου. Είδε κάποιους πυροσβέστες και τους είπε ήταν εκείνη. Στις 7 το πρωί ξεκίνησα να πάω στο Μάτι. Ήθελα να δω τι έγινε. Από το πόδι μου έτρεχε υγρό. Πήγα σε γιατρό μου έκανε το πρώτο καθαρισμό και μετά με έστειλε στο Γ. Γεννηματάς, εκεί έμεινα 17 ημέρες».
Ο μάρτυρας Αντώνης Κάκαρης είπε, κατέθεσε στο δικαστήριο για τα όσα έμαθε σχετικά με τον θάνατο του αδελφού του. Ο μάρτυρας ανέφερε στην κατάθεσή του: «Πληροφορήθηκα το γεγονός από την κόρη της συντρόφου του αδελφού μου. Τον ψάχναμε, κάναμε αναρτήσεις, μέσω φίλων, γνωστών. Ήταν αλεξιπτωτιστής, δυνατός, θεωρούσα αδύνατον να πάθει κάτι. Ψάχναμε πέντε ημέρες που ήταν αγνοούμενος μέχρι που έγινε ταυτοποίηση. Μάθαμε ότι κατευθύνθηκε προς θάλασσα με αποτέλεσμα να πέσει στο μποτιλιάρισμα. Δυστυχώς με όλα αυτά που έγιναν, έχασε τη ζωή του, στη Ποσειδώνος. Όπως και η σύντροφος. Εγκλωβίστηκε, περπάτησε προς θάλασσα και δεν κατάφερε να γλιτώσει».