Νομοσχέδιο για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2019/713 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και, Νομοσχέδιο για την ενσωμάτωση των Οδηγιών 2019/770 και 2019/771 σχετικά με τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, καθώς και τις πωλήσεις αγαθών.
Με το πρώτο νομοσχέδιο επιδιώκεται η αντιμετώπιση αδικημάτων που συνιστούν απειλή για την ασφάλεια, αντιπροσωπεύουν πηγή εισοδήματος για το οργανωμένο έγκλημα και ευνοούν την ανάπτυξη άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων, όπως της τρομοκρατίας και της διακίνησης ναρκωτικών. Επίσης, συνιστούν εμπόδιο στην ψηφιακή ενιαία αγορά, διότι διαβρώνουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και προκαλούν άμεσες οικονομικές ζημιές.
Σκοπός του νομοσχεδίου είναι η αντιμετώπιση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων σχετικά με τα μέσα αυτά πληρωμής, προκειμένου να συνεχιστεί ανεμπόδιστα η ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, αλλά και να διευκολυνθεί η διάδοση της καινοτομίας στον τομέα των τεχνολογιών πληρωμών. Ιδιαιτέρως επιδιώκεται η διεύρυνση της προστασίας των παραδοσιακών υλικών μέσων πληρωμής και στα άυλα μέσα πληρωμής, που σχετίζονται με το ψηφιακό περιβάλλον.
Σκοπός είναι, επίσης, η διευκόλυνση της πρόληψης των αδικηµάτων αυτών και η παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα. Είναι επομένως αναγκαίο να ποινικοποιηθούν οι εγκληματικές συμπεριφορές που περιγράφονται στην Οδηγία και αφορούν άυλα μέσα πληρωμής σχετιζόμενα με το ψηφιακό περιβάλλον, διότι η ποινικοποίηση αυτή δεν καλύπτεται από τις υφιστάμενες διατάξεις.
Το δεύτερο αφορά την Οδηγία (ΕΕ) 2019/770 σχετικά με τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών περιλαμβάνει καινοτόμες διατάξεις, με δεδομένο ότι τα ζητήματα που τίθενται από αυτήν δεν είχαν ρυθμιστεί έως τώρα στο εθνικό δίκαιο. Οι διατάξεις που ενσωματώνουν την Οδηγία 2019/770:
Ισχύουν σε κάθε σύμβαση, ανεξάρτητα από το αν ο λήπτης του ψηφιακού περιεχομένου είναι καταναλωτής ή όχι. Ωστόσο, αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο μόνο σε περίπτωση λήπτη καταναλωτή.
Εφαρμόζονται τόσο όταν καταβάλλεται τίμημα για το ψηφιακό περιεχόμενο-ψηφιακές υπηρεσίες, όσο και όταν αντί για τίμημα παρέχονται προσωπικά δεδομένα.
Θεσπίζουν κανόνες που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου (λ.χ. προγράμματα υπολογιστών και εφαρμογές για φορητές συσκευές, καθώς και αρχεία βίντεο και ήχου σε ψηφιακή μορφή) και ψηφιακών υπηρεσιών (λ.χ. υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους και μέσα κοινωνικής δικτύωσης).
Η Οδηγία 2019/771 αντικαθιστά την Οδηγία 1999/44, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών, η οποία μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη με τον ν. 3043/2002, ο οποίος επέφερε ουσιώδεις τροποποιήσεις στο δίκαιο της πώλησης (άρθρα 534 – 572 του Αστικού Κώδικα). Οι διατάξεις που ενσωματώνουν την Οδηγία 2019/771:
Αποσκοπούν στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και την ασφάλεια δικαίου.
Εφαρμόζονται σε κάθε σύμβαση πώλησης. Οι ειδικές διατάξεις που αφορούν αποκλειστικά στην προστασία των καταναλωτών (π.χ. τα ζητήματα των εμπορικών εγγυήσεων) εφαρμόζονται μόνο για καταναλωτές.
Οι πωλητές πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα αγαθά που παραδίδονται στον αγοραστή είναι σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης, καθώς: είναι σύμφωνα με όσα συμφωνήθηκαν στη σύμβαση, π.χ. αντιστοιχούν στην περιγραφή, τον τύπο, την ποσότητα, την ποιότητα και έχουν τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται από τη σύμβαση, είναι κατάλληλα για τους συμφωνηθέντες σκοπούς και πληρούν αντικειμενικά κριτήρια συμμόρφωσης.
Οι πωλητές φέρουν ευθύνη για οποιαδήποτε έλλειψη ανταπόκρισης που καθίσταται εμφανής εντός δύο ετών από την παράδοση. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους, ο αγοραστής δεν οφείλει να αποδείξει ότι το ελάττωμα υπήρχε κατά τον χρόνο παράδοσης. Διευρύνεται συνεπώς η προστασία του αγοραστή, καθώς μέχρι τώρα το τεκμήριο ύπαρξης του ελαττώματος ήταν έξι μήνες.
Προβλέπεται ιεράρχηση των δικαιωμάτων που μπορεί να ασκήσει ο αγοραστής σε περίπτωση ύπαρξης ελαττώματος σε ένα προϊόν.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου