Ο 40χρονος Βούλγαρος παραδέχτηκε την εμπλοκή του στο έγκλημα και περιέγραψε λεπτό προς λεπτό πώς στήθηκε το σχέδιο που κατέληξε στην εκτέλεση του άτυχου καθηγητή. Ο κατηγορούμενος, που ζει τα τελευταία 20 χρόνια στην Ελλάδα και εργάζεται σε ψησταριά στο Ναύπλιο, αποκάλυψε πως όλα ξεκίνησαν από την επιμέλεια των δύο παιδιών της συντρόφου του δράστη, Νάντιας, τα οποία ο Πολωνός καθηγητής — πρώην σύζυγός της — ήθελε να πάρει μαζί του στο εξωτερικό.
«Πριν 4-5 χρόνια γνώρισα τον Χ.Δ. μέσω ενός φίλου μου αστυνομικού και από τότε κάναμε παρέα όποτε ερχόταν στο Ναύπλιο. Τώρα έχει σχέση με τη Νάντια, που είναι χωρισμένη και έχει δύο παιδιά από τον Πολωνό που πέθανε. Ο Χρήστος μου είπε ότι ο Πολωνός ήθελε να πάρει τα παιδιά στο εξωτερικό. Γι’ αυτό έγιναν όλα αυτά, για την επιμέλεια», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Βούλγαρος.
Όπως είπε, ο Χρήστος τον πλησίασε πριν από περίπου 1,5 μήνα ζητώντας του να βρει όπλο, «για να τον φοβίσει». «Εγώ του είπα ότι δεν μπορώ να του βρω», ισχυρίστηκε. Λίγο αργότερα, μέσω βιντεοκλήσης, ο δράστης τον ενημέρωσε ότι «βρήκε αυτό που ήθελε», χωρίς να διευκρινίσει τι ακριβώς.
Την παραμονή της δολοφονίας, ο δράστης εμφανίστηκε ξαφνικά στο Τολό και ζήτησε από τον κατηγορούμενο να του βρει άτομα για να τον μεταφέρουν στην Αθήνα ώστε να «τρομάξει και να απειλήσει τον Πολωνό». Ο ίδιος επικαλέστηκε τη δουλειά του και αρνήθηκε να τον συνοδεύσει, ωστόσο τον έφερε σε επαφή με δύο φίλους του, έναν Αλβανό και έναν ακόμη άνδρα. «Για τη βοήθειά μας μάς έδωσε από 1.000 ευρώ στον καθένα», σημείωσε.
Σύμφωνα με την απολογία, την επόμενη ημέρα ο δράστης και οι δύο συνεργοί του έφυγαν για Αθήνα, ενώ ο ίδιος κράτησε το αυτοκίνητο και το κινητό του Χρήστου, ώστε να δείχνει ότι βρίσκεται στο Ναύπλιο.
Λίγες ώρες μετά τη δολοφονία, ο δράστης επέστρεψε στο Ναύπλιο εμφανώς αναστατωμένος. «Ήρθε στη δουλειά μου γύρω στις 19.00. Ήταν σαν να είχε δει φάντασμα. Ήταν ξυπόλητος, κρατούσε μαύρα παπούτσια και δεν φορούσε μπλούζα», κατέθεσε. Ο ίδιος του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε πετάξει το όπλο και τα ρούχα του σε κάδο σκουπιδιών κοντά στο σημείο της δολοφονίας και είχε φτάσει στο Ναύπλιο με ταξί, αφού πρώτα άλλαξε λεωφορεία και πέρασε από γνωστό του στο Χαϊδάρι.
Στη συνέχεια, σύμφωνα με τον Βούλγαρο, ο δράστης τους υποσχέθηκε ποσά από 40.000 έως 50.000 ευρώ για τη συμμετοχή τους, χρήματα που θα εξασφάλιζε η ίδια η Νάντια. «Μας είπε ότι όλα έγιναν για λογαριασμό της και ότι εκείνη του ζήτησε να σκοτώσει τον πρώην άντρα της για να μην της πάρει τα παιδιά», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η έρευνα της αστυνομίας συνεχίζεται, με τις αρχές να εξετάζουν εξονυχιστικά το ρόλο όλων των εμπλεκομένων, ενώ στο μικροσκόπιο βρίσκεται πλέον και η Νάντια, που φέρεται — κατά τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου — να βρίσκεται πίσω από το σχέδιο δολοφονίας.
«Ηταν ένας περίεργος και κακός άνθρωπος. Δεν συμπεριφερόταν καλά ούτε στη Ν…(σ.σ. 43χρονη) ούτε στα παιδιά… είχε πολλά λεφτά και μεγάλες άκρες και φοβόμασταν ότι στο τέλος θα τα έπαιρνε εντελώς τα παιδιά… πριν ενάμιση μήνα πήρα την απόφαση να τελειώσω αυτό το μαρτύριο που βιώναμε μια και καλή…». νΜε αυτά τα λόγια, ο 35χρονος φυσικός αυτουργός της δολοφονίας του Πολωνού καθηγητή, περιέγραψε στους αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής, τα κίνητρα που πυροδότησαν το άγριο έγκλημα.
Ο καθ’ ομολογία δολοφόνος δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει ακόμα και τον 14χρονο γιο του, τον οποίο κάλεσε μέσω διαδικτυακής εφαρμογής (Signal), ζητώντας του να τον ενημερώσει για την άφιξη του θύματος στο σημείο της δολοφονικής επίθεσης.
Μόλις μια ημέρα πριν τη δολοφονία, στις 3 Ιουλίου, το δικαστήριο είχε γνωστοποιήσει στην 43χρονη ηθική αυτουργό ότι είχε απορριφθεί η αίτησή της για ασφαλιστικά μέτρα, προκειμένου να απαγορευτεί το ταξίδι των παιδιών της με τον πατέρα τους στις ΗΠΑ. Ο καθηγητής είχε τη δυνατότητα με δικαστική απόφαση να βλέπει τα δίδυμα παιδιά δύο φορές το χρόνο και συγκεκριμένα για ένα μήνα το καλοκαίρι και τα Χριστούγεννα, όμως η πρώην σύζυγος του ήθελε να το αποτρέψει επικαλούμενη αγχώδεις διαταραχές των παιδιών που σχετίζονταν με τη συνύπαρξή τους με τον πατέρα τους. Ετσι, φέρεται να έβαλε άμεσα σε εφαρμογή το σχέδιο εξόντωσής του.
Παρασκευή 4 Ιουλίου. Ωρα 14:00. Ο 43χρονος καθηγητής έχει μόλις ολοκληρώσει συνεδρία σε παιδοψυχολόγο στο Χαϊδάρι, μαζί με την πρώην σύζυγό του και τα δύο παιδιά. Μπαίνει σε ταξί και πραγματοποιεί βιντεοκλήση με τη μητέρα του. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, αναφέρει ότι η 43χρονη τον φωτογράφισε με το κινητό της τηλέφωνο την ώρα που έμπαινε στο όχημα. Οι εικόνες που εντοπίστηκαν στη συσκευή της 43χρονης, εκτιμάται ότι χρησιμοποιήθηκαν για να γνωρίζει ο δράστης τα ρούχα που φορούσε ο στόχος του. Το θύμα φαίνεται ότι υποψιάστηκε πως κάτι δεν πάει καλά, όμως δεν περίμενε τι θα ακολουθήσει.
Με φόντο τη διαμάχη του πρώην ζευγαριού, ο 35χρονος φυσικός αυτουργός της δολοφονίας, φέρεται στο παρελθόν να είχε απειλήσει το θύμα, ότι θα προσλάβει άτομο για να τον «φτιάξει». Μάλιστα τον Μάιο του 2024 τον είχε χτυπήσει και τότε ο 43χρονος είχε υποβάλει μήνυση για σωματική βλάβη και απειλή.
Το ζευγάρι είχε αποκτήσει πριν από τον χωρισμό δύο σπίτια στην Αμερική, για το καθένα από τα οποία είχαν ιδρύσει εταιρία προκειμένου να τα διαχειρίζονται ως Airbnb. Σύμφωνα με τον αδελφό του θύματος, η 43χρονη είχε επιχειρήσει μέσα στο 2025, να αδειάσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς αυτών των εταιριών, χωρίς να τα καταφέρει, λόγω περιορισμών από την τράπεζα.
Την 1η Ιουλίου, κατά τη διάρκεια φαγητού που είχε το θύμα με την πρώην σύζυγο, τον σύντροφό της και τα παιδιά τους, η 43χρονη ανέφερε στο θύμα ότι είχε χρέη 50.000 ευρώ.
Βιντεοληπτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από τους αστυνομικούς του Ελληνικού FBI, αποτυπώνει τους δράστες να προσεγγίζουν και να διαφεύγουν από το σημείο της δολοφονίας, με ένα αυτοκίνητο μάρκας Porsche Cayenne. Το όχημα ήταν ιδιοκτησίας εταιρίας ενοικιάσεως οχημάτων. Η ενοικίαση είχε γίνει στο όνομα του 24χρονου Αλβανού συλληφθέντα, ο οποίος πήγε να παραλάβει το όχημα με έναν 16χρονο ομοεθνή του και τον 35χρονο δράστη την ημέρα της δολοφονίας.
Αμέσως μετά την παραλαβή του αυτοκινήτου, οι δράστες κατευθύνθηκαν απευθείας στην περιοχή του Χαϊδαρίου, όπου βρισκόταν σε εξέλιξη η συνεδρία του Πολωνού καθηγητή, όμως τελικά δεν πραγματοποίησαν εκεί τη δολοφονική επίθεση, αλλά αποχώρησαν προς την Αγία Παρασκευή. Η Porsche στάθμευσε σε δρόμο που υπήρχε ορατότητα του σημείου παραλαβής των παιδιών στην οδό Ειρήνης και αποχώρησε στις 16:10, λίγα δευτερόλεπτα πριν από τη δολοφονία. «Είχαμε κανονίσει να με περιμένουν, αυτοί μόλις με είδαν να πυροβολώ με παράτησαν εκεί», ανέφερε χαρακτηριστικά στους αστυνομικούς ο 35χρονος.
«Είπα στον Γ. (όνομα Βούλγαρου συνεργού) να κάνει καμία βόλτα με το αμάξι μου στο Ναύπλιο να φαίνεται ότι είμαι εκεί και μάλιστα άφησα το κινητό μου μέσα στο αυτοκίνητο για να αφήσει ίχνη», περιγράφει σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ο δράστης. Οπως διαπιστώθηκε κατά την έρευνα των Αρχών, την ημέρα της δολοφονίας το κινητό τηλέφωνο του εξέπεμπε σήμα στο… Ναύπλιο, καθώς με αυτό τον τρόπο ήθελε να αποπροσανατολίσει τις Αρχές.
Πριν δολοφονήσει τον καθηγητή, ο 35χρονος χρησιμοποιώντας ένα από τα κινητά των συνεργών του, επικοινώνησε με τον 14χρονο γιο του, παίρνοντας πληροφορίας για την άφιξη του καθηγητή. Ο 14χρονος επιβεβαίωσε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον πατέρα του, ωστόσο έχει αλλάξει τηλεφωνική σύνδεση (κάρτα Sim), ενώ έχει «διαγράψει» και την εφαρμογή Signal.
«Θέλω να εκφοβίσω κάποιον που βίαζε τα παιδιά του», φέρεται να είπε ο 35χρονος στον Βούλγαρο συνεργό του, προκειμένου να ζητήσει τη βοήθειά του. Για τον λόγο αυτό μάλιστα, ο 35χρονος του πρόσφερε 2.000 ευρώ. Ο Βούλγαρος, τον έφερε σε επαφή με τους άλλους δύο συνεργούς από την Αλβανία. «Εδωσα και στους δύο 1.500 ευρώ και έβγαλα από το αυτοκίνητό μου μια σακούλα, η οποία μέσα είχε το όπλο και τους την έδωσα να τη φυλάνε», αναφέρει ο δράστης στους αστυνομικούς. Το πιστόλι tokarev, όπως είπε, το είχε αγοράσει από Ρομά, στην περιοχή της Ομόνοιας.
Ο 30χρονος Βούλγαρος είχε εκμυστηρευτεί στον 24χρονο Αλβανό συνεργό ότι ο 35χρονος πήρε πολλά χρήματα από την οικονομολόγο για τη δολοφονία και πως και ο ίδιος θα έπαιρνε 50.000 με 60.000 ευρώ. Επίσης ανέφερε ότι υπεύθυνη για τη δολοφονία είναι η 43χρονη και πως αν αυτοί είχαν «μπλεξίματα», θα πλήρωνε αυτή τη νομική τους υποστήριξη.
Πηγή