Η Μάργκαρετ Θάτσερ άφησε στις 8 Απριλίου του 2013 την τελευταία της πνοή σε ηλικία 87 ετών μετά από ένα νέο εγκεφαλικό επεισόδιο. Επί πρωθυπουργίας της (1979-1990) έδωσε πολιτική υπόσταση στον νεοφιλελευθερισμό της Σχολής του
Σικάγο, θέτοντας σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και καθολικής σύγκρουσης με τα εργατικά συνδικάτα με στόχο την συρρίκνωση του κρατικού τομέα. Ο «Θατσερισμός» δεν υπήρξε απλά ένα προμήνυμα της νέας εποχής του νεοφιλελευθερισμού, αλλά το κρηπίδωμα του νέου οικονομικού συστήματος που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες και έχει οδηγήσει στην σημερινή παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα.
Η Θάτσερ ανήλθε στην εξουσία της Βρετανίας σε μια εποχή τομή καθώς συνέπεσε με τις πετρελαϊκές κρίσεις του ’70 και το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Η «Σιδηρά Κυρία» κερδίζει την πρωθυπουργία το 1979, αφού τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 1975, είχε καταφέρει να ανέλθει στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος.
Στις αρχές του ‘70 είχε διατελέσει υπουργός Παιδείας εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα περικοπών στην Εκπαίδευση, μεταξύ των οποίων ήταν η κατάργηση της χορήγησης του δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά έως έντεκα ετών. «Thatcher Thatcher, Milk Snatcher» (Θάτσερ, Θάτσερ, άρπαγας του γάλακτος), ήταν το σύνθημα που κυριαρχούσε στις διαδηλώσεις κατά της πολιτικής λιτότητας με τη Θάτσερ να αποκτά το πρώτο της προσωνύμιο.
Ήταν ένα πρώτο δείγμα του «Θατσερισμού» που θα ακολουθούσε μια δεκαετία αργότερα θα άλλαζε οριστικά την οικονομία της Βρετανίας. Στην ηγεσία των Συντηρητικών ανέρχεται το Φεβρουάριο του 1975 και τον Μάιο του 1979 κερδίζει τις εκλογές και γίνεται πρωθυπουργός της Βρετανίας.
Ακολουθώντας πιστά τις θεωρίες του οικονομικού μέντορά της Μίλτον Φρίντμαν και των μονεταριστών θέτει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων με βασικό στόχο τον περιορισμό έως και την «εξαφάνιση» του Δημοσίου.
Μεταπολεμικά και μέχρι την περίοδο της Θάτσερ είχε επικρατήσει η συναίνεση πάνω στη σοσιαλδημοκρατική ατζέντα, με τη Δεξιά να παρουσιάζει στο πρόγραμμά της έναν πιο ήπιο κρατικό παρεμβατισμό. Ωστόσο για πρώτη φορά η Δεξιά διαφοροποιείται και σπάει αυτήν την συναίνεση. Στην πραγματικότητα η Θάτσερ δίνει πολιτική υπόσταση πλέον στον νεοφιλελευθερισμό.
Η Σιδηρά Κυρία θα παραμείνει πιστή στην νεοφιλελεύθερη ατζέντα της, προκαλώντας και τις συγκρούσεις που απορρέουν από αυτήν. Εξάλλου όπως η ίδια είχε πει «το Uturn δεν είναι για τις κυρίες». Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, ο πληθωρισμός είχε πέσει κάτω από 10%, έναντι του 18%, ωστόσο οι άνεργοι ξεπέρασαν τα 3,5 εκατομμύρια.
Η δυσαρέσκεια ήταν διάχυτη στους χώρους της εργατικής τάξης (η βιομηχανία απασχολούσε το 1979 το 50% των Βρετανών), όμως σε αυτό το σημείο, τον Απρίλιο του 1982, έρχεται και ο «Πόλεμος των Φώκλαντς». Στην πραγματικότητα, όπως επισημαίνουν αναλυτές, ήταν περισσότερο μια επίδειξη δύναμης σε ένα σύμπλεγμα νησιών που ο μέσος Βρετανός αγνοούσε την ύπαρξή τους στο χάρτη. Μέσω όμως αυτού του πολέμου είδε τη δημοφιλία της να ενισχύεται εκ νέου και τελικά κερδίζει τις εκλογές του 1983 με άνεση.
Κατά τη δεύτερη τετραετία της η Θάτσερ συνεχίζει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις. Με το Εργατικό Κόμμα σε διχασμό και εσωτερικές «έριδες» το μόνο εμπόδιο ήταν τα συνδικάτα, που προχώρησαν σε απεργίες.
Tο γεγονός που συμβολίζει τη σύγκρουση της εργατικής τάξης με τη Θάτσερ είναι η σύγκρουση με τους ανθρακωρύχους, με το τέλος της οποίας ουσιαστικά τα εργατικά συνδικάτα αλλάζουν οριστικά μορφή και δράση.
«Έπρεπε να πολεμήσουμε τον εξωτερικό εχθρό στα Φώκλαντ και τώρα πρέπει να πολεμήσουμε τον εσωτερικό εχθρό, ο οποίος είναι πολύ πιο δύσκολος αντίπαλος αλλά εξ ίσου επικίνδυνος για την ελευθερία», είχε δηλώσει μεταξύ άλλων η Θάτσερ για τις απεργίες των ανθρακωρύχων.
Ο «εσωτερικός εχθρός» καταστέλλεται και τελικά ηττάται και η Θάτσερ ανενόχλητη πλέον συνεχίζει τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών και τις μεγάλες περικοπές δαπανών, συρρικνώνοντας το κράτος, που μέχρι τότε αποτελούσε βασικό στοιχείο της Βρετανικής οικονομίας.
Η Θάτσερ συγκέντρωνε πολύ υψηλά ποσοστά δημοφιλίας στη Νότια Αγγλία και το Λονδίνο, χάνοντας κατά κράτος τη Δυτική Αγγλία και κυρίως τις παραδοσιακές εργατικές περιοχές της χωρας. Τελικά οι Συντηρητικοί κερδίζουν και τις βουλευτικές εκλογές του 1987 με την εργατική τάξη να προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ και το κόμμα των Εργατικών να βρίσκεται ακόμα σε φάση ανασύνταξης από τις αρχές του ‘80.
Ολόκληρες πόλεις στα χρόνια της Θάτσερ μετατράπηκαν σε «βιομηχανικά ερείπια» και η ανεργία σε ορισμένες περιοχές έφτανε μέχρι 60-70%. Πολλοί έκαναν λόγο για μια «απόλυτη κοινωνική καταστροφή» ενώ η χώρα ζούσε μια βίαιη μετάβαση. Στη θέση του παλιού βιομηχανικού συστήματος ξεπήδησαν γραφεία, τράπεζες, εμπορικά κέντρα και τελικά μια πολύ διαφορετική οικονομία, μια πολύ διαφορετική Αγγλία.
Ιδιωτικοποιήθηκαν σχεδόν τα πάντα. Το μόνο που έμεινε ανέπαφο ήταν ο πυρήνας του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Ενδεκτικό είναι πως με την ιδιωτικοποίηση των ανθρακωρυχείων, τομέας που απασχολούσε περίπου 1 εκ. εργαζόμενους, έχασαν τη δουλειά τους 750.000 άνθρωποι.
Στην εξωτερική της πολιτική η Θάτσερ ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τις ΗΠΑ, κάτι που μέχρι τότε δεν ήταν κανόνας. Η Βρετανία εξελίσσεται σε πρωταγωνίστρια της τελευταίας περιόδου του ψυχρού πολέμου. Μαζί με το «Alter Ego» της, τον Ρόναλντ Ρήγκαν, υποστήριξαν σθεναρά την «περεστρόικα» στη Σοβιετική Ένωση που οδήγησε και στην τελική της πτώση.
Ωστόσο προχώρησε και σε κάποιες κινήσεις που προκάλεσαν έκπληξη στη διεθνή διπλωματία, όπως ήταν η συμφωνία για παράδοση του Χονγκ Κόνγκ, πρώην βρετανικής αποικίας, στην Κίνα, προβλέποντας σωστά τον αναβαθμισμένο ρόλο που θα είχε η δεύτερη στο μέλλον και τις νέες ισορροπίες και αλλαγές που διαμορφωνόντουσαν παγκοσμίως αλλά και στο εσωτερικό του πρώην «κομμουνιστικού εχθρού».
Έντονες αντιδράσεις είχε προκαλέσει και η θέση της για τη Νότια Αφρική και το Απαρτχάιντ. Η Θάτσερ είχε χαρακτηρίσει τον Νέλσον Μαντέλα ακόμα και «τρομοκράτη». Ωστόσο αναλυτές αναφέρουν πως η Θάτσερ δεν υποστήριζε το Απαρτχάιντ αλλά επιθυμούσε μια ομαλότερη μετάβαση.
Τελικά η «Σιδηρά Κυρία», που δεν έχασε καμία εκλογική μάχη, ηττήθηκε στο εσωτερικό του κόμματός της, έχοντας προκαλέσει εσωτερικές αντιδράσεις τόσο για την αρνητική στάση που είχε σε ό,τι αφορά στην ενίσχυση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και για το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που προωθούσε, το οποίο προέβλεπε «κεφαλικό φόρο».
«Ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ δήλωσε πως επιθυμεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να είναι το δημοκρατικό όργανο της κοινότητας, η Επιτροπή να είναι η εκτελεστική εξουσία, και η σύνοδος κορυφής να είναι η σύγκλητος. Απαντάω: Όχι, Όχι, Όχι!», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά. Στις εσωτερικές εκλογές η Θάτσερ δεν κατάφερε να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο και τελικά στήριξε τον Τζων Μέιτζορ. Η ίδια θα παραμείνει βουλευτής ως τις εκλογές του 1992 με την κοινή γνώμη να εμφανίζεται σε δημοσκοπήσεις απόλυτα διχασμένη για το έργο της.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ άλλαξε ριζικά το παγκόσμιο οικονομικό μοντέλο εισάγοντας το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων και βάζοντας στο προσκήνιο τις θεωρίες των μονεταριστών της Σχολής του Σικάγο, όμως πέτυχε και κάτι ακόμα..
Η επιτυχία της ήταν διπλή: Κατάφερε να αναμορφώσει το Συντηρητικό κόμμα της Βρετανίας, αλλά παράλληλα κατάφερε να αλλάξει και το Εργατικό, το οποίο αφαίρεσε από το καταστατικό του το «άρθρο 4», που ανέφερε πως στόχος είναι ο σοσιαλισμός. Έτσι εμφανίζεται και ο Τόνι Μπλερ, επικεφαλής των Εργατικών, με μια μετριοπαθή ατζέντα. Αυτή η νοοτροπία της «μεταθατσερικής σοσιαλδημοκρατίας» εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη και μεταμορφώθηκε οριστικά από την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.
Στην πραγματικότητα η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν ο προάγγελος -για πολλούς και ο δημιουργός- της οικονομικής και πολιτικής εξέλιξης που είχαν πολλές χώρες της ΕΕ και κυρίως της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού.
Οι αριθμοί του Θατσερισμού
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου