Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

Τρεις φορές είχε καταγγείλει τον σύζυγό για ενδοοικογενειακή βία το 40χρονο θύμα και η δικαιοσύνη τον είχε ελεύθερο

 



Δεν είναι ένα, δεν είναι δύο τα περιστατικά, ειδικά τον τελευταίο καιρό, που ανεύθυνοι και επικίνδυνοι δικαστές αφήνουν ελεύθερο ένα επικίνδυνο κακοποιό που εκμεταλλεύεται την ανευθυνότητα των δικαστών και ολοκληρώνει το έγκλημα του.

Αυτό που είναι σίγουρο πλέον και το απαιτούν οι πολίτες αυτής της χώρας, είναι ηγεσία της δικαιοσύνης που αποτελείται από έμπειρους δικαστές να αξιολογήσουν τους συναδέλφους τους, ώστε να κριθούν εάν μπορούν να δικάζουν σωστά με ευθύνη και όχι άρπα κόλα να τελειώνουμε.

Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., προκύπτει πως η 40χρονη, τόσο στο πρόσφατο παρελθόν όσο και προ δεκαετίας, είχε απευθυνθεί στις Αρχές τρεις φορές και είχε καταγγείλει τον εν διαστάσει σύζυγό της για ενδοοικογενεικακή βία.

Ειδικότερα, η πρώτη καταγγελία έγινε στις 3 Απριλίου 2013 με την γυναίκα να υποβάλει έγκληση κατά του πρώην συντρόφου της για παράβαση της νομοθεσίας περί ενδοοικογενειακής βίας. Τότε ο άνδρας συνελήφθη και οδηγήθηκε στον εισαγγελέα.

Η δεύτερη καταγγελία έγινα στις 18 Σεπτεμβρίου 2022 με το θύμα να καταγγέλλει τον εν διαστάσει σύζυγό της για απειλή, σωματική βλάβη και εξύβριση. Ο άνδρας συνελήφθη και πάλι και οδηγήθηκε στον εισαγγελέα. Σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι υπήρχε δικαστική απόφαση βάσει της οποίας ο άνδρας απαγορευόταν να διαμένει με το θύμα, πλην όμως η ίδια του το είχε επιτρέψει από το 2018.

Η τελευταία καταγγελία έγινε στις 7 Μαΐου 2024 και πάλι για ενδοοικογενειακή βία (απειλή, σωματική βλάβη και εξύβριση). Ο άνδρας συνελήφθη και οδηγήθηκε στον εισαγγελέα, ενώ έλαβε ρητή δικάσιμο για Παρασκευή 17 Μαΐου 2024, αντί να εκτιμηθεί το ιστορικό του, να προσδιοριστεί η δίκη άμεσα και να κρατηθεί μέχρι τότε. 

Ο διοικητής του τμήματος ενδοοικογενειακής βίας ενδιαφέρθηκε όχι μία αλλά πολλές φορές, καλώντας την στο τηλέφωνο να ρωτάει εάν είναι καλά και το θύμα του απαντούσε ότι είναι εντάξει.

Στη 40χρονη χορηγήθηκε παραγγελία για ιατροδικαστική εξέταση και δόθηκαν πληροφορίες, οδηγίες και έντυπο υλικό, προκειμένου να λάβει εάν επιθυμεί την αναγκαία υλική συνδρομή από τους αρμόδιους φορείς. Επιπλέον ενημερώθηκε για την δυνατότητα εγκατάστασης, στο κινητό της τηλέφωνο, της εφαρμογής «Panic Button» και της χορηγήθηκε κωδικός για πρόσβαση στην εν λόγω εφαρμογή. Παράλληλα ενημερώθηκε για τη δυνατότητα μεταφορά της σε δομή φιλοξενίας και δήλωσε ότι δεν επιθυμεί.

Ο δράστης είχε στήσει ενέδρα θανάτου στην πρώην γυναίκα του και όταν την είδε να διασχίζει τον δρόμο την πλησίασε και άρχισε να την μαχαιρώνει επανειλημμένα καταφέρνοντας της περισσότερα από 10 χτυπήματα.

Στη συνέχεια αποχώρησε από το σημείο, πήγε σε ένα ξενοδοχείο και προσπάθησε να κρυφτεί σε μία οικοδομή στην οποία, κατά αναφορές, είχε εργαστεί. Μαζί του είχε και κουτάκια μπύρας καταναλώνοντας μεγάλη ποσότητα αλκοόλ. Κάτι που άλλωστε συνήθιζε να κάνει και όταν ζούσε με το θύμα του. Έπινε και στη συνέχεια την χτυπούσε. Τελικά αστυνομικοί του τμήματος την περιοχής τον εντόπισαν κατά τη διάρκεια περιπολίας και του πέρασαν χειροπέδες.

Κατά τη σύλληψή του ο δράστης ήταν εμφανώς υπό την επήρεια αλκοόλ και έδειχνε να μην καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Οι αστυνομικοί τον περιγράφουν ως έναν άνθρωπο κυνικό που δεν έδειξε ούτε μια στιγμή να μετανιώνει για την πράξη του.

 «Ξύπνησα το πρωί και πήγα στο συγκεκριμένο γιατί ήξερα ότι περνάει από εκεί στις 5.30 το πρωί. Όταν την είδα έβγαλα το μαχαίρι και άρχισα να την μαχαιρώνω. Στη συνέχεια έφυγα με τα πόδια και πήγα σε ένα ξενοδοχείο. Έκατσα λίγο εκεί και μετά πήγα με τα πόδια στην οικοδομή και ήπια κάτι μπύρες μέχρι που τελικά με συνέλαβαν».

Στην ερώτηση των αστυνομικών γιατί προέβη στο ειδεχθές έγκλημα, ο καθ’ ομολογίαν δράστης φέρεται να απάντησε πως «Δεν άντεχα να βλέπω τον γκόμενο της να οδηγά το αμάξι μου. Εγώ δούλευα και εκείνη μου έτρωγε τα λεφτά».



0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου