Η δίκη συνεχίζεται σήμερα με καταθέσεις ανθρώπων που έχασαν τους δικούς τους και τις περιουσίες τους εξαιτίας της φονικής πυρκαγιάς, και υπεύθυνους τον Αλέξη Τσίπρα και συνολικά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στο ακροατήριο οι συγγενείς ενός βρέφους μόλις έξι μηνών που χάθηκε στις φλόγες άκουγαν τις συγκλονιστικές περιγραφές κρατώντας από ένα λευκό τριαντάφυλλο στα χέρια.
Ο πατέρας του άτυχου βρέφους, ο οποίος έχασε και τη σύζυγό του, ράγισε καρδιές με την κατάθεσή του. Πρόκειται για τον Ανδρέα Δημητρίου, ο οποίος είναι πυροσβέστης, και εκείνο το απόγευμα είχε δεχθεί μήνυμα από την υπηρεσία του να βρίσκεται σε ετοιμότητα.
«Είμαι πυροσβέστης. Βρισκόμουν στο σπίτι μου. Είχε γίνει γνωστό ότι υπήρχε φωτιά στην Κινέττα και ήμουν σε κατάσταση αναμονής. Μου ήρθε μήνυμα να πάω στην υπηρεσία, όπως και έκανα», ξεκίνησε να λέει στην κατάθεσή του ο μάρτυρας.
Ενώ βρισκόταν στην υπηρεσία του, έμαθε από τηλεφωνήματα κατοίκων του Ματιού ότι υπήρχε φωτιά στην περιοχή τους. Πήρε τηλέφωνο τη σύζυγό του για να την προειδοποιήσει και να της πει να βρίσκεται σε ετοιμότητα για να φύγει. «Έπειτα από αρκετή ώρα που προσπαθήσαμε να μιλήσουμε, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά. Δεν καταλάβαινα πού βρισκόταν και τι μου έλεγε. Άκουγα τον αέρα. Δεν μπορούσε να μιλήσει σωστά, δεν είχε ειρμό. Βρισκόταν σε πανικό. Πίστευα ότι είχαν βρει ασφαλές καταφύγιο στην παραλία με το παιδί. Δέχομαι κλήση από τον πεθερό μου να είμαι προετοιμασμένος ότι τα πράγματα δεν είναι καλά. Έφτασα και είδα το μικρό σε έναν άγνωστο που προσπαθούσε να δώσει πρώτες βοήθειες. Η σύζυγός μου βρισκόταν καθισμένη στην παραλία. Ήταν με τα μάτια κλειστά. Εκείνη τη στιγμή την πήρα αγκαλιά. Εντόπισα ένα πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να πάρουν το μικρό μαζί με τον κύριο που έκανε προσπάθειες ανάνηψης».
Στη συνέχεια ο μάρτυρας πήγε στο Παίδων και κατάλαβε ότι το μωράκι του δεν τα είχε καταφέρει.
«Μου είπαν ότι δεν κατέστη δυνατόν να τον συνεφέρουν. Εκεί του είπα το τελευταίο "αντίο". Μετά έπρεπε να πάω στη σύζυγό μου Μαργαρίτα, που δεν ήξερα ότι ήταν τόσο σοβαρά. Φτάνοντας στο νοσοκομείο διαπιστώνω ότι έχει διασωληνωθεί και είναι σοβαρά. Ζορίστηκα να την αναγνωρίσω. Όλο της πρόσωπο ήταν εγκαύματα. Σαν να βλέπω άλλον άνθρωπο. Την έβλεπα πέντε λεπτά την ημέρα μέχρι να φύγει…».
Ο πυροσβέστης και θύμα ρωτήθηκε από την έδρα για τον τρόπο δράσης των πυροσβεστικών δυνάμεων. «Η φωτιά ήταν ανεξέλεγκτη. Έπρεπε να γίνει άμεση απομάκρυνση του πληθυσμού, αλλά δεν ξέρω γιατί δεν έγινε, ξέρω ότι δεν έγινε τίποτα σωστά. Η περιοχή βρισκόταν στο έλεος», απάντησε στους δικαστές.
Η Δήμητρα Γουναρίδη περιέγραψε τον εφιάλτη που έζησε προσπαθώντας να σωθεί από τις φλόγες που έζωσαν το σπίτι της στο Μάτι το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018.
«Οι γονείς μου πάντα έλεγαν ότι εάν υπάρξει φωτιά και περάσει τη Λεωφόρο Μαραθώνος καήκαμε». Εκείνη την ημέρα, όπως είπε στο δικαστήριο, δεν είχε δει πυροσβεστικές δυνάμεις, ούτε άκουσε κάποια σειρήνα. Είχε μάθει ότι υπήρχε φωτιά στην περιοχή, είχε δει τον ουρανό να γίνεται πορτοκαλί και φοβόταν για το τι θα επακολουθήσει. Άρχισε να μαζεύει κάποια πράγματα σε έναν σάκο και ειδοποιούσε τους συγγενείς της.
«Γύρω στις 18:15 πέρασε μια φίλη μου και φώναζε ''πάμε-πάμε, θα καείς, έχει πιάσει φωτιά μια ταβέρνα 300 μέτρα μακριά''. Είχε κοπεί το ρεύμα, ήμουν σε αμόκ. Γινόταν χαμός, έρχονταν τα αυτοκίνητα από όλες τις κατευθύνσεις. Τρέξαμε προς τη θάλασσα. Λέγαμε ότι θα πεθάνουμε, σκεφτόμουν ότι δεν θα πρόφταινα να φτάσω στη θάλασσα, που ήταν 40 μέτρα μακριά. Ακούγαμε τα αυτοκίνητα να σκάνε από τις εκρήξεις, να πέφτουν μέσα στη θάλασσα ξύλα, κουκουνάρες, φλεγόμενα κομμάτια από τέντες… Έκανα την προσευχή μου στον Θεό να με κρατήσει ζωντανή εμένα και τους δικούς μου. Δόξα τω Θεώ, είμαστε ζωντανοί, ζωντανοί-νεκροί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που καίγονταν, καίγονταν και τα ζώα, σκυλιά, γατιά, ούρλιαζαν κι αυτά», κατέθεσε με λυγμούς στο δικαστήριο.
Η μάρτυρας μίλησε και για τη σύζυγο του πυροσβέστη που την είδε αγκαλιά με το μωράκι να προσπαθεί να το θηλάσει. «Καμένη εκείνη, καμένο και το μωρό… Το θήλαζε για να το έχει στη ζωή. Μια γυναίκα που δεν είχε αντοχές να βγει από τη θάλασσα. Πήγαμε να τη βοηθήσουμε και μας έμεναν στα χέρια οι σάρκες της…».
Η μάρτυρας συνέχισε την περιγραφή λέγοντας ότι δεν υπήρχε καμία βοήθεια από κανέναν. «Περνούσαν οι ώρες και εμείς είμασταν αβοήθητοι μέσα στη θάλασσα, χωρίς να έχουμε δει ένα ελικόπτερο, κάτι. Ήταν σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας, στο απόλυτο σκοτάδι, προσπαθούσαμε με τα χίλια ζόρια να μείνουμε ζωντανοί. Εν καιρώ ειρήνης να ζούμε αυτόν τον πόλεμο, να είμαστε έξι ώρες αβοήθητοι μέσα στη θάλασσα, να παίρνουμε τηλέφωνα Πυροσβεστική, Λιμενικό και να μην απαντά κανείς. Βγήκαμε στην ακτή όταν είχαν καεί όλα. Τρέμαμε σαν τα ψάρια…».
«Εκεί είδαμε το απόλυτο χάος. Μετά από 6,5 ώρες δεν υπήρχε ένα ασθενοφόρο, δεν υπήρχε κάποιος να μας δώσει ένα μπουκάλι νερό, μια κουβέρτα, ήμασταν κατάμαυροι, τρέμαμε. Πού είναι το κράτος, πού είναι η οργάνωση; Ήρθε ένας λιμενικός και λέει να μας κάνει καταγραφή. Του λέω το όνομά μου, απαντά ότι δεν έχει χαρτί! Μας έκαναν την καταγραφή σε ένα φύλλο εφημερίδας που είχε ο Ιταλός. Σε ένα φύλλο της Corriere della sera! Ζητήσαμε να πάρουμε ένα τηλέφωνο στους δικούς μας και μας είπε ότι δεν είχε μπαταρία και να πάμε παρακάτω».
Η μάρτυρας ξέσπασε κατά των υπευθύνων και κλαίγοντας φώναξε: «Είναι απαράδεκτο και αισχρό να μην υπάρχει κάποιος να φορά παντελόνια και να πει "συγγνώμη" από την καρδιά του και να πει "φταίξαμε". Ψάχνουμε δικαιοσύνη για τους 104 που κάηκαν φριχτά. Μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια. Έσβησαν εν καιρώ ειρήνης σαν να είχαμε πόλεμο. Να μην το ζήσει ποτέ κανείς».
Ο Άγγελος Σιαπκάρας, ο οποίος έχασε την κόρη του κατέθεσε :
«Την ημέρα της φωτιάς η κόρη μου ξύπνησε τον γαμπρό μου από τους καπνούς. Αποφάσισαν να φύγουν. Ο γαμπρός μου πήρε το παιδί του και έφυγε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου κάηκε… Εκατόν σαράντα βήματα δικά μου ήταν η θάλασσα και μέχρι να φύγουν το σπίτι είχε πάρει φωτιά. Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς έγινε και κάηκε η κόρη μου σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Αν κάποιος τους ειδοποιούσε πιο νωρίς ως όφειλε, θα είχε σωθεί η κόρη μου και τόσοι άλλοι. Αναπολεί τη μαμά του. "Θα ήθελα να μην είχε πεθάνει" έγραψε σε μια εργασία του στο σχολείο για τη μαμά του. Τώρα στις γιορτές μού είπε "παππού, να πάμε να πούμε τα κάλαντα στη μαμά" και πήγαμε πάνω από τον τάφο της να πούμε τα κάλαντα. Ξυπνάμε και κοιμόμαστε με αυτό».
O Ιωάννης Χαρδαλούπας, μίλησε για τον χαμό της μητέρας του και της αδελφής του.
«Γυρίζοντας το απόγευμα σπίτι είδα την αδερφή μου στον κήπο να ρίχνει ήδη νερό στα δέντρα. Κανένας δεν είχε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μου είπε "εδώ είναι Ελλάδα, πρέπει να τα κάνουμε όλα μόνοι μας, δεν είναι Νέα Υόρκη". Κάποια στιγμή είμαστε στην αυλή και πέρασε ένα περιπολικό και μας είπε "για καλό και για κακό φύγετε". Πήγαμε να πάρουμε τα αυτοκίνητα. Η αδερφή μου μπήκε στο ίδιο με τη μητέρα μου και εγώ ακολουθούσα με το δεύτερο αυτοκίνητο», είπε ο μάρτυρας.
Όπως εξήγησε, ο δρόμος προς τη λεωφόρο Μαραθώνος ήταν απροσπέλαστος από τις φλόγες. «Αν υπάρχει κόλαση, έτσι πρέπει να είναι» σχολίασε και περιέγραψε το απόλυτο κομφούζιο στους δρόμους. «Το αυτοκίνητο όπου επέβαιναν η αδερφή και η μητέρα μου ήταν φλεγόμενο. Τις έβαλα στο δικό μου αυτοκίνητο, ήταν καμένες. Βγήκα στη Μαραθώνος και πήγα στο Κέντρο Υγείας στη Νέα Μάκρη. Συνάντησα μπλόκο της Αστυνομίας και μου είπαν "θα πας μέσα από το Μάτι". Νόμιζα ότι κάτι ήξεραν. Μόλις μπήκα στο Μάτι κατάλαβα ότι αν δεν έπαιρνα την κατάσταση στα χέρια μου θα καιγόμασταν όλοι» είπε ο μάρτυρας, περιγράφοντας στη συνέχεια σκηνές ταινίας με τον ίδιο να κατευθύνεται με μεγάλη ταχύτητα στο αντίθετο ρεύμα. Φτάσαμε στο Μαρούσι, τις διασωλήνωσαν. Τις έχασα και τις δύο».