Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Μανιτάκης για το «ελάτε να με συλλάβετε» του Τσίπρα: «Δείχνει πολιτικό ήθος;»

 


Υποστηρίζοντας πως οι  δηλώσεις Τσίπρα του στυλ «έλα να με πιάσεις», με αφορμή τη γνωμοδότηση του Ισίδωρου Ντογιάκου, όξυναν την κατάσταση και ήταν «ήταν λίγο μαγκιά» ο ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Αντώνης Μανιτάκης αναρωτιέται αν αυτό είναι «πολιτικό ήθος» και «αν δείχνει σεβασμό στους θεσμούς», ενώ διεύκρίνισε τους λόγους για τους οποίους δεν συνυπέγραψε τη δήλωση των συνταγματολόγων σημειώνοντας επίσης ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα να γνωμοδοτεί.

Μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα ο Αντώνης Μανιτάκης αναφέρθηκε στη Γνωμοδότηση Ντογιάκου, στις εξελίξεις αναφορικά με τη διαφωνία με την ΑΔΑΕ, αλλά και στη στάση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης καλώντας όλες τις πλευρές και την κυβέρνηση να μην επιχειρούν να αξιοποιήσουν μικροκομματικά τα θέματα της δικαιοσύνης.

Ο κ. Μανιτάκης αναφορικά με τις δηλώσεις Τσίπρα και τη στάση που τήρησε έναντι της Γνωμοδότησης Ντογιάκου αναρωτήθηκε: «είναι δυνατόν πρώην πρωθυπουργός να λέει σε έναν εκπρόσωπο θεσμικό εν ισχύ είτε συμφωνεί μαζί του είτε όχι, που ακόμα εκφράζει τους θεσμούς και την δικαιοσύνη να του λέει έλα, αν θέλεις, πιάσε με;»

Για να συνεχίσει: «Δείχνει πολιτικό ήθος; Δείχνει σεβασμό στους θεσμούς; Όσο και αν διαφωνεί με τον εισαγγελέα. Οφείλει να διαφωνήσει και να το πει. Αλλά στη ζωή μας υπάρχει και το ύφος, υπάρχει και ο τρόπος των ενεργειών μας. Υπάρχει και το αίσθημα του πολιτικού πολιτισμού. Αυτά είναι που λείπουν».

Σε ό,τι αφορά τη γνωμοδότηση σημείωσε «Πιστεύω ότι αυτή η αντιδικία δεν μπορεί παρά να εξεταστεί από συνταγματική σκοπιά μέσα από το πρίσμα της διάκρισης των εξουσιών, διότι περί αυτού πρόκειται. Ο εισαγγελέας αμφισβητεί την ανεξαρτησία της Ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Από την άλλη, η Ανεξάρτητη διοικητική Αρχή ισχυρίζεται ότι αυτή τη στιγμή έχει δικαίωμα από το ίδιο το Σύνταγμα, από τον ιδρυτικό της νόμο, να ελέγχει ελεύθερα εάν έχει γίνει παραβίαση από οποιονδήποτε του απορρήτου της επικοινωνίας. Αυτό φέρνει λοιπόν αναπόφευκτα σε σύγκρουση θεσμούς κρατικούς»

«η αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεν δικαιολογεί θεσμικές αντιπαραθέσεις αυτού του είδους, κραυγαλέες» και υποστήριξε ότι το ζήτημα θα μπορούσε να λυθεί με έναν άμεσο διάλογο μεταξύ των αρχών με συναίσθηση και των δύο φορέων της κρατικής εξουσίας, δηλαδή και της Ανεξάρτητης Αρχής και του εισαγγελέα, ενός διακριτικού υπεύθυνου διαλόγου» υπογράμμισε τονίζοντας πως

«Η πολιτική και θεσμική σύγκρουση που έχει ξεσπάσει με αφορμή την συγκεκριμένη γνωμοδότηση δεν είναι μεμονωμένο γεγονός, αλλά αποτελεί την συνέχεια ή ένα τμήμα μιας γενικότερης πολιτικής αντιπαράθεσης που ξεκίνησε με αφορμή τις παρακολουθήσεις. Πρόκειται για μια προεκλογική περίοδο παρατεταμένη πολύ οξυμένη, για ένα κλίμα διαλόγου διχαστικό, ένα ζοφερό κλίμα, μέσα στο οποίο, οποιαδήποτε πρόθεση διατύπωσης γνώμης από θεσμικά όργανα αλλά και από εκπροσώπους της κοινής γνώμης ή από τους επαΐοντες κινδυνεύει να γίνει αντικείμενο αισχρής κομματικής και πολιτικής εκμετάλλευσης»

Μάλιστα ο επίτιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου τόνισε και τα εξής:

αυτός ο οποίος καθορίζει τα όρια της αρμοδιότητας της κάθε αρχής είναι ο νομοθέτης.

Ο νομοθέτης θέσπισε νόμο. Καλώς ή κακώς το θέσπισε και όρισε αυτή τη στιγμή ένα τριμελές όργανο.

ο νομοθέτης, εκτελώντας, όπως έχει την εξουσία, εκτελώντας το άρθρο 19 του Συντάγματος που προστατεύει το απόρρητο των επικοινωνιών έχει ορίσει ότι το καλύτερο θα ήταν αντί να αποφασίζει μόνη της η αρχή και ανεξάρτητα, να αποφασίζει ένα τριμελές όργανο

“Γιατί δεν υπέγραψα τη δήλωση των συνταγματολόγων”

«Δεν θέλησα να την υπογράψω όχι γιατί δεν σέβομαι τη γνώμη των άλλων συναδέλφων, αλλά γιατί δεν συμμεριζόμουν το ύφος του κειμένου αυτού που ήταν λίγο μονοκόμματο προς τη μεριά οξύτατης κριτικής απέναντι στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου» είπε προσθέτοντας πως «δεν κρύβω ότι δεν συμμερίζομαι όλες τις απόψεις τις νομικές που έχουν διατυπωθεί. Αλλά για μένα το βασικό, δεν είναι αυτή τη στιγμή να διατυπώσουμε στην κοινή γνώμη και δια των εφημερίδων την γνώμη μας επί νομικών ζητημάτων.

Και συνέχισε διευκρινίζοντας πως «δεν έκρινα ότι είναι απολύτως πρωταρχικό και αναγκαίο να επικρίνω τη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα, που είχε πράγματι πολλά αδύνατα σημεία, ιδίως το τελευταίο σημείο που απειλεί με ποινικές διώξεις, μια ατυχέστατη, να μην πω και απρεπής φράση του. Αυτό όμως δεν μπορεί να με εμποδίσει να δω σε ποιο κλίμα διεξάγεται αυτός ο διάλογος και να μην αναλογιστώ τις πολιτικές ευθύνες που έχω σαν διανοούμενος και σαν επιστήμονας».

Και ενώ τόνισε ότι  «Προφανώς όπως τη διάβασα, έχω ορισμένες σοβαρές αντιρρήσεις, προφανώς έχει ένα ύφος που είναι προκλητικό, αλλά αυτό είναι το ζήτημα; Να ενισχύσω ή να καταγγείλω αυτό το ύφος για να εντείνω την αντιπαράθεση την πολιτική και να μη βλέπω τις συνέπειες αυτής της αντιδικίας; Αυτό προέχει σαν ζήτημα στην κοινή γνώμη και για τη χώρα;» δήλωσε ότι:

«Είναι μια γνωμοδότηση η οποία παράγει ένα αποτέλεσμα που έχει απλώς το κύρος ενός εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας, που είναι επιφορτισμένος να κάνει τέτοιες γνωμοδοτήσεις και τις οποίες φυσικά η δικαστική εξουσία οφείλει να σέβεται, διότι είναι ο προϊστάμενος μιας Αρχής, έχει μια πείρα και ένα κύρος».

Για να καταλήξει αποσαφηνίζοντας πως «Επομένως, οι γνωμοδοτήσεις των εισαγγελέων είναι σύνηθες φαινόμενο και ευτυχώς διότι διαφωτίζουν πάρα πολλά νομικά ζητήματα και βοηθάνε στην απονομή της δικαιοσύνης. Δεν το αμφισβητεί κανείς αυτό, ούτε αμφισβητεί κανείς το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου».


Πηγή: ertnews.gr



0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου