Ο 42χρονος Ρίσι Σούνακ γίνεται ο πρώτος Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου με καταγωγή από την Ινδία και ο πρώτος ινδουιστής ηγέτης της χώρας. Γεννημένος στις 12 Μαΐου 1980 γίνεται επίσης ο έβδομος νεαρότερος Βρετανός Πρωθυπουργός.
Εκπροσωπεί ως βουλευτής την περιφέρεια του Ρίτσμοντ στο Γιόρκσιρ, έδρα του πρώην ηγέτη των Τόρις και νυν υποστηρικτή του Γουίλιαμ Χέιγκ.
Είναι δε ο Πρωθυπουργός με την τρίτη μικρότερη διάρκεια παρουσίας στη Βουλή των Κοινοτήτων μετά από τους Άντινγκτον και Πιτ, έχοντας εκλεγεί για πρώτη φορά μόλις το 2015.
Η μετεωρική του ανέλιξη οφείλεται εν πολλοίς στον Μπόρις Τζόνσον, τον άνθρωπο τον οποίο κατά τους επικριτές του «πρόδωσε» με την «αντι-συντηρητική» πολιτική αύξησης φόρων και με την παραίτησή του, τη δεύτερη κατά σειρά από τις συνολικά 59 παραιτήσεις του Ιουλίου που προκάλεσαν την πτώση του κ. Τζόνσον.
Το τεράστιο πακέτο κρατικής παρέμβασης που αποφάσισε ως Υπουργός Οικονομικών για στήριξη των νοικοκυριών και της αγοράς εργασίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήρθε παρά τις κατηγορίες ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί τις ανάγκες του απλού κόσμου - και αυτό λόγω της τεράστιας περιουσίας του, προσωπικής και της συζύγου του Ακσάνα Μούρτι (κληρονόμου μιας εκ των πλουσιότερων οικογενειών στην Ινδία).
Είναι μία περιουσία που τον καθιστά τον μόνο πολιτικό στη φετινή λίστα των Sunday Times με τους 250 πλουσιότερους κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου. Βρίσκεται μαζί με τη σύζυγό του στη θέση 222, με περιουσία που εκτιμάται στα 730 εκ. λίρες (840 εκ. ευρώ).
Για τους φίλους του, ωστόσο, ο Ρίσι Σούνακ δεν γαλουχήθηκε ως προς το χαρακτήρα και τις αξίες κατά τη διάρκεια της επικερδούς καριέρας του στο Σίτι, ως διευθυντής hedge fund, αλλά κατά την περίοδο που ως έφηβος βοηθούσε στην οικογενειακή επιχείρηση, ένα φαρμακείο.
Γεννήθηκε στο Σαουθάμπτον, τέκνο της οικογένειας του Γιασβίρ και της Ούσα Σούνακ, ινδουϊστών της κοινότητας των Πουντζάμπι, που είχαν γεννηθεί στις βρετανικές αποικίες της Κένυας και της Τανζανίας αντίστοιχα.
Οι δικοί τους γονείς είχαν μεταναστεύσει στην ανατολική Αφρική από την Ινδία. Αμφότερες οι οικογένειες μετανάστευσαν στη συνέχεια στην Αγγλία τη δεκαετία του 1960, με πρώτη τη γιαγιά Σράκσα Μπέρι, η οποία ένα χρόνο αργότερα έφερε στο Λέστερ όπου ζούσε τον σύζυγο της και τα τρία τους παιδιά, μεταξύ των οποίων η μητέρα του Ρίσι Σούνακ.
Αργότερα η φαρμακοποιός Ούσα συνάντησε στην περιοχή του Σαουθάμπτον τον μέλλοντα άντρα της και πατέρα του Ρίσι, που ήταν γενικός ιατρός στην ίδια περιοχή.
Μαζί με τον μικρότερο αδερφό του Σαντζέι και τη μικρότερη αδερφή τους Ρααχί, τα παιδιά των Σούνακ έμαθαν να βοηθούν στο φαρμακείο, με τον έφηβο Ρίσι να κάνει παραδόσεις φαρμάκων με το ποδήλατό του τα Σαββατοκύριακα, αλλά και να κρατά τα βιβλία της επιχείρησης αφού μελετούσε παράλληλα οικονομικά για τις εξετάσεις A-level για την εισαγωγή σε πανεπιστήμιο.
Όπως ο ίδιος είπε από την πόλη της Μάργκαρετ Θάτσερ κατά την προηγούμενη κούρσα διαδοχής, τα κηρύγματα της «Σιδηράς Κυρίας» περί υπεύθυνου οικογενειακού προϋπολογισμού είχαν απήχηση στο σπίτι του «με τις συντηρητικές αξίες και τη μικρή επιχείρηση της μαμάς».
Οι γονείς Σούνακ πρόσφεραν στα παιδιά τους τις ευκαιρίες που ήθελαν και αυτά δεν τις άφησαν να πάνε χαμένες. Ο 40χρονος Σαντζέι είναι ψυχολόγος και η 37χρονη Ρααχί, επικεφαλής στρατηγικής στο Παγκόσμιο Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για την παροχή εκπαίδευσης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Ο ίδιος ο Ρίσι Σούνακ φοίτησε σε ιδιωτικά σχολεία, με έναν από τους δασκάλους του να θυμάται πως «πάντα ξεχώριζε» για το χαρακτήρα, τις επιδόσεις και το χιούμορ του. Ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε ένα από τα πιο ακριβά και αποκλειστικά ιδιωτικά σχολεία της χώρας, το Winchester College, χωρίς μάλιστα υποτροφία.
Όπως έχει αστειευτεί ένας φίλος του, «αν θέλεις να νιώσεις ανεπαρκής, πέρασε λίγο χρόνο με τους Σούνακ».
Ως έφηβος ο Ρίσι φαίνεται ότι ήταν ευρωσκεπτικιστής, γράφοντας στο σχολικό περιοδικό πως «η ρητορική των Νέων Εργατικών μοιάζει ανησυχητικά φιλοευρωπαϊκή». Καταδίκαζε δε τον κατώτατο μισθό που εισήγαγε ο Τόνι Μπλερ ως «καταστροφέα» θέσεων εργασίας.
Έπαιζε κρίκετ και χόκεϊ επί χόρτου, έκανε στίβο και του άρεσε το ποδόσφαιρο, όντας φίλαθλος της Σαουθάμπτον. Στα 18 του έλαβε ως δώρο μια ευχετήρια κάρτα υπογεγραμμένη από όλους τους παίκτες του συλλόγου.
Οι σπουδές του έγιναν στην Οξφόρδη, όπου σε αντίθεση με τον Μπόρις Τζόνσον ή τον Ντέιβιντ Κάμερον πριν από αυτόν, δεν έδειξε ενδιαφέρον για την ανάμιξη σε συλλόγους που ασχολούνταν με την πολιτική, αλλά που είχαν στραμμένη την προσοχή τους στον κόσμο των επιχειρήσεων και των χρηματοοικονομικών. Συμφοιτητές του τον έχουν περιγράψει ως «σπασικλάκι» και θυμούνται την εμμονή του με το Star Wars, ενώ είναι γνωστός και για την αγάπη του για τον Τζέιμς Μποντ.
Με την αποφοίτησή του το 2001 έπιασε αμέσως δουλειά στην Goldman Sachs και εντός μηνών μπόρεσε να αγοράσει το πρώτο του διαμέρισμα σε ακριβή γειτονιά στο δυτικό Λονδίνο, με τη βοήθεια πάντως των γονιών του. Μετά από τρία χρόνια έκανε ένα διάλειμμα για να ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές στη διοίκηση επιχειρήσεων στο Στάνφορντ της Καλιφόρνια, με υποτροφία.
Εκεί συνάντησε την Ακσάτα Μούρτι, την οποία παντρεύτηκε στην Μπανγκαλόρ της Ινδίας τέσσερα χρόνια αργότερα. Στην πόλη αυτή έχει χτιστεί η περιουσία του πατέρα της Μούρτι, του ιδρυτή της πολυεθνικής εταιρείας πληροφορικής Infosys, Ναραγιάνα Μούρτι. Η Infosys έχει υπερβεί σε χρηματιστηριακή αξία τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια και κατατάσσεται 602η μεγαλύτερη εταιρεία στον κόσμο.
Η προσοχή του άρχισε να στρέφεται και στην πολιτική, με φίλο του εκείνη την εποχή να θυμάται πως ο νεαρός Ρίσι επικαλούνταν τον Συντηρητικό πολιτικό Μάικλ Χέσελταϊν αναφερόμενος στις φιλοδοξίες του: «εκατομμυριούχος στα 20 και κάτι, βουλευτής στα 30 και κάτι, υπουργός στα 40 και κάτι, πρωθυπουργός στα 50 και κάτι». Πλέον και ο τελευταίος στόχος επιτυγχάνεται, αρκετά νωρίτερα μάλιστα.
Η απόφασή του να εμπλακεί στην πολιτική εκτιμάται ότι επισπεύσθηκε μετά από τον γάμο του, καθώς η τόσο μεγάλη περιουσία της γυναίκας του σε συνδυασμό με τη δική του σήμαινε ότι «δεν είχε πια νόημα να προσπαθεί να βγάζει περισσότερα χρήματα», σύμφωνα με άλλον φίλο του που είχε μιλήσει στους Times.
Ωστόσο η διαχείριση αυτής της περιουσίας έχει αποδειχθεί πολιτικό βαρίδι για τον κ. Σούνακ. Όπως αποκαλύφθηκε προ μηνών, η σύζυγός του είχε δηλωθεί κάτοικος εξωτερικού στην εφορία και ως εκ τούτου δεν κατέβαλε φόρους στο Ην. Βασίλειο επί του εκτός Βρετανίας εισοδήματος. Αυτό άλλαξε γρήγορα μετά από την κριτική που ασκήθηκε στον τότε Υπουργό Οικονομικών.
Ο κ. Σούνακ έχει τη φήμη του εμμονικού με συγκεκριμένα πράγματα, όπως η τάξη και η καθαριότητα, θέλει να κάθεται πιο μπροστά από τους άλλους στις φωτογραφίες και κυρίως επιδιώκει να είναι πάντα ντυμένος στην τρίχα. Αυτό το τελευταίο τού έχει προσδώσει το προσωνύμιο 'dishy Rishi' («Ρίσι ο κούκλος»). Την ίδια προσοχή στην εμφάνιση επιδεικνύει και στο προφίλ του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Από νωρίς στην πολιτική του καριέρα, με την εκλογή του το 2015, θεωρήθηκε ανερχόμενο αστέρι και η επιλογή του να στηρίξει το Brexit στο δημοψήφισμα του 2016 είχε θορυβήσει τον Ντέιβιντ Κάμερον. Ανέλαβε υπουργικό πόστο για πρώτη φορά επί κυβέρνησης Μέι, ως κατώτερης βαθμίδας υφυπουργός Στέγασης τον Ιανουάριο του 2018.
Ο Μπόρις Τζόνσον τον προήγαγε το 2019 τοποθετώντας τον μεταξύ των υφυπουργών στο Υπουργείο Οικονομικών, για να του δώσει εν τέλει τα ηνία στον καθορισμό της οικονομικών πολιτικής τον Φεβρουάριο του 2020, όταν ο Σάτζιντ Τζάβιντ παραιτήθηκε ως Υπουργός Οικονομικών καταγγέλλοντας προσπάθεια επιρροής από τον αμφιλεγόμενο αρχισύμβουλο της Ντάουνινγκ Στριτ Ντόμινικ Κάμινγκς.
Αντιμετώπισε την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία και το κόστος διαβίωσης παρέχοντας σημαντική έκτακτη οικονομική ενίσχυση σε επιχειρήσεις και πολίτες, επιλέγοντας να αυξήσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές για να καλύψει τις δαπάνες, παρά τις έντονες αντιδράσεις από την πιο δεξιά πτέρυγα του κυβερνώντος κόμματος. Είναι οι πολιτικές στις οποίες επέστρεψε εν τέλει μετά από τον μοιραίο «μίνι προϋπολογισμό» της η Λιζ Τρας.
Οι επικρίσεις από τους πολιτικούς του αντιπάλους εντάθηκαν μετά από την επιβολή αστυνομικού προστίμου σε βάρος του για το partygate, για το πάρτι γενεθλίων του Τζόνσον στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου και για την αποκάλυψη ότι διέθετε μέχρι και όταν έγινε υπουργός πράσινη κάρτα από τις ΗΠΑ, που θα μπορούσε δυνητικά να χρησιμοποιήσει για ευνοϊκές φορολογικές διευθετήσεις.
Έχοντας, ωστόσο, αποκτήσει τη φήμη του σοβαρού και σταθερού πολιτικού, κατάφερε δύο φορές πλέον να κερδίσει την πρωτιά στη στήριξη της κοινοβουλευτικής ομάδας του Συντηρητικού Κόμματος σε εσωκομματικές διαδικασίες διαδοχής. Η πρώτη φορά αποδείχθηκε ανεπαρκής για τον ίδιο, καθώς η βάση του κόμματος επέλεξε τη Λιζ Τρας.
Η δεύτερη φορά, όμως, τον οδηγεί στη «στέψη» και στο βάπτισμα του πυρός στο νούμερο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ σε μια περίοδο πολύ δύσκολη για την οικονομία και για τους πολίτες, κατά την οποία θα πρέπει να αποδείξει τις ικανότητές του, με ελάχιστη έως ανύπαρκτη περίοδο χάριτος.
Θανάσης Γκαβός
Πηγή: skai.gr