Η Κυβέρνησή στα τρία από τα τριάμισι χρόνια, της πρώτης τετραετίας μας βρέθηκε να διαχειρίζεται κρίσεις. Η μεταναστευτική εισβολή στον Έβρο, η πανδημία, η κλιματική κρίση, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η συνεχής γεωστρατηγική ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο ενέσκηψαν από πολύ νωρίς, ήδη από την έναρξη του 2020 και μονοπώλησαν σχεδόν το εγχώριο και διεθνές ενδιαφέρον.
Η Ελλάδα, σε καθεμία από αυτές τις κρίσεις, σε κάθε επιμέρους τομέα, τα κατάφερε καλύτερα από τις περισσότερες χώρες στην Ε.Ε.. Αρκετά συχνά μάλιστα γίναμε παράδειγμα προς μίμηση και σε καμιά περίπτωση αντιπαράδειγμα. Αυτό δεν ήταν ούτε εύκολο, ούτε τυχαίο. Απαιτούσε σχέδιο, συνεχή συλλογή και ανάλυση των δεδομένων. Τεχνογνωσία, εφευρετικότητα, άριστη γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος. Απαιτούσε ισχυρή πολιτική βούληση, αλλά και υψηλό αίσθημα ευθύνης. Ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων και επαγγελματική διαχείριση της καθημερινότητας. Απαιτούσε, ταυτόχρονα, άμεση αναπροσαρμογή στα απότομα γυρίσματα της συγκυρίας.
Οι δυσκολίες συνεχίζονται και η κυβέρνηση συνεχίζει προσπαθεί για να βρισκόμαστε πάντοτε ένα βήμα μπροστά τους. Αντέχουμε, παρότι αυτό δεν ήταν ούτε εύκολο, ούτε αναμενόμενο για μια χώρα με τα μεγέθη και τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, η οποία είχε διέλθει για μια δεκαετία από την κρίση των μνημονίων. Τη μεγαλύτερη κρίση, θυμίζω, σε φιλελεύθερη ευρωπαϊκή Δημοκρατία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φυσικά, τα όσα μας συνέβησαν, κατάφεραν βαριά πλήγματα, αλλά δεν μας έριξαν στο καναβάτσο. Προχωρήσαμε, προχωράμε χωρίς να αφήνουμε κανέναν πίσω και είμαστε πεπεισμένοι ότι θα τα καταφέρουμε μέχρι τέλους. Και όχι μόνο αυτό. Θα βγούμε από τις κρίσεις με δυναμική που θα μας επιτρέψει να προσεγγίσουμε ακόμη περισσότερο το βιοτικό επίπεδο των πλέον αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών και να αποκαταστήσουμε πλήρως τις αδικίες σε βάρος των Ελλήνων που επισωρεύτηκαν από το 2010 και μετά.
Αυτό δεν είναι απλώς πεποίθηση, ούτε ευχή. Το δείχνουν όλα τα στοιχεία. Γιατί στην Ελλάδα, όλα αυτά τα χρόνια συντελέστηκε και συντελείται ένα πολύ σημαντικό έργο.
Ταυτόχρονα με τη διαχείριση των επιπτώσεων των κρίσεων στη ζωή των Ελλήνων υλοποιήσαμε και υλοποιούμε όλα όσα αποτέλεσαν δέσμευσή μας και συγκρότησαν το σχεδιασμό μας για αυτή την πρώτη μας τετραετία:
Μέτρα και πολιτικές οριστικής εξόδου της χώρας από τα μνημόνια και την άρση των συνέπειών τους στην οικονομία και την κοινωνία.
Ανασχεδιασμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και εκσυγχρονισμό του κράτους.
Αναβάθμιση της παιδείας.
Βελτίωση της καθημερινότητας.
Εξάλειψη των αδικιών στην κοινωνική ατζέντα και εμπέδωση της δημόσιας και ιδιωτικής ασφάλειας.
Αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής
Απόκτηση ενεργειακής αυτονομίας με έμφαση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Αποκατάσταση του διεθνούς κύρους της χώρας, θωράκιση της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων με αλλαγή παραδείγματος στη διπλωματία και την εξωτερική μας πολιτική, αλλά και ενίσχυση των Ενόπλων μας Δυνάμεων.
Αυτοί ήταν οι βασικότεροι από τους άξονες του πολιτικού μας σχεδίου.
Και εν μέσω κατακλυσμιαίων κρίσεων πετύχαμε να πραγματώσουμε το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού μας σχεδίου. Συγκεκριμένα:
Ο φετινός θα είναι ο πρώτος Προϋπολογισμός, τα τελευταία 12 χρόνια, που συζητείται εκτός μνημονιακού περιβάλλοντος και εκτός πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας. Είναι ο Προϋπολογισμός επιστροφής της χώρας σε δημοσιονομική ευστάθεια.
Πιστοποιείται ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται ισχυρά και σταθερά, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές ενισχύονται σημαντικά, η ανεργία συρρικνώνεται, το διαθέσιμο εισόδημα μεγαλώνει, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης υποχωρεί σημαντικά, το κύρος και η αξιοπιστία της χώρας ενισχύονται.
Ειδικότερα, η οικονομία κινείται όλο και καλύτερα του μέσου ευρωπαϊκού όρου, καθώς:
Ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι διπλάσιος το 2022 και θα είναι τριπλάσιος το 2023 του αντίστοιχου μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Οι επενδύσεις αναμένεται και φέτος να παρουσιάσουν υψηλό ρεκόρ. Το 9μηνο του 2022, οι ΑΞΕ έχουν φτάσει ήδη στο 95% του συνόλου της περασμένης χρονιάς, που αποτέλεσαν ρεκόρ για την Ελλάδα.
Η χώρα μας γίνεται πόλος έλξης πολλών επενδύσεων, όπως αποτυπώνεται σε σειρά γεγονότων: Στην προσέλκυση επιχειρηματικών κολοσσών. Επιβεβαιώνεται από την πρωτιά στον ευρωπαϊκό δείκτη χρηματαγοράς MSCI. Αποδεικνύεται από έρευνα της EY, σύμφωνα με την οποία 3 στους 4 επενδυτές εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα γίνει ακόμη πιο ελκυστική επενδυτικά την επόμενη τριετία. Καταγράφεται στην Έκθεση του Economist, στην οποία η Ελλάδα αναδεικνύεται πρωταθλήτρια στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος τα 3 τελευταία χρόνια, σημειώνοντας άνοδο 16 θέσεων.
Η Ελλάδα εξάγει, ως ποσοστό του Α.Ε.Π., περισσότερο από την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία. Η Ελλάδα έχει, πλέον, έξι κατηγορίες αγαθών στις οποίες οι εξαγωγές ξεπερνούν το 1% του Α.Ε.Π., όταν πριν από την έναρξη της κρίσης χρέους είχαμε μόνο μία τέτοια κατηγορία.
Η ανεργία έχει υποχωρήσει σημαντικά και προσεγγίζει πλέον το επίπεδο εργαζομένων του 2010.
Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών έχει στηριχθεί με μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, διπλή αύξηση κατώτατου μισθού, μείωση ανεργίας, μέτρα στήριξης της κοινωνίας.
Τα «κόκκινα» δάνεια έχουν μειωθεί κατά 60,5 δισ. ευρώ από τον Ιούνιο του 2019 και κινούνται πλέον κάτω από το 10% του συνόλου των δανείων, από 44% που ήταν τον Ιούνιο του 2019.
Το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του Α.Ε.Π., θα μειωθεί κατά 47 μονάδες από το 2020 και κατά 21 μονάδες από το 2019, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη μείωση δημοσίου χρέους σε ολόκληρη Ευρώπη.
Η Ελλάδα θα επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023.
Με την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, την πρόωρη αποπληρωμή του Δ.Ν.Τ., την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία, το 2023 θα κατακτήσουμε και την επενδυτική βαθμίδα. Ο στόχος της επίτευξης της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένας στόχος απολύτως ρεαλιστικός, αν αναλογιστεί κανείς ότι η ελληνική οικονομία έχει αναβαθμιστεί 11 φορές την τελευταία τριετία εν μέσω, μάλιστα, κρίσεων και στήριξης της κοινωνίας.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου