Καταπέλτης είναι το σκεπτικό της απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου για τον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Παππά, καθώς οι ανώτατοι δικαστές που τον καταδίκασαν με 13 ψήφους υπέρ, χωρίς καμία μειοψηφία, του αποδίδουν αντιθεσμικές, αντισυνταγματικές ενέργειες προκειμένου να επιτευχθεί το σχέδιο της τότε κυβέρνησης να αποκτήσει δικό της κανάλι, και ξεκαθαρίζουν ότι εκτελούσε εντολές του Αλέξη Τσίπρα.
Το σκεπτικό της απόφασης αριθμεί περί τις 2.000 και πλέον σελίδες, δεν αφήνει αμφιβολία για την αντιθεσμική δράση του Νίκου Παππά, αλλά και για το ότι ο ίδιος υλοποιούσε σχέδιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ενώ, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ήταν σε συνεχή επαφή και συνεννόηση με τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.
Οι ανώτατοι δικαστικοί, δεν διατηρούν την παραμικρή αμφιβολία ότι ο επιχειρηματίας Χρήστος Καλογρίτσας χρησιμοποιήθηκε, χωρίς να έχει την αναγκαία οικονομική δυνατότητα, ως «αχυράνθρωπος» για να επιτύχει η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ την απόκτηση καναλιού δικής της επιρροής.
Η καταδικαστική απόφαση για τον Νίκο Παππά ενέχει και πολιτική καταδίκη των πρακτικών που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για την απόκτηση καναλιού, ενώ ενδιαφέρον είναι το στοιχείο της απόφασης για συνέχιση των ερευνών από τη δικαιοσύνη σε ό,τι αφορά την κατάθεση της γραμματέως του επιχειρηματία Χρήστου Καλογρίτσα ότι «φάκελοι και τσάντες με χρήματα έφευγαν από το γραφείο Καλογρίτσα προς το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ» η οποία συνεχίζεται.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του επιχειρηματία Χρήστου Καλογρίτσα, ο οποίος καταδικάστηκε μαζί με τον Νίκο Παππά σε χρηματική ποινή 5.000 ευρώ, γίνονται δεκτοί στο σύνολό τους από το Ειδικό Δικαστήριο.
«Ο Νίκος Παππάς, με εξακολουθητικές ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις), επεδίωξε να υλοποιήσει τον σχεδιασμό που είχε καταστρωθεί από τον ίδιο, αλλά και από άλλα ηγετικά στελέχη του τότε κυβερνώντος κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ), τα στοιχεία των οποίων δεν έχουν εξακριβωθεί, με σκοπό την απόκτηση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία να τελούν υπό τον έλεγχό τους και να προωθούν τις πολιτικές θέσεις και ενέργειες της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του κατηγορούμενου».
«Ο Νίκος Παππάς ανέλαβε να υλοποιήσει τον σχεδιασμό του ίδιου και της κυβερνητικής ηγεσίας για την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού και εφημερίδας, παραβιάζοντας τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του για τήρηση του Συντάγματος και του νόμου, πείθοντας τον Χρήστο Καλογρίτσα να υπακούσει στις εντολές τους ως “πειθήνιο όργανό του”, ως “παρένθετος” τούτου, που θα εξασφάλιζε τη νομιμοφάνεια στις παράνομες και εξωθεσμικές ενέργειές του, ενώ ο ίδιος θα παρέμενε στο απυρόβλητο.»
Στον επίλογο της καταδικαστικής απόφασης, το Ειδικό Δικαστήριο συνοψίζει την παράνομη δράση του πρώην υπουργού.
«Ως κορυφαίος υπουργός, ο οποίος αναφερόταν απευθείας στον τότε πρωθυπουργό της χώρας και συνεννοείτο με την ηγεσία της κυβέρνησης, υπό το κράτος της ισχύος, της επιρροής και των διασυνδέσεων που διέθετε, ενεργώντας εξακολουθητικά με πράξεις και παραλείψεις, με πρόθεση παρέβη τα υπηρεσιακά απολύτως συνυφασμένα με την υπουργική του ιδιότητα καθήκοντα, σχεδιάζοντας και υλοποιώντας με αδιαφανείς διαδικασίες και αδιαφανές ιδιοκτησιακό καθεστώς την απόκτηση μέσω της δημοπρασίας και υπό τον μανδύα της νομιμότητας την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού, ο οποίος τυπικά μεν θα λειτουργούσε από τον συγκατηγορούμενό του, Χρήστο Καλογρίτσα, στην πραγματικότητα, όμως, και κατ’ ουσίαν θα τελούσε υπό τις εντολές του, την καθοδήγηση και τον έλεγχο αυτού και του κόμματός του, με σκοπό να περιποιήσει στον ίδιο ως κυβερνητικό στέλεχος παράνομη και θίγουσα την υπηρεσιακή χρηστότητα και καθαρότητα δύναμη επιρροής στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης ώστε να αποκτήσει αυτός και το κόμμα του, με αυτόν τον τρόπο, υπεροχή στον τομέα της επικοινωνίας και της ενημέρωσης του κοινού, βλάπτοντας τρίτους επιχειρηματίες που διεκδικούσαν άδεια για τηλεοπτικό σταθμό, αλλά και το κράτος ως εγγυητή της διαφάνειας της νομιμότητας του άνωθεν των σχετικών διαδικασιών και της πολυφωνίας.»
«Ο Νίκος Παππάς έχει αποκτήσει απόλυτη “κυριαρχία” στα της διενέργειας του διαγωνισμού και, διακατεχόμενος από αίσθηση υπεροψίας και ισχύος, ως κορυφαίος υπουργός που συνομιλούσε απευθείας με τον τότε πρωθυπουργό, περί τον Οκτώβριο του 2015 απευθύνθηκε στον Χρήστο Καλογρίτσα με τον οποίο διατηρούσε στενές φιλικές και οικογενειακές σχέσεις.»
Οι δικαστές αιτιολογούν και την απόφασή τους να επιβάλουν στον πρώην υπουργό Επικρατείας την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας για την παράβαση καθήκοντος. Είναι αμετανόητος, αν και ήταν ο ιθύνων νους, αναφέρουν στο σκεπτικό τους.
«Ο Νίκος Παππάς, όχι μόνο δεν συνειδητοποίησε την απαξία των παράνομων ενεργειών του ως υπουργού, αλλά, αντιθέτως, προκειμένου να αποσείσει τις σε βάρος του ποινικές ευθύνες, απέδωσε τα πάντα σε ενέργειες και πρωτοβουλίες του συγκατηγορουμένου του Χρήστου Καλογρίτσα, στις οποίες αυτός δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη, ισχυρισμός όμως που διαψεύδεται πανηγυρικά από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού από το οποίο αναδεικνύεται ότι ο Νίκος Παππάς διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο στις πράξεις αυτές. Αποτελεί (η επιβαλλόμενη ποινή) την ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του αφού ελήφθησαν υπόψιν η βλάβη που προξένησαν οι αξιόποινες πράξεις, η φύση, το είδος τους, τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεσή τους, ο τρόπος και οι μεθοδεύσεις που χρησιμοποιήθηκαν, σε συνδυασμό με την όλη στάση και διαγωγή του κατά τη διάρκεια και μετά από αυτές.»
Σε όλες του τις παράνομες ενέργειες, «ο Νίκος Παππάς ενεργούσε για τον εαυτό του, αλλά και για λογαριασμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ», ενώ στις προσπάθειες του να στηθεί το «ΣΥΡΙΖΑ Channel» ήταν «συνεπικουρούμενος από ομάδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ». Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σκεπτικό:
«Ο ανωτέρω σχεδιασμός του πρώτου κατηγορουμένου (Νίκου Παππά), που τελούσε υπό την έγκριση του κομματικού μηχανισμού, απέβλεπε στην ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού πανελλήνιας εμβέλειας μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας, αλλά και πολιτικής εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας που θα ελεγχόταν από τον Νίκο Παππά και τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και θα προωθούσε τις πολιτικές θέσεις και δράσης του κόμματος και της τότε κυβέρνησης, αλλά και του ίδιου ως υπουργού αυτής, με σκοπό την υπέρ αυτών άσκηση επιρροής στον πολιτικό προσανατολισμό της κοινής γνώμης.»
«Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016, ο Ν. Παππάς, ενεργώντας για τον εαυτό του, αλλά και για λογαριασμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενος τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις που διατηρούσε με τον συγκατηγορούμενό του, συνεπικουρούμενος από ομάδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ενισχύσει της αναγκαιότητα του εγχειρήματος, έχοντας πλήρη γνώση της αφοσίωσης του Χρ. Καλογρίτσα στην Αριστερά, μετά από επανειλημμένες συζητήσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα κυρίως στα επαγγελματικά γραφεία του δεύτερου κατηγορούμενου, αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο αυτός επισκεπτόταν συχνά, του ζήτησε να βοηθήσει στη δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού και στην έκδοση πολιτικής εφημερίδας.
Συγκεκριμένα, ο Ν. Παππάς ζήτησε από τον Χρ. Καλογρίτσα να “δανείσει” το όνομά του, δηλαδή να υποβάλει ο ίδιος αίτηση συμμετοχής στη δημοπρασία για την απόκτηση μίας εκ των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών και ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού, ενεργώντας όμως εν τοις πράγμασι για λογαριασμό του πρώτου κατηγορουμένου, Νίκου Παππά, ως δικό του παρένθετο πρόσωπο, σύμφωνα με τις οδηγίες και τις εντολές του. Και τούτο διότι ο πρώτος κατηγορούμενος, λόγω της υπουργικής ιδιότητάς του, δεν είχε το δικαίωμα να ασκήσει οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα, πολλώ δε μάλλον να μετάσχει σε επιχείρηση που θα διεκδικούσε μία εκ των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών.
Ο πρώτος των κατηγορουμένων ζήτησε επίσης από τον δεύτερο να χρηματοδοτήσει καταρχήν το ως άνω εγχείρημα, με τη ρητή υπόσχεση όμως ότι θα του επιστρέφονταν τα χρήματα. Μετά από επανειλημμένες συζητήσεις και συναντήσεις που έλαβαν χώρα μέχρι τις αρχές του 2016 στα γραφεία της επιχείρησης Καλογρίτσα, αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, παρουσία και άλλων κομματικών στελεχών, ο Χρ. Καλογρίτσας αποδέχθηκε την πρόταση και συγκεκριμένα αποδέχθηκε να ενεργήσει ως “καθοδηγούμενος” από τον συγκατηγορούμενό του για να βοηθήσει στην υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος.
Μάλιστα, παρότι ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χρ. Καλογρίτσας) κατά τον χρόνο αυτόν αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του ίδιου και της οικογένειάς του μετά από διενεργηθέντα φορολογικό έλεγχο -ο οποίος εκ των υστέρων δικαιώθηκε με δικαστικές αποφάσεις- δέχθηκε να στηρίξει την πρόταση του συγκατηγορουμένου του Νίκου Παππά έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στην υπόσχεσή του ότι “χρήματα υπάρχουν και θα βρεθούν”».
Για τις κυβερνητικές αρμοδιότητες, οι δικαστές αναφέρουν ότι ο Νίκος Παππάς είχε επωμιστεί, υποκαθιστώντας το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, την υπηρεσιακή αρμοδιότητα της όλης διαγωνιστικής διαδικασίας που θα κατέληγε στη χορήγηση τηλεοπτικών αδειών, κατά τρόπο που θα διασφάλιζε απολύτως τις αρχές της νομιμότητας, της αντικειμενικότητας, της πολυφωνίας, της διαφάνειας και του υγιούς ανταγωνισμού και θα απέτρεπε οποιαδήποτε κυβερνητική ή κομματική επιρροή ή παρέμβαση ώστε να εξασφαλιστούν όλες οι ρυθμιστικές συνθήκες που ήταν απαραίτητες προκειμένου να λειτουργήσει με τον πλέον αντικειμενικό, διαφανή και αποτελεσματικό τρόπο η αγορά των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα.
Οφειλε, επομένως, σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση, ως όργανο του κράτους που η εξουσία του απέρρεε από τον λαό και προς όφελος του οποίου έπρεπε να την ασκεί, να τηρεί κατά γράμμα τις συνταγματικές επιταγές και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα ήταν αντίθετη στις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις. Επιπροσθέτως, κατά τους δικαστές, όφειλε να περιφρουρεί και να ελέγχει τις ενέργειες των οργάνων στα οποία ο ίδιος είχε αναθέσει της τήρηση των διαδικασιών της διενέργειας της δημοπρασίας, ήτοι τα στελέχη και τους υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας που αποτελεί δημόσια υπηρεσία της οποίας προΐσταται .
«Από τα δικαιολογητικά έγγραφα ουδόλως προέκυπτε ότι η εταιρεία είχε στη διάθεσή της χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τη χρηματοδότησή της ώστε να μπορέσει να καταβάλει ακόμη και την πρώτη δόση του τιμήματος της άδειας. Αυτά εγκαίρως θα μπορούσε να τα διαπιστώσει η πενταμελής επιτροπή αν προέβαινε σε στοιχειώδη έλεγχο των εγγράφων.
Καταδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι η πενταμελής ειδική επιτροπή διενέργειας του διαγωνισμού, παρότι απαρτιζόταν από πρόσωπα υψηλού μορφωτικού επιπέδου, επέδειξε πρωτοφανή επιπολαιότητα και προχειρότητα ως προς τον έλεγχο των επαρκών διαθέσιμων κεφαλαίων της εταιρείας, τόσο στο αρχικό στάδιο όσο στη συνέχεια, μετά τη διενέργεια της δημοπρασίας, κατά τον δήθεν πρόσθετο έλεγχο της εταιρείας για την επάρκεια της προέλευσης και του τρόπου απόκτησης των οικονομικών μέσων. Η απαλλαγή των μελών της πενταμελούς επιτροπής διενέργειας διαγωνισμού και του επικεφαλής γραμματέα Ενημέρωσης και Επικοινωνίας από την κατηγορία της ψευδούς βεβαίωσης περί του ότι η εταιρεία Καλογρίτσα πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις ως προς την οικονομική επάρκειά της για τη συμμετοχή της στη δημοπρασία, δεν αποκλείει τη διαπίστωση στην οποία άγεται το δικαστήριο τούτο ότι τα πρόσωπα αυτά υπέδειξαν σοβαρού βαθμού αμέλεια και πλήρη ανευθυνότητα ως προς την εκτέλεση των τεθέντων σοβαρών καθηκόντων.»
Σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστές, «με τη στάση του ο Νίκος Παππάς επιχειρούσε σκοπίμως να συγκαλύψει την πραγματική οικονομική κατάσταση του συγκατηγορουμένου του και πάση θυσία την εμπλοκή του στη συμφωνία με την εταιρεία CCC σχετικά με τη χρηματοδότηση του συγκατηγορουμένου του».
Στην απόφαση γίνεται λόγος και εκτενής αναφορά στην εικονική σύμβαση υπεργολαβίας με τον λιβανέζικο όμιλο CCC και τα ραντεβού με τον εκ των επικεφαλής του ομίλου Σάμερ Χούρι, στο πλαίσιο της ανεύρεσης μιας νομιμοφανούς λύσης για τη χρηματοδότηση του Χρήστου Καλογρίτσα, τόσο για το ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ ώστε να εκδοθεί η απαιτούμενη για τη συμμετοχή της εταιρείας του γιου του ισόποση εγγυητική επιστολή όσο και για να καταβληθεί η πρώτη δόση της άδειας.
Στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης γίνεται ακόμα λόγος για την τραπεζική χρηματοδότηση που εξασφαλίστηκε στον Χρήστο Καλογρίτσα από την έκδοση εγγυητικής επιστολής υπό συνθήκες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως προκλητικά χαριστικές υπέρ του Χρήστου Καλογρίτσα, ως «σπρώξιμο» αυτού προκειμένου να επιτευχθεί η συμμετοχή του γιου του στη δημοπρασία για την υλοποίηση του σχεδιασμού.
Αναφέρεται στην απόφαση: «Η εταιρεία Ιωάννης Βλαδίμηρος Καλογρίτσας, και με τη συνδρομή του πατέρα του σε εκτέλεση των εντολών του Νίκου Παππά, συστάθηκε με μετοχικό κεφάλαιο 8 εκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο το ποσό αυτό δεν το διέθετε ούτε ο πατέρας ούτε ο γιος και αποκτήθηκε με μεθοδεύσεις στις οποίες συμμετείχε και η Τράπεζα Αττικής με δύο δανειακές συμβάσεις.»
Η παρέμβαση του Νίκου Παππά και στην τράπεζα ώστε να εξασφαλιστεί η εγγυητική επιστολή λίγο πριν εκπνεύσει η προθεσμία αποδείχθηκε από όλα τα στοιχεία, μεταξύ αυτών και τα SMS Παππά – Καλογρίτσα, σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστές.
Αναφέρουν στην απόφασή τους: «Ο Νίκος Παππάς παρενέβη στην Τράπεζα Αττικής προκειμένου όλως εσπευσμένως να ολοκληρωθεί η διεκπεραίωση των τραπεζικών διαδικασιών εντός ελάχιστων ωρών, με ταχύτητα η οποία υπερβαίνει τις δυνατότητες και του πλέον επιμελούς τραπεζικού υπαλλήλου, και να εκδοθεί η επίμαχη εγγυητική επιστολή ώστε να κατατεθεί εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας. Η καθοριστική παρέμβαση του Νίκου Παππά για την έγκαιρη πίστωση των χρημάτων και την ταχύτατη διεκπεραίωση των τραπεζικών διαδικασιών ώστε να καταστεί εφικτή η έκδοση της επίμαχης εγγυητικής επιστολής επιβεβαιώνει τη μεσολάβηση και τον συντονιστικό ρόλο του Νίκου Παππά. (…) Ολα τα ανωτέρω περιστατικά ενισχύουν κατά τρόπο μη επιδέχοντα οποιασδήποτε αμφιβολίας την κρίση ότι εικονικώς και μόνον καταρτίστηκε η συγκεκριμένη συμφωνία υπεργολαβίας και από το περιεχόμενο της σύμβασης μόλις δύο σελίδες το οποίο δεν συνάδει έστω και με έργο μικρής αξίας, πολλώ μάλλον όταν αφορά δήθεν εκτέλεση ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών σε εμπορικό κέντρο στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αξίας 45 εκατομμυρίων δολαρίων.»