Οι ανακρίσεις για την υπόθεση της Μονής Αββακούμ στο χωριό Φτερικούδι της Κύπρου, έχουν παρασκήνιο και μάλιστα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον, και προκύπτει ότι αυτό δεν ήταν μοναστήρι αλλά το κλουβί με τις τρελές!!!!
Σύμφωνα με το protothema.gr, αξιόπιστες αστυνομικές πηγές που μίλησαν στην ιστοσελίδα Cyprus Times, ανέφεραν πως έχουν γίνει παρεμβάσεις προς τους δύο αστυνομικούς, οι οποίοι στις 5 Μαρτίου βρισκόντουσαν σε διατεταγμένη υπηρεσία στο μοναστήρι στο Φτερικούδι, να γίνουν «αφαιρετικοί» στις καταθέσεις τους προς τους δύο ποινικούς ανακριτές που διόρισε ο Κύπριος Γενικός Εισαγγελέας, Γιώργος Σαββίδης. Οι ανακριτές είναι ο ανώτερος δικηγόρος της του κράτους Νίνος Κέκκος και ο Δικηγόρος Γιώργος Παπαϊωάννου, ο οποίος επίσης έχει θητεύσει στο παρελθόν στη Νομική Υπηρεσία.
Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα Cyprus Times, οι δύο αστυνομικοί προσεγγίστηκαν ώστε να παραλείψουν στις καταθέσεις τους, κάποιες «λεπτομέρειες», όπως για παράδειγμα ο εντοπισμός προφυλακτικών και λιπαντικών σκευασμάτων (τζελ) στα κελιά των μοναχών.
Τα συγκεκριμένα τεκμήρια παραλήφθηκαν από τους ανθρώπους που είχαν σταλεί από τον Μητροπολίτη Ταμασού Ησαΐα και είναι άγνωστο αν έχουν τεθεί υπόψη της ανακριτικής επιτροπής της Ιεράς Συνόδου, η οποία εξετάζει και καταγγελίες για σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ των μοναχών.
Ο Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος (εν αργία Ηγούμενος της Μονής), γνωρίζοντας πως αυτά τα «τεκμήρια» δόθηκαν στον Μητροπολίτη Ησαΐα, επιχείρησε με πρόσφατη ανάρτηση – απολογία στο Facebook να προλάβει τα όσα θα αποκαλύπτονταν. Στην ανάρτηση ανέφερε: «Ουδέποτε ήλθαμε σε πράξεις ερωτικής συνεύρεσης μεταξύ μας ή επιδιώξαμε να έλθουμε με άλλα άτομα ή πιστούς. Για φράσεις όμως της καθημερινότητας, που ακούγονται σε δημοσιευμένα στιγμιότυπα και που επαναλαμβάνουμε, ότι παράνομα καταγράφηκαν, απολογούμαστε και ζητούμε τη συγχώρεση σας, στο μέτρο που κρίνετε, ότι αυτές δεν έπρεπε να ακουσθούν από χείλη μοναχών. Είμαστε όμως άνθρωποι, που φέρουν ένα βαρύ φορτίο, με το οποίο παλεύουν κάθε μέρα. Τις ανθρώπινες αδυναμίες τους, που άλλοτε τις νικούμε και άλλοτε μας νικούν. Και είναι, επαναλαμβάνουμε, ανθρώπινο, η καθημερινή συνύπαρξη μας να δημιουργεί οικειότητα, εμπιστοσύνη και εγγύτητα μεταξύ μας, που κάποιες φορές εξωτερικεύεται μέσα και από – εν τινι μέτρω για πολλούς – ‘τολμηρούς’ αστεϊσμούς, χωρίς όμως καμία περαιτέρω συνέπεια ή υπονοούμενη συνέπεια».
Ένα από τα προβλήματα που έχουν προκύψει στον «διάλογο» μεταξύ ενδιαφερομένων και των δύο αστυνομικών είναι η μη καταγραφή υπερωριών για την 5η Μαρτίου.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι οι αστυνομικοί δεν δέχονται να αποσύρουν την απαίτηση τους για πληρωμή υπερωριών. Άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν δύσκολο να συμβεί καθώς θα έπρεπε να γίνει παρέμβαση στα συστήματα της Αστυνομίας, όπου είναι καταγεγραμμένες οι υπερωρίες, αφού οι αστυνομικοί είχαν μεταβεί στο Φτερικούδι με οδηγίες της ηγεσίας, μετά από την παράκληση του Μητροπολίτη Ησαΐα.
Αυτό που επισήμως έχει δηλωθεί είναι ότι ο Μητροπολίτης Ταμασού είχε ζητήσει από την αστυνομία συνοδεία για ένα φορτηγό αυτοκίνητο το οποίο θα παραλάμβανε από τη Μονή Αββακούμ κάποια αντικείμενα αξίας για να τα μεταφέρει στη Μητρόπολη.
Ωστόσο, οι δύο αστυνομικοί φαίνεται πως δεν περιορίστηκαν στη συνοδεία αλλά κατά πάσα πιθανότητα ήταν παρόντες και στις έρευνες που έγιναν από τους ανθρώπους που φορούσαν κουκούλες. Αυτό μένει να ξεκαθαριστεί από τους ανακριτές, μέσα από τις έρευνες και τις καταθέσεις που λαμβάνουν.
Η τρίτη παράκληση προς τους δύο αστυνομικούς είναι, να παραλείψουν να αναφέρουν στις καταθέσεις τους, ποιοι έκαναν τις «ανακρίσεις» των μοναχών που είχαν μεταφερθεί στη Μητρόπολη. Πέραν του Μητροπολίτη Ησαΐα, φαίνεται πως ακόμα δύο άτομα είχαν αναλάβει ρόλο εκκλησιαστικών ανακριτών. Πρόκειται για δύο εκ των θρονικών επιτρόπων οι οποίοι στις 5 Μαρτίου βρίσκονταν στη Μητρόπολη. Επί τους παρόντος εικάζεται και μένει να επιβεβαιωθεί ή να διαψευστεί, ότι στην επιχείρηση στο μοναστήρι μετείχαν και άλλοι εν ενεργεία και πρώην αστυνομικοί αλλά και πρόσωπα τα οποία εργοδοτούνται από πρόσωπο που έχει απασχολήσει αρκετές φορές την αστυνομία για παράνομη δραστηριότητα.
Κατά την διάρκεια εκείνων των ανακρίσεων προέκυψαν παραδοχές από κάποιους Μοναχούς, τις οποίες απέσυραν στη συνέχεια αποδίδοντας τες σε εκφοβισμό, απειλές και πιέσεις.
Στις παραδοχές αναφέρθηκε και ο Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος στην ανάρτηση του αναφέροντας: «Υποχρεωθήκαμε με αφόρητη πίεση και απάνθρωπη συμπεριφορά σε ομολογία πράξεων, που ουδέποτε κάναμε»,
Αρχικώς, οι μοναχοί, διά των δικηγόρων τους, επιχείρησαν να εξηγήσουν τα όσα έχουν καταγραφεί από το κλειστό κύκλωμα ασφαλείας της Μονής, λέγοντας πως υπήρξε μοντάζ και παραποίηση. Ωστόσο, γνωρίζοντας πως το μοντάζ αν είχε υπάρξει, θα μπορούσε να αποδειχθεί, άλλαξαν τακτική και εγκατέλειψαν τον ισχυρισμό, παραδεχόμενοι ουσιαστικά ότι τα βίντεο είναι αυθεντικά και πραγματικά.
Στην ανάρτηση του Αρχιμανδρίτη Νεκτάριου αναφέρεται: «Το σημαντικότερο, όμως, είναι, ότι όλα τα ‘στοιχεία’, επί των οποίων επιχειρείται να στηριχθεί η θεμελίωση των αδίκων κατηγοριών εναντίον εμού και των αδελφών της Μονής μας, είναι παράνομα και προήλθαν από μη νόμιμη καταγραφή του ιδιωτικού βίου και των ιδιωτικών συνομιλιών όλων ημών, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε. Παρ’ όλα αυτά, και μην παραγνωρίζοντας ότι στην πραγματικότητα έχετε δεί στιγμιότυπα από τον τρόπο ζωής μας και έχετε ακούσει ιδιωτικές συνομιλίες μας, αν και τονίζουμε, ότι η καταγραφή τους και η δημοσιοποίηση τους έγινε παράνομα, σας οφείλουμε – για όσα εν γένει έχετε δει και έχετε ακούσει για μας – μία εξήγηση από καρδιάς. Σας την οφείλουμε, για την αγάπη και την στήριξη που μέχρι σήμερα μας προσφέρατε».