Εθνικό πένθος για την Ελλάδα, καθώς ο Μίκης Θεοδωράκης "έφυγε" σε ηλικία 96 ετών. Μια από τις εμβληματικότερες μορφές της σύγχρονης ιστορίας της χώρας μας, ο σπουδαιότερος μουσικοσυνθέτης, δεν είναι πια στη ζωή, σκορπώντας ανείπωτη θλίψη.
Έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας συνθέτης και αγωνιστής Μίκης Θεοδωράκης, πλήρης ημερών, στα 96 του. Έχοντας ζήσει μια ζωή συγκλονιστική από κάθε άποψη.
Έζησε διώξεις, πολιτικοκοινωνικούς αγώνες, καταξίωση, έρωτες, εξορίες, επιτυχία, φιλίες, κι άλλους αγώνες, κι άλλες διακρίσεις, αναγνώριση, αμφισβήτηση. Βασανίστηκε ανηλεώς από Ιταλούς, στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, επί χούντας… Έζησε την λατρεία του κόσμου. Μα πάνω απ’ όλα, εκείνο για το οποίο και δια του οποίου έζησε ήταν η δημιουργία. Η μουσική δημιουργία πρωτίστως, μα όχι μόνο. Το «Είμαστε δυό, είμαστε τρείς/ είμαστε χίλιοι δεκατρείς/ καβάλα πάμε στον καιρό» δικό του είναι. Όπως και τόσοι άλλοι στίχοι εμβληματικών τραγουδιών του.
Έφυγε χορτασμένος και φτασμένος, κι όταν έπρεπε, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1925 στην Χίο, και μεγαλώνοντας έγινε λαοφίλητος μουσικοσυνθέτης, λόγιος και λαϊκός ταυτόχρονα, κι ακόμη περισσότερο έγινε σύμβολο κοινωνικών αγώνων, πολιτικός αγωνιστής, πολιτικός κανονικός, διανοητής της Αριστεράς, γνήσιος ποιότητας αριστερός.
Τι να πούμε για τον «Ζορμπά» (Zorba the Greek, 1964) του Μιχάλη Κακογιάννη συνιστούν το πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό πασαπόρτι παγκοσμίως, την «Τριλογία του Μαουτχάουζεν», που ο Θεοδωράκης δημιούργησε το 1965 μελοποιώντας τα αυτοβιογραφικά ποιήματα του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Συνθέσεις με αγγλικό στίχο έχουν τραγουδηθεί από την Σέρλι Μπάσεϊ και την Εντίθ Πιάφ, έως την Τζόαν Μπαέζ και τους Beatles, τραγούδια όπως το «Ένα το χελιδόνι», «Το τρένο φεύγει στις οκτώ», «Στρώσε το στρώμα σου για δυό», «Βράχο-βράχο τον καημό μου», «Άρνηση».
Ο Θεοδωράκης ήταν ο πρώτος που μελοποίησε ποιητές. Ξεκινώντας με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου το 1958-’59 –λέγεται, μάλιστα, πως τις πρώτες νότες για αυτά τα εξαιρετικά τραγούδια-ποιήματα τις έγραψε πρόχειρα μέσα στο αυτοκίνητο περιμένοντας την σύζυγό του, Μυρτώ, να ψωνίσει–, για να προχωρήσει με μελοποιήσεις Σεφέρη («Επιφάνια»), Αναγνωστάκη («Μπαλάντες»), Ελύτη («Μικρές Κυκλάδες», «Άξιον εστί»), Σικελιανού («Πνευματικό εμβατήριο»), Λόρκα, Νερούδα.
Πριν, όμως, κάνει αυτήν την στροφή προς το λαϊκό τραγούδι (ένα λαϊκό τραγούδι ενισχυμένο με συμφωνικές δυναμικές, όμως), πριν γίνει ο βάρδος του 1-1-4 και της αντιδικτατορικής αντίστασης, ο Μίκης ήταν για μια πενταετία (1954-1959) ένας εντυπωσιακά ανερχόμενος νεαρός συνθέτης συμφωνικής μουσικής, με στιβαρές σπουδές μουσικής θεωρίας στα ωδεία Αθηνών και Παρισιού και λαμπρές ευρωπαϊκές προοπτικές.
19 Οκτωβρίου 1959, το μπαλέτο «Αντιγόνη» του 34χρονου Μίκη Θεοδωράκη ανέβηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου με πρωτοχορευτές την Μαργκότ Φοντέιν και τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ!
Παίρνει μέρος σε διαδήλωση του Ε.Α.Μ. στην Τρίπολη. Συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, βασανίζεται ανάλγητα –δεν δίνει ούτε μισό όνομα. Κι εκεί, στο κρατητήριο με άλλους συναγωνιστές, ο πάντα ανήσυχος σπουδαστής μουσικής θεωρίας έρχεται σε επαφή με τον Μαρξισμό. Και τους κομμουνιστές. «Το 1942 υπήρξε για μένα σταθμός,» γράφει ο ίδιος ο Θεοδωράκης σε κείμενό του, τον Σεπτέμβρη του 2018, ενόψει μιας συναυλίας του έργου του «Αποκάλυψη» στο Μέγαρο (ολόκληρο το κείμενο εδώ ) «Πρώτον, άκουσα για πρώτη φορά συμφωνική μουσική (την 9η του Μπετόβεν). Δεύτερον, ανέπτυξα την θεωρία μου “Για τη Συμπαντική Αρμονία”, που έμελλε να γίνει ο οδηγός σε όλη μου τη ζωή (Σκέψη και Δράση). Και τρίτον, άρχισα τη σύνθεση του πρώτου χορωδιακού-συμφωνικού μου έργου με […] τίτλο […] “Αποκάλυψη”.»
Η σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με την πολιτική, διετέλεσε πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη (1963-1967), βουλευτής της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (1964-1967), συνιδρυτής του Πανελλήνιου Αντιδικτατορικού Μετώπου (1967), στέλεχος του ΚΚΕ Εσωτερικού (1970-1972), υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων (1978). και βουλευτής του ΚΚΕ (1981-1986). Σε μια από τις πολλές αμφιλεγόμενες ενέργειές του, ο Θεοδωράκης ολοκλήρωσε την κομματική καριέρα του ως βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας και υπουργός Επικρατείας άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993).
Πρωτοστατεί, ας πούμε, στην προσέγγιση της ισραηλινής κυβέρνησης με τον Γιασέρ Αραφάτ το 1972 (παρεμπιπτόντως, η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Αραφάτ και Σιμόν Πέρες το 1994 στο Όσλο έγινε υπό την ζωντανή εκτέλεση του «Μαουτχάουζεν»). Ή συνεισφέρει ενεργά στην ελληνοτουρκική πολιτιστική γέφυρα φιλίας στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Δίνει διεθνώς συναυλίες κατά της ατομικής ενέργειας, υπέρ της Διεθνούς Αμνηστίας, κατά του πολέμου σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Συγχρόνως, συνθέτει πάντα – το 2002 παρουσιάζει την πασιφιστική όπερά του «Λυσιστράτη», λόγου χάρη.
Ποιός θα ξεχάσει την παρέμβαση του, στο ζήτημα του ονόματος της Βόρειας Μακεδονίας (τότε ΠΓΔΜ) που ήταν κεντρικός ομιλητής στο Παμμακεδονικό Συλλαλητήριο της Αθήνας (κατά της χρήσης του ονόματος «Μακεδονία») στις 4 Φεβρουαρίου του 2018.
Ο Μίκης ήταν μέγιστο εθνικό κεφάλαιο ο Μίκης για την χώρα. Θα λείψει. Το γέλιο του, η βαθιά φωνή του, οι απίθανες χειρονομίες του πάνω και κάτω από το πόντιουμ. Ο λόγος του, η σπίθα στο βλέμμα. Θα μείνει όμως για πάντα η μουσική του.
Καλό του ταξίδι!!!!
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου