Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Κύριε Πρόεδρε, επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μία ιστορική αναφορά. «Μέχρι τίνος το Ελληνικόν αυτό Κράτος, έχον σπιθαμιαίον το σώμα και υπερμεγέθη κεφαλήν, θέλει -ως ραχιτικόν, ως εκτρωματαίον ανθρωπάριον- κινεί την οικουμένην ως εις γέλωτα;». Όταν ο Αλέξανδρος Σούτσος διατύπωνε το 1848, αυτό το καυστικό σατιρικό ερώτημα, το ελληνικό κράτος είχε μόλις ενηλικιωθεί. Δυστυχώς, 170 χρόνια μετά, θα μπορούσε, κανείς σε ένα βαθμό να κάνει την ίδια περιγραφή: Κράτος με μεγάλο κεφάλι και σώμα σπιθαμής. Ένα Κράτος που συχνά εξακολουθεί να προκαλεί και δάκρυα απόγνωσης στους πολίτες του. Και αυτό το κράτος έχουμε, επιτέλους, χρέος να το αλλάξουμε! Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με τρία στιγμιότυπα τα οποία δεν θα αργήσουν να φανούν στη δημόσια ζωή:
Εικόνα πρώτη: Ένα Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικά και προγραμματισμένα μια φορά το μήνα, υλοποιώντας το κυβερνητικό σχέδιο. Οι Υπουργοί νομοθετούν και τα χρονοδιαγράμματα παρακολουθεί ένα ηλεκτρονικό σύστημα το «Μαζί». Ενώ τον συντονισμό έχει ο Πρωθυπουργός και το επιτελείο του, όπως συμβαίνει σε όλες τις σοβαρές χώρες του κόσμου.
Εικόνα δεύτερη: Το Κράτος διαθέτει, πλέον, έναν απλό Κώδικα Λειτουργίας που συμπυκνώνει και απλοποιεί όλες τις διάσπαρτες διατάξεις 40 ετών. Διοικείται ως προς το υπηρεσιακό του σκέλος από Υπηρεσιακούς Γενικούς Γραμματείς της ιεραρχίας του Δημοσίου. Η λειτουργία του είναι διαφανής και ηλεκτρονική. Και αυτό το εγγυάται μία ενιαία Αρχή Ελέγχου σε όλα τα επίπεδα.
Και εικόνα τρίτη και πιο σημαντική: Ένας πολίτης ο οποίος παύει πια να είναι όμηρος της γραφειοκρατίας. Πολλές ατομικές διοικητικές πράξεις, όλες ουσιαστικά, γίνονται πια με την υπογραφή γενικού διευθυντή και όχι του πολιτικού του προϊσταμένου. Και σταματούν οι ουρές, αφού οι επαφές με το Κράτος γίνονται, πλέον, μόνο ηλεκτρονικά.
Οι τρεις αυτές σκηνές περιγράφουν, ουσιαστικά, το περιεχόμενο και τους στόχους του αυτού που αποκαλούμε Επιτελικό Κράτος. Ξεκινάμε από «τα του οίκου μας», από το πώς δηλαδή λειτουργεί η ίδια η Κυβέρνηση. Πρόκειται για την πρώτη μεθοδική και συστηματική αναδιοργάνωση της δράσης της. Συνεχίζουμε με την ανάταξη του «μεγάλου ασθενούς», που είναι το ίδιο το Κράτος. Μέσω μιας συνολικής τομής στην ίδια τη λειτουργία της Διοίκησης. Και οι δύο αυτές παρεμβάσεις υπηρετούν τέσσερις μεγάλες αλλαγές σε ολόκληρη τη δημόσια ζωή:
Πρώτον. Η Κυβέρνηση γίνεται συλλογική, αλλά ταυτόχρονα αποτελεσματική και γρήγορη. Τα υπουργεία αντί να δρουν ως ξεχωριστά φέουδα εντάσσουν τις ενέργειές τους σε έναν κοινό προγραμματισμό. Το Υπουργικό Συμβούλιο ψηφίζει, πια, για όλα. Και η κάθετη δομή της Προεδρίας της Κυβέρνησης συνδράμει τον Πρωθυπουργό στο ρόλο που του δίνει το Σύνταγμα.
Δεύτερον. Η Δημόσια Διοίκηση αποκομματικοποιείται και τα στελέχη της αναβαθμίζονται. Σε κάθε Υπουργείο θεσμοθετείται Υπηρεσιακός Γενικός Γραμματέας με τριετή θητεία, ο οποίος επιλέγεται αποκλειστικά από το ΑΣΕΠ. Και το πιο σημαντικό, ο Γενικός Διευθυντής αποκτά δικαίωμα υπογραφής σε ατομικές διοικητικές πράξεις.
Τρίτον. Η γραφειοκρατία εκτιμάται ότι είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Έχει κόστος 7% του Α.Ε.Π. Παράγαμε τα τελευταία χρόνια, κατά μέσο όρο, ένα νόμο την εβδομάδα και μεταξύ τεσσάρων και πέντε Προεδρικά Διατάγματα. Λύνεται αυτό το πρόβλημα -αντιμετωπίζεται τουλάχιστον- με μία Ειδική Γραμματεία, η οποία έχει ως αποκλειστικό σκοπό την ενοποίηση ρυθμίσεων, μελετώντας εγκαίρως τις συνέπειές τους, διορθώνοντας τυχόν αστοχίες. Ο σκοπός είναι -και φαντάζομαι θα συμφωνήσουμε σε αυτό- να έχουμε λιγότερους, αλλά καλύτερους νόμους.
Τέλος, τα μέλη της πολιτικής και διοικητικής ηγεσίας εργάζονται πια στο φως του αποτελέσματος. Όλοι υπογράφουν συμβόλαια απόδοσης, ενώ ειδικά ασυμβίβαστα αποκλείουν τη σύγκρουση συμφερόντων. Καθιερώνεται η Εθνική Αρχή Διαφάνειας, όπου συγκεντρώνονται έξι διάσπαρτα σώματα ελέγχου. Θα επανέλθω σ’ αυτό το θέμα στη συνέχεια.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δικαίως το νομοσχέδιο αυτό χαρακτηρίστηκε ως ένα «εγχειρίδιο» για την αποτελεσματική δράση της κυβερνητικής δομής. Και πιστεύω ότι και δίκαια κάποιοι το αποκάλεσαν ένα «ριζοσπαστικό μοντέλο» για ένα λειτουργικό Kράτος του 21ου αιώνα. Δεν πρόκειται, ωστόσο, μόνο για ένα οργανωτικό σχήμα το οποίο «τακτοποιεί» καλύτερα τη δημόσια λειτουργία. Αποτελεί μία σημαντική πολιτική πρωτοβουλία, η οποία τελικά έχει και ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο και ένα σύνολο παράλληλων μεταρρυθμίσεων για τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Γι’ αυτό, άλλωστε, επιλέξαμε το νέο Επιτελικό Κράτος να είναι το δεύτερο από τα τρία εμβληματικά νομοσχέδια των πρώτων εβδομάδων της θητείας μας.
Σήμερα, όλες οι έρευνες αποδεικνύουν ότι η ευημερία των κρατών και των λαών τους δεν εξαρτάται μόνο από τη γεωγραφική θέση, από τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, από τον πολιτισμό τους. Εξαρτάται εξίσου από την ποιότητα των πολιτικών και των οικονομικών τους θεσμών. Όσο πιο εύρωστη και λειτουργική είναι μια Δημοκρατία, τόσο πιο πλούσια είναι μια χώρα. Και είναι αυτοί, τελικά, οι θεσμοί που καθορίζουν το συντηρητικό ή προοδευτικό τους πρόσημο.
Υπέρ ποιου λειτουργεί, άραγε, μία εκτελεστική εξουσία με σαφείς αρμοδιότητες και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, που δεν θα διαταράσσεται από αλλαγές κυβερνήσεων ή ακόμα και από ανασχηματισμούς; Και ποιον ευνοεί τελικά μία Δημόσια Διοίκηση που δρα γρήγορα, αλλά έχει αντίβαρα ελέγχου κάθε πράξης της; Και ποιος τελικά ωφελείται από την εξάλειψη αυτού του τεράστιου και σιωπηλού κόστους, που λέγεται «δυσπιστία», έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση, αλλά και προς το κράτος και τους θεσμούς συνολικά;
Κακά τα ψέματα! Στις δημοκρατίες, ο πολυτιμότερος πόρος είναι η πίστη των πολιτών στους θεσμούς που ορίζουν τους κανόνες που διέπουν τη ζωή τους. Είναι η συγκολλητική ουσία κάθε κοινωνίας. Αλλά είναι και προϋπόθεση εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών που, με τη σειρά της, θα μεταφραστεί σε ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας προς όφελος των πολλών. Ο συμβιβασμός με παλιές παθογένειες, σήμερα σημαίνει συντήρηση. Ενώ η αποκατάσταση σύγχρονων και λειτουργικών θεσμών είναι μία επιλογή προοδευτική. Από την άλλη πλευρά, μία Κυβέρνηση κατακερματισμένη και ένα κράτος πολυδαίδαλο δεν βοηθούν μια χώρα που ζητά να αφήσει πίσω της την κρίση. Η πρώτη, η Κυβέρνηση η κατακερματισμένη μπορεί να αποφασίζει, χωρίς όμως να πράττει. Και το δεύτερο, το πολυδαίδαλο κράτος μπορεί σίγουρα να διογκώνεται και να κοστίζει, χωρίς να παράγει. Η διαιώνισή τους, λοιπόν, σηματοδοτεί θέση συντηρητική, ενώ η αναζήτηση κεντρικής εξουσίας, αλλά και Διοίκησης που δίνουν λύσεις στα προβλήματα των πολιτών, αποτελεί σήμερα πραγματικά προοδευτικό αίτημα. Θα το ξαναπώ: Πρόοδος σήμερα, σημαίνει πάνω από όλα αποτέλεσμα, σημαίνει να κάνουμε τις ζωές των πολιτών μας καλύτερες.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ολοι όσοι έχουμε υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις, γνωρίζουμε ότι οι αλλαγές που προωθούνται, συχνά χωρίς σωστό σχεδιασμό και υποστήριξη, είναι καταδικασμένες να μείνουν στα χαρτιά. Το διαπιστώσαμε αυτό, όλα τα προηγούμενα χρόνια. Όταν διακηρύξεις που ήχησαν ως και επαναστατικές, ξεχάστηκαν γρήγορα. Και μεγαλεπήβολα σχέδια βρέθηκαν αμέσως σε λιμνάζοντα νερά. Δεν νομοθετούμε σε κοινωνικό και θεσμικό κενό. Ξέρουμε καλά τις δυσκολίες και δεν υποτιμούμε τις δυσκαμψίες. Και για να εισάγουμε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, μελετήσαμε πολύ προσεκτικά τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις και συμβουλευτήκαμε επισταμένα τη διεθνή εμπειρία. Σε προηγμένες χώρες, μέτρα όπως αυτά τα οποία εισάγουμε σήμερα προς ψήφιση, ισχύουν από καιρό. Και, βέβαια, συζητήσαμε αρκετά πριν το παρόν νομοσχέδιο φτάσει στην Ολομέλεια προς ψήφιση. Οι αλλαγές που έγιναν δεκτές στην αρμόδια επιτροπή από τον αρμόδιο Υπουργό, παρατηρήσεις φορέων, παρατηρήσεις της Αντιπολίτευσης -πολλές έγιναν δεκτές- αποδεικνύουν ότι αυτή η Κυβέρνηση ξέρει να ακούει. Πως όταν μιλά για διαβούλευση εντός του Κοινοβουλίου, το εννοεί. Και πως η αναζήτηση συναίνεσης αποτελεί μόνιμο στόχο της. Όχι για να περνά πιο εύκολα ένα νομοσχέδιο. Εξάλλου έχουμε μία δυνατή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αλλά γιατί ο σκοπός της διαβούλευσης στη Βουλή, είναι τα νομοσχέδια να βελτιώνονται. Και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο έρχεται προς ψήφιση στην Ολομέλεια, διαφορετικό απ’ ό,τι ήταν όταν εισήχθη στην Επιτροπή. Και αυτό για μας είναι μία νίκη του πολιτικού διαλόγου, είναι μία νίκη συνολικά του κοινοβουλευτισμού.
Και αυτή είναι κύριε Πρόεδρε η πρακτική που θα ακολουθήσει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καθ’ όλη τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών περιόδων που θα απολαμβάνουμε της εμπιστοσύνης της Βουλής και θα νομοθετούμε. Γιατί θέλουμε η δουλειά που γίνεται στις Επιτροπές, η δουλειά που γίνεται στην Ολομέλεια να είναι ουσιαστική. Είχα και εγώ την ευκαιρία να παρακολουθήσω λίγο τη συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή και η εικόνα που είχα -και σ’ αυτό συνέδραμαν όλοι οι Βουλευτές- ήταν μια εικόνα μιας αναβαθμισμένης συζήτησης, ως προς την ποιότητα, αλλά και ως προς το ήθος και το ύφος του πολιτικού διαλόγου. Εύχομαι πραγματικά αυτό να συνεχιστεί και στη συνέχεια.
Ενσωματώνουμε, λοιπόν, κάθε γόνιμη άποψη. Σκοπός μας είναι να μεταρρυθμίζουμε χωρίς να κατεδαφίζουμε. Διεκδικούμε, όμως, και τη συνέχεια. Είμαστε υποχρεωμένοι να αλλάξουμε το Κράτος ενόσω αυτό λειτουργεί. Και από όλα τα παραπάνω, κυρίες και κύριοι, νομίζω ότι προκύπτουν σαφώς το πολιτικό περιεχόμενο, αλλά και η κοινωνική στόχευση του Επιτελικού Κράτους. Το ίδιο και η διάθεσή μας για διακομματικές συγκλίσεις στην εφαρμογή του.Με άλλα λόγια, έγινε καθαρό ότι δεν προωθούμε απλά ένα στεγνό οργανόγραμμα πολιτικής πρακτικής. Αλλά μία δέσμη κανόνων, που αιμοδοτείται από το ενδιαφέρον μας για τον απλό πολίτη. Κι ότι πρόθεσή μας είναι να κάνουμε το Κράτος καλύτερο προς όφελος των πολλών. Να αναμορφώσουμε, δηλαδή, Κυβέρνηση και Κράτος από κοινού για το κοινό καλό.Ακριβώς γι’ αυτό, όμως, οφείλονται και ορισμένες απαντήσεις στις βασικές ενστάσεις της Αντιπολίτευσης. Ότι τάχα το νομοσχέδιο συγκεντρώνει υπέρμετρη εξουσία στον Πρωθυπουργό και σε ένα πολυάριθμο επιτελείο. Ότι δήθεν κομματικοποιεί την κρατική μηχανή. Και τέλος, ότι καταργεί δήθεν τη διαφάνεια, αλλάζοντας τη σύνθεση των αρχών και φορέων που έχουν στην αρμοδιότητά τους ελεγκτικές δραστηριότητες.
Έχουμε, λοιπόν, και λέμε: Απάντηση πρώτη. Είναι μάλλον άστοχο ο στενός συντονισμός και η στενή παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου να βαφτίζονται «συγκεντρωτισμός». Και, μάλιστα, από ένα κόμμα που, ως Κυβέρνηση συνεχών αντιφάσεων, κόστισε πολλά στη χώρα. Πότε περνώντας ένα ολέθριο εξάμηνο χωρίς ο Πρωθυπουργός να ελέγχει τι πράττει ο υπουργός Οικονομικών. Πότε υπογράφοντας στην Αθήνα συμφωνίες με την COSCO που κάποιοι άλλοι επιχειρούσαν να καταργήσουν στον Πειραιά και πότε αποφασίζοντας -ως Μαξίμου- την επένδυση στο Ελληνικό, αλλά φρενάροντάς την, αμέσως μετά, ως Υπουργείο Πολιτισμού.
Το ίδιο ισχύει και για την Προεδρία της Κυβέρνησης. Δεν μπορούν να μιλούν για πληθώρα συμβούλων όσοι πολλαπλασίασαν τους μετακλητούς, ιδρύοντας θέσεις κατά βούληση. Ούτε εκείνοι που έκαναν το πρωθυπουργικό περιβάλλον εργαστήρι μετατροπής παλαιών συνεργατών σε νέους υπουργούς. Η αλήθεια είναι μία: Το κυβερνητικό σχήμα, πράγματι, αποκτά κάθετη δομή και, ναι, αποκτά οριζόντιο συντονισμό. Ουσιαστικά, αποκτά την τυπική κατανομή των ρόλων που αναθέτει στα κρατικά όργανα το ίδιο το Σύνταγμα. Και οριοθετεί ακόμη τη δράση του ίδιου του Πρωθυπουργού. Όσο για τους αριθμούς βγαίνουν από μόνοι τους. Οι μετακλητοί συνεργάτες στις πρωθυπουργικές δομές από 161 μειώνονται στους 108, οι γενικές και ειδικές γραμματείες μειώνονται από τις 93 σε 58 και συνολικά ο αριθμός των μετακλητών υποχωρεί κατά 12%. Ενώ τίθεται και ανώτατο όριο στο δυναμικό του Πρωθυπουργικού Γραφείου, κάτι που δεν ίσχυσε ποτέ έως σήμερα.
Με άλλα λόγια, επιδίωξή μας είναι να προάγουμε το συντονισμό και την αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου και το Υπουργικό Συμβούλιο να δρα ως μία καλοκουρδισμένη μηχανή εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα για το οποίο έχουμε πάρει νομιμοποίηση από τον ελληνικό λαό. Δεν κάνουμε τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι κάνουν όλα τα σοβαρά κράτη ως προς τον τρόπο λειτουργίας της Εκτελεστικής Εξουσίας και του Υπουργικού Συμβουλίου. Το να ανεχόμαστε διάσπαρτες απόψεις, υπουργούς που ο καθένας έχει την απόλυτη ανεξαρτησία του και δρα χωρίς κανένα συντονισμό με το κυβερνητικό κέντρο είναι μια πρακτική η οποία στο παρελθόν δεν προήγαγε την αποτελεσματικότητα του κυβερνητικού έργου.
Απάντηση δεύτερη. Θα συμφωνήσετε φαντάζομαι μαζί μου, ότι η λέξη «κομματικοποίηση» δεν ταιριάζει σε στόματα που έλεγαν ότι «μετά την Κυβέρνηση πρέπει να πάρουμε και την εξουσία». Ούτε και σε εκείνους, που αφού εγκαθιστούσαν κομματικούς Γενικούς Γραμματείς στα υπουργεία, στην συνέχεια έκαναν φωτογραφικές προκηρύξεις για να τους επιλέξουν δήθεν αξιοκρατικά. Κάποιοι έπαιρναν ακόμα και φακέλους των υποψηφίων στο σπίτι τους. Η αλήθεια είναι μία: Τώρα, σε κάθε Υπουργείο θεσμοθετείται ο Υπηρεσιακός Γενικός Γραμματέας. Θα είναι δημόσιος λειτουργός καριέρας. Θα επιλέγεται από το ΑΣΕΠ και θα έχει την ευθύνη του προσωπικού, των δαπανών, αλλά και του συντονισμού των δημόσιων πολιτικών. Και ταυτόχρονα, δικαίωμα υπογραφής αποκτούν όλοι οι Γενικοί Διευθυντές, που επελέγησαν με δικές σας διαδικασίες. Και μην ξεχνάτε ότι σε λίγο καιρό όλες οι διαδικασίες και οι επαφές του πολίτη με το Δημόσιο θα είναι ψηφιακές. Όσοι κινδυνολογούν, λοιπόν, για δήθεν απολύσεις και κομματισμό στο Δημόσιο, ας το παραδεχτούν: Η Νέα Δημοκρατία είναι αυτή που εμπιστεύεται και εκσυγχρονίζει τη Δημόσια Διοίκηση, που προσδίδει κύρος και αξιοπρέπεια στον δημόσιο λειτουργό. Και που αναβαθμίζει το ρόλο των ικανών κρατικών αξιωματούχων. Και δεν είναι τυχαίο, ότι αυτό το νομοσχέδιο αυτό -κάθε γραμμή του- έχει συνταχθεί όχι από κάποιο εξωτερικό νομικό γραφείο, αλλά από απόφοιτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης.
Η τρίτη απάντηση, είναι επίσης εύκολη. Ποιον ικανοποιεί, αλήθεια, ένα σύστημα που έφερε τη χώρα μας στις τελευταίες θέσεις στους δείκτες διαφάνειας; Και τι επιδόσεις είχαν, άραγε 6 διαφορετικοί -και συχνά αλληλοκαλυπτόμενοι- φορείς παρακολούθησης της Διαφθοράς; Και πόσο ανεξάρτητα έδρασαν σώματα ελέγχου που είχαν για προϊστάμενο μετακλητό Γραμματέα, διορισμένο από την Κυβέρνηση; Σε μια Κυβέρνηση, μάλιστα, η οποία είχε και δικό της Υπουργό για να ρυθμίζει τα θέματα καταπολέμησης της διαφθοράς. Ελεγκτής και ελεγχόμενος συγχωνεύονταν δηλαδή στο ίδιο πρόσωπο. Στο πρότυπο άλλων κρατών, η Ελλάδα αποκτά επιτέλους μία ενιαία Εθνική Αρχή Διαφάνειας. Ανταποκρινόμαστε πλήρως στις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ. Δεν ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα. Αξιοποιούμε την τεχνική βοήθεια που εσείς είχατε ζητήσει και ενσωματώνουμε πλήρως τις προτάσεις του ΟΟΣΑ για το πώς πρέπει να λειτουργεί αυτή η Εθνική Αρχή Διαφάνειας. Και ο επικεφαλής της Αρχής θα επιλέγεται με ανοιχτό διαγωνισμό από ανεξάρτητη επιτροπή και σε αυτήν ενοποιούνται όλα τα σώματα ελέγχου της Διοίκησης. Οι υπηρετούντες στους 6 παλαιούς φορείς μεταφέρονται εκεί, συνεχίζουν κάθε έργο που έχουν σε εξέλιξη, αλλά και οι διευθυντές τους δεν θα ορίζονται, πλέον, από την Κυβέρνηση, αλλά και αυτοί ύστερα από ανοιχτό διαγωνισμό. Με άλλα λόγια, γίνεται πράξη η ουσιαστική θεσμική και επιχειρησιακή από-πολιτικοποίηση του ελέγχου της διαφθοράς.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Είναι καιρός τα λόγια του Σούτσου, που επικαλέστηκα στην αρχή, να μην προκαλούν πλέον το μειδίαμα του συμβιβασμού με το διαρκές βάλτωμα, αλλά να γίνουν αφορμή για μεγάλες παραδοχές και ριζοσπαστικές επιλογές. Εμείς οι ίδιοι καλούμαστε, τώρα, να αλλάξουμε τις ζωές μας. Να αποκτήσουμε τον δυναμικό τρόπο διακυβέρνησης που χρειάζεται η χώρα. Και, μαζί, το σύγχρονο Κράτος που μας αξίζει. Το Σύνταγμά μας να προβλέπει όντως μια ισχυρή εκτελεστική εξουσία – κάποιοι τη λένε και «πρωθυπουργοκεντρική». Όμως, η πράξη αποδεικνύει πως η εφαρμογή του μοντέλου αυτού το καθιστά ψευδεπίγραφα «συγκεντρωτικό».
Μην ξεχνάμε ότι επί 45 χρόνια βρέθηκαν στην εξουσία πρωθυπουργοί, μερικοί απ’ τους οποίους είχαν μεγάλο πολιτικό εκτόπισμα, πολύ ισχυρή λαϊκή εντολή. Το κυβερνητικό σχήμα, όμως, είχε ανέκαθεν χαλαρή θεσμική θωράκιση, εσωτερικές ανακολουθίες και, πολύ συχνά, ελλιπή τεκμηρίωση. Έτσι, σπάνια πετύχαινε να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών. Αιτίες; Η έλλειψη κοινού σχεδίου, διϋπουργικού συντονισμού και συνεργασίας με τη διοίκηση. Και ποιο ήταν το γνωστό «φάρμακο» για να αντιμετωπιστούν αυτές οι παθογένειες; Μια ματιά στις αλλεπάλληλες αλλαγές των αποφάσεων και στο πάνθεον των εκατοντάδων ανασχηματισμών, δίνει την απάντηση: Εδώ και δεκαετίες η λύση ήταν απλά να αλλάζουμε τα πρόσωπα, αντί να ιδρυθούν και να παραμείνουν στέρεοι, αφού θα έχουν ριζώσει, σωστοί θεσμοί προγραμματισμού, δράσης και εποπτείας. Αυτό, ακριβώς, το πρόβλημα αντιμετωπίζει το καινοτόμο σύστημα κυβερνητικής λειτουργίας που εισάγει αυτό το νομοσχέδιο. Ενδυναμώνοντας την κεντρική εξουσία, συντονίζοντας τους υπουργικούς της βραχίονες. Ώστε να παρακολουθεί την υλοποίηση του έργου της, να δίνει γρήγορες λύσεις με βάση το πρόγραμμα για το οποίο ψηφίστηκε η κυβερνητική πλειοψηφία.
Στο άλλο μέτωπο, πάλι -αυτό της Δημόσιας Διοίκησης- η εικόνα δεν διαφέρει: Κανείς δεν είναι υπερήφανος για τις υπηρεσίες που παρέχει σήμερα το Κράτος μας. Όμως ούτε κι από τη θέση του δημοσίου υπαλλήλου. Ένα απρόσωπο κράτος με πολλά πλοκάμια, με λίγο συντονισμό, γίνεται Κράτος υπερτροφικό και αργό. Χωρίς εποπτεία, μένει εκτεθειμένο στην αδιαφάνεια. Δίχως αξιοκρατία, όλο και νοθεύει την προσφορά του προς εκείνους για λογαριασμό των οποίων υποτίθεται ότι υπάρχει. Αιτίες; Ο εναγκαλισμός με την πολιτική. Η αδυναμία παρακολούθησης της προόδου ανά τομέα. Η απουσία κάθε διαδικασίας διαφάνειας και αξιολόγησης. Τα αποτελέσματα; Τα ξέρουμε. Ρουσφέτια, θύλακες παράπλευρης εξουσίας και συχνά λάθος άνθρωποι στις λάθος θέσεις. Και, προφανώς, τελική κατάληξη: οπισθοδρόμηση. Χάσιμο πολύτιμου χρόνου και χρήματος, δημόσιου βεβαίως.
Σε αυτές τις παθογένειες επιχειρούν να απαντήσουν οι ρυθμίσεις μας για το Επιτελικό Κράτος. Αποκομματικοποιώντας τη λειτουργία του, μεταφέροντας σημαντική διοικητική ύλη από την πολιτική ηγεσία στα δικά του στελέχη, στα ίδια τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Αξιολογώντας τη δράση τους, παρέχοντάς τους ψηφιακούς συμμάχους. Για να ξαναγίνει η Διοίκηση αληθινά δημόσια. Έτσι ώστε το νέο, φιλικό Κράτος να μπορέσει να νομιμοποιηθεί και πάλι στη συνείδηση των πολιτών.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, προσπάθησα, έως τώρα, να υπογραμμίσω μερικές από τις πιο εμβληματικές τομές, που φέρνει το νομοσχέδιο στον τρόπο λειτουργίας της Κυβέρνησης και του Κράτους. Εξήγησα τη στόχευση του, αλλά και το πολιτικό του περιεχόμενο. Και, περιγράφοντας τη σημερινή κατάσταση, θέλησα να αναδείξω τον προοδευτικό, εκσυγχρονιστικό, αλλά ταυτόχρονα και εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα του. Κλείνω με την ελπίδα ότι αρκετοί από εμάς, και όσοι μας παρακολούθησαν, προβληματίστηκαν γόνιμα από αυτή τη συζήτηση και ότι έχουν κι αυτοί συμπεράνει ότι, όσο και αν οι επόμενες κινήσεις μας μοιάζουν με ένα ανοιχτό ελπιδοφόρο στοίχημα, άλλο τόσο αποτελούν μονόδρομο για το αύριο. Γιατί καθήλωση σημαίνει οπισθοδρόμηση. Και την οπισθοδρόμηση αυτή οι πολίτες την πλήρωσαν ήδη πολύ ακριβά. Ξέρουν ότι οδηγεί σε αδιέξοδα. Και έχουν γυρίσει σελίδα.
Η Ελλάδα έμεινε για πολύ καιρό πίσω από τις εξελίξεις. Πολλές παθογένειες του παρελθόντος οξύνθηκαν, κακοφόρμισαν τα τελευταία χρόνια. Όμως, έχουμε και πάλι την ευκαιρία να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο: Ταξιδεύουμε πάνω σε ένα δυνατό σκαρί μιας ισχυρής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, την οποία επέλεξε ο λαός στις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Και αυτό που χρειάζεται τούτη την ώρα η Πατρίδα, είναι ο αναγκαίος συντονισμός και τα κατάλληλα εργαλεία δράσης. Ώστε αυτές οι ευνοϊκές προϋποθέσεις που υπάρχουν, να συνδυαστούν και να καρποφορήσουν. Και όλοι οι θετικοί παράγοντες να φέρουν -γρήγορα και σίγουρα- το καλύτερο αποτέλεσμα. Ακριβώς αυτές τις δύο εθνικές αναγκαιότητες υπηρετεί, κυρίες και κύριοι, το νομοσχέδιο για το Επιτελικό Κράτος. Και γι’ αυτό και σας καλώ όλους να το υπερψηφίσετε.
Σας ευχαριστώ.