Η ζωή και το τέλος 10 άγνωστων ηρώων του πολέμου
Όταν οι σειρήνες του πολέμου ξυπνούσαν τον κόσμο, το αξέχαστο εκείνο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου, ένας άνεμος καινούργιος φυσούσε πάνω από την ελληνική επικράτεια. Ένας άνεμος που φούσκωνε και γέμιζε τις αγουροξυπνημένες καρδιές των Ελλήνων με ενθουσιασμό και περηφάνια.
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
newsbeast.gr
Ένας άνεμος που γινόταν θύελλα αγανάκτησης και αποφασιστικότητας, βουερή φωνή περιφρόνησης για να μετατραπεί στη συνέχεια σε ένα κέφι παράδοξο, με ξέφρενες εκδηλώσεις και πανηγυρισμούς για ένα γεγονός κάθε άλλο παρά χαρμόσυνο… για την κήρυξη ενός πολέμου…
Οι χιλιάδες ήρωες που πολέμησαν τότε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στην αντίσταση της Κατοχής και στον αγώνα για την απελευθέρωση έχουν κατά κάποιο τρόπο αποσυρθεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές των ιστοριών που χάρισαν τη ζωή τους στο ιδανικό της πατρίδας, μένουν καταδικασμένοι στη λήθη αφού οι μνήμες από την εποχή εκείνη ανασύρουν κυρίως τα ονόματα του Ιωάννη Μεταξά, του Μανώλη Γλέζου και του Λάκη Σάντα που κατέβασαν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη και του Άρη Βελουχιώτη με του Ναπολέοντα Ζέρβα.
Το newsbeast.gr με αφορμή τον εορτασμό του ΟΧΙ ανασύρει μερικά άγνωστα ονόματα κάποιων ηρωικών μορφών της περιόδου εκείνης, σε μια τυχαία επιλογή αφού μονάδα μέτρησης του ηρωισμού δεν υπάρχει…
Από τους πρώτους μήνες του 1939 τα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν να εμφανίζονται στον ευρωπαϊκό ουρανό. Το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου του 1939, η Ιταλία, με τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας, καταλαμβάνει, με σαθρές αιτιολογίες, την Αλβανία, για ν' αποκαλύψει έτσι τα επεκτατικά σχέδια της στον χώρο της Χερσονήσου του Αίμου και στη Μεσόγειο. Η κατάληψη της Αλβανίας και η προώθηση ισχυρών ιταλικών δυνάμεων προς την ελληνοαλβανική μεθόριο ήταν φυσικό ν' ανησυχήσουν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία σπεύδει να ενισχύσει με μικρές μονάδες τους τομείς ευθύνης της 8ης Μεραρχίας (Ήπειρος) και της 9ης Μεραρχίας (Δ. Μακεδονία).
Χαράλαμπος Κατσιμήτρος
Ένας από τους πρώτους που αντιμετώπισε τα ιταλικά στρατεύματα, ήταν ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος. Το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου τον βρίσκει στρατηγό διοικητή της 8ης Μεραρχίας. Με λιγοστές δυνάμεις αντιμετώπιζε τον ιταλικό στρατό, παρόλο που η διαταγή από το αρχηγείο ήταν να εγκαταλείψει σιγά-σιγά τα εδάφη της Ηπείρου και να οπισθοχωρήσει μπροστά στις δυνάμεις του εχθρού. Η απάντησή του τότε ήταν «Κρατάω Καλπάκι». Λίγα χιλιόμετρα από τα σύνορα, ο Κατσιμήτρος στήνει τη γραμμή άμυνάς του, με κίνδυνο να περικυκλωθεί και να αποδεκατιστεί, δίνοντας όπλα σε βοηθητικούς, σε μάγειρες, σε όλους. Μ’ αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να κρατήσουν τους Ιταλούς μέχρι να φτάσουν τα τρένα με τους φαντάρους από την Αθήνα.
Ο Κατσιμήτρος ονομάστηκε τότε σύγχρονος Λεωνίδας. Μετά την κατάκτηση από τους Γερμανούς δέχτηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Τσολάκογλου ως υπουργός εργασίας και γεωργίας. Τέσσερις μήνες αργότερα όμως παραιτείται, βλέποντας την κυβέρνηση να λειτουργεί ως ανδρείκελο των Γερμανών. Μετά την απελευθέρωση η ολιγόμηνη του αυτή «παρασπονδία» τον οδηγεί στο εδώλιο αφού θεωρείται δωσίλογος και συνεργάτης των Γερμανών. Καταδικάζεται σε φυλάκιση 5,5 χρόνων τα οποία δεν εκτίει. Η φήμη του αποκαθίσταται πλήρως το 1949 και του επιστρέφεται ο βαθμός και τα παράσημά του.
Για εκείνη την πρώτη επίθεση η βιογραφία του γράφει: «Καθ’ όλην την μακράν αυτού στρατιωτικήν ζωήν και τους τεσσάρας πολέμους εις ους μετέσχεν από του 1912 και εντεύθεν, τους αγώνας και τας μάχας εις ας έλαβε μέρος, ουδέποτε ευρέθη υπό δυσμενεστέρας και δυσχερεστέρας περιστάσεις εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του».
Μαρία Δημάδη
Καταγόμενη από εύπορη οικογένεια του Αγρινίου, πατέρας της ο γιατρός και ποιητή Γιάννης Δημάδης, η Μαρία Δημάδη, ιδιαιτέρως μορφωμένη, φιλάνθρωπη και καλλιεργημένη, σπουδάζει φιλολογία στο Αμβούργο. Στην διάρκεια του πολέμου, οι γείτονές της, ο αρχιτέκτονας Κώστας Καζαντζής και ο γιατρός Δημήτριος Πανόπουλος, την μυούν, όπως γράφει ο Φ. Γελαδόπουλος στο σχετικό βιβλίο του, στο ΕΑΜ. Στην εξοχική της βίλα, στο χωριό Πλάτανος γίνεται μάλιστα και η πρώτη Συνδιάσκεψη του ΕΑΜ της περιοχής με εκείνη να είναι η πρώτη γυναίκα που οργανώνεται από την Αιτωλοακαρνανία στις γραμμές της Εθνικής Αλληλεγγύης.
Χάρη στη μόρφωση της και στην άριστη γνώση των Γερμανικών, προσλαμβάνεται ως διερμηνέας των Γερμανών στο φρουραρχείο του Αγρινίου. Εκεί παρακολουθεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, κρυφακούει συζητήσεις, ανοίγει βιβλία, διαβάζει απόρρητα έγγραφα και τα αποτυπώνει στο μυαλό της. Χρησιμοποιεί καινούρια καρμπόν για να έχει στα χέρια της λεπτομέρειες των κινήσεων του γερμανικού στρατού. Παράλληλα, όπως επίσης γράφει ο Φ. Γελαδόπουλος, η νέα διερμηνέας πείθει τον διοικητή του Φρουραρχείου να γίνει έρανος για τους φτωχούς της περιοχής, συγκροτούνται επιτροπές και συγκεντρώνονται 50.000 οκάδες καλαμπόκι, στάρι, λάδι.
Οι δέκα χιλιάδες μοιράζονται στους φτωχούς και οι υπόλοιπες 40.000 στέλνονται στον ΕΛΑΣ . Χωρίς να κινήσει υποψίες, με το πρόσχημα της εργασίας, παρακολουθεί τα πάντα, και μεταδίδει πληροφορίες για τις στρατιωτικές κινήσεις των κατακτητών στο Θέρμο, το Μακρυνόρος και το Καρπενήσι, όπου κατευθύνονται 50.000 Γερμανοί από Αγρίνιο και Λαμία με στόχο την κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας.
Όταν γίνεται αντιληπτή, μάλλον από κάποιον καταδότη, ανακρίνεται αλλά αρνείται τα πάντα. Έτσι το Σεπτέμβριο του 1944, λίγες μέρες πριν οι Γερμανοί εγκαταλείψουν οριστικά την πόλη, οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπου εκτελείται από Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών σε ηλικία 37 ετών, έξω από το νεκροταφείο της Αγίας Τριάδος και απέναντι σχεδόν από τις εκεί φυλακές.
Μιλτιάδης Ιατρίδης
Ενώ ο ελληνοϊταλικός πόλεμος μαίνεται στα βουνά της Ηπείρου, πέντε ελληνικά υποβρύχια προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στις θάλασσες της Μεσογείου. Ένα εξ’ αυτών το υποβρύχιο «Παπανικολής» με κυβερνήτη τον Μίλτο Ιατρίδη, έναν απείθαρχο θαλασσόλυκο. Όταν στις 22 Απριλίου περιπολεί κοντά στις ακτές της Ιταλοκρατούμενης Αλβανίας, το πλήρωμα του συλλαμβάνει ένα ιταλικό ιστιοφόρο το οποίο μεταφέρει έγγραφα του ιταλικού ναυτικού. Σε αυτά αναγράφεται η πληροφορία πως αναμένεται μεγάλη νηοπομπή στο λιμάνι του Αυλώνα στην Αλβανία, με σκοπό τον ανεφοδιασμό των ιταλικών δυνάμεων. Δύο μέρες μετά, όταν εμφανίζονται στον ορίζοντα τα ιταλικά πλοία, ο «Παπανικολής» εκτοξεύει δύο τορπίλες διαλύοντάς τα. Σε αντίποινα οι ιταλοί εκτοξεύουν 85 βόμβες βυθού με σκοπό να διαλύσουν το υποβρύχιο. Δεν το πετυχαίνει όμως καμία. Το υποβρύχιο και το πλήρωμά του βγαίνει αλώβητο από τον πόλεμο.
Μετά την απελευθέρωση ο κυβερνήτης του Ιατρίδης, υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό περνώντας από διάφορες διοικητικές θέσεις μέχρι την αποστρατεία του. Εν τέλει σκοτώνεται σε τροχαίο το 1960.
Γιώργος Δουράτσος.
Ο πόλεμος τον βρήκε στο βαθμό του ταγματάρχη και διοικητή του οχυρού Ρούπελ, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Με τους λιγοστούς άνδρες του, πρόβαλε λυσσαλέα αντίσταση στις ναζιστικές δυνάμεις που κατέβαιναν στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία. Οι ναζί βλέποντας πως δεν μπορούν να σπάσουν τη γραμμή των οχυρών την παρακάμπτουν και καταλαμβάνουν την κοιλάδα του Αξιού από τη Γιουγκοσλαβία και τη Θεσσαλονίκη. Τα οχυρά αποκόβονται και περικυκλώνονται. Όταν οι γερμανοί κήρυκες ζητούν από τους Έλληνες υπερασπιστές να παραδοθούν ο Δουράτσος απαντά: «Τα οχυρά καταλαμβάνονται, δεν παραδίδονται».
Μόνο όταν έφτασε η επίσημη διαταγή από την Αθήνα για κατάπαυση του πυρός ο Δουράτσος πείστηκε να σταματήσει την αντίσταση. Μόλις 30 άνδρες του είχαν απομείνει όταν βγήκαν κουρελιασμένοι και μπαρουτοκαπνισμένοι από τα οχυρά. Ο Γερμανός διοικητής έβαλε τους άνδρες του να παρουσιάσουν όπλα και κάλεσε τον Δουράτσο δίπλα του να επιθεωρήσουν μαζί το άγημα. Κανείς από τους υπερασπιστές του συγκεκριμένου οχυρού δεν πιάστηκε αιχμάλωτος.
Δημήτρης Ίτσιος
Από την ίδια περιοχή των οχυρών μας έρχεται άλλη μια ιστορία ενός αφανή ήρωα. Ο λοχίας Ίτσιος υπηρετεί ως πολυβολητής στα οχυρά Μεταξά και μάχεται υπέρ βωμών και εστιών. Αποστολή των εννέα πολυβολείων είναι να καθυστερήσουν την προέλαση του εχθρού μέχρι να συμπτυχθούν οι ελληνικές δυνάμεις στα Κρούσια. Τα 8 από τα πολυβολεία καταλαμβάνονται και σιγούν. Το μόνο που αντιστέκεται και παραμένει είναι το Π8 του Δημήτρη Ιτσιού. Όταν έχουν απομείνει 38.000 σφαίρες, ο πυροβολητής ζητά από τους υπόλοιπους στρατιώτες να φύγουν μένοντας εκείνος πίσω να τους καλύψει.
Οι περισσότεροι φεύγουν και αφήνουν πίσω τον Ίτσιο με άλλα δύο άτομα. Πριν τελειώσουν οι σφαίρες και παραδοθούν, σκοτώνουν πάνω από 200 γερμανούς στρατιώτες. Όταν ανοίγουν την πόρτα του πολυβολείου ο γερμανός διοικητής του δείχνει τους εκατοντάδες νεκρούς στην Ομορφοπλαγιά. Ο Ίτσιος αφού χαιρετά στρατιωτικά απαντά «έκανα το καθήκον μου» τότε ο γερμανός απαντά «πρέπει να κάνω κι εγώ το δικό μου» εκτελώντας τον εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια των συντρόφων του. Ο Γερμανός Διοικητής έγραφε αργότερα στο ημερολόγιο του «δεν μπορούσα να αφήσω στη ζωή έναν άνθρωπο που μου προξένησε τόσο μεγάλο κακό»…
Ηρώ Κωνσταντοπούλου
«Δεκαεφτά σφαίρες για έναν άγγελο» ήταν ο τίτλος της Ελληνικής ταινίας το 1981 που εξιστορούσε την σύντομη ζωή μιας ακόμη αγωνίστριας που αποτέλεσε παράδειγμα ηρωισμού και αυτοθυσίας στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου γεννημένη στις 16 Ιουλίου 1927 στην Αθήνα ήταν ακόμα μαθήτρια του οκτατάξιου Γυμνασίου του Αρσακείου στο Ψυχικό, όταν εντάχθηκε το 1943, στην ΕΠΟΝ. Κάτω από την μπλε ποδιά της, έκρυβε από προκηρύξεις μέχρι όπλα. Συμμετείχε σε σαμποτάζ και άλλες αντιστασιακές δράσεις. Αρχές Ιουλίου 1944, μια ομάδα των Ταγμάτων Ασφαλείας εισέβαλε στο σπίτι της στο Κουκάκι. Αφού τη χτύπησαν, τη μετέφεραν στα κρατητήρια.
Μετά από πάμπολα βασανιστήρια χωρίς να καταδώσει κανέναν, ο πατέρας της κατάφερε να πετύχει την προσωρινή της απελευθέρωσή με ένα αρκετά καλό χρηματικό ποσό για τα δεδομένα της εποχής. Οι πληγές στο πρόσωπο και στο κορμί δεν τσάκισαν το ηθικό της. Αντίθετα, συνέχισε πιο έντονα τον αγώνα. Συμμετείχε μάλιστα λόγω των άριστων γερμανικών της σε μια από τις πιο δύσκολες επιχειρήσεις, στην ανατίναξη ενός γερμανικού τρένου γεμάτου πυρομαχικά και πολεμοφόδια. Μετά από αυτό συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά στις 31 Ιουλίου 1944, τη μέρα που τελείωνε τις απολυτήριες εξετάσεις της. Για τέσσερα μερόνυχτα βασανιζόταν άγρια για να μαρτυρήσει τους συνεργάτες της. Όχι μόνο δεν μίλησε, αλλά προκαλούσε κι έβριζε τους βασανιστές της σε άπταιστα γερμανικά. Η Ηρώ, μαζί με άλλους 49, μεταφέρεται στις 5 Σεπτεμβρίου 1944 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Εκεί γαζώνεται από το εκτελεστικό απόσπασμα με τόσες σφαίρες όσα ήταν και τα χρόνια της, για παραδειγματισμό…
Κώστας Περρίκος
Ο αξιωματικός της ελληνικής αεροπορίας δεν έδειξε τον ηρωισμό του μόνο στις πολεμικές επιχειρήσεις αλλά και κατά την περίοδο της κατοχής. Βέβαια στις 27 Απριλίου 1935, είχε αποταχθεί από την Πολεμική Αεροπορία επειδή με σειρά άρθρων του στην εφημερίδα Εστία είχε ασκήσει κριτική στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία - θεωρούσε ως μη αξιόμαχη την Πολεμική Αεροπορία και ζητούσε την αναδιοργάνωσή της, με τη δημιουργία κρατικής αεροπορικής βιομηχανίας, προκειμένου η Ελλάδα να απαλλαγεί από ξένες πολιτικές και οικονομικές επιρροές στην εκλογή διαφόρων τύπων αεροσκαφών. Παρότι αντιτάχθηκε στο μεταξικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ζήτησε με αίτησή του στο Υπουργείο Αεροπορίας την ανάκλησή του στην ενεργό υπηρεσία. Η αίτησή του γίνεται δεκτή όμως μετά την κατάρρευση του μετώπου απολύεται ξανά. Αμέσως μετά την αποστράτευσή του ιδρύει στην Αθήνα μία από τις πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, τη «Στρατιά των Σκλαβωμένων Νικητών». Η οργάνωση αυτή αποτέλεσε το πρόπλασμα για την ίδρυση την 1η Οκτωβρίου 1941 της Πανελληνίου Ενώσεως Αγωνιζομένων Ελλήνων, γνωστής με τα αρχικά ΠΕΑΝ
Στην ΠΕΑΝ και την ομάδα Περρίκου οφείλεται μία από τις κορυφαίες πράξεις της Εθνικής Αντίστασης, η ανατίναξη των γραφείων της οργάνωσης ΕΣΠΟ (Εθνικο-Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις) στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, στις 20 Σεπτεμβρίου 1942. Η ΕΣΠΟ είχε ιδρυθεί το καλοκαίρι του 1941 από τον γιατρό Σπύρο Στεροδήμα και συνεργαζόταν με τους Γερμανούς κατακτητές. Η ανατίναξη του κτιρίου της ΕΣΠΟ χαρακτηρίστηκε από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Μόσχας ως το μεγαλύτερο σαμποτάζ που είχε γίνει μέχρι τότε στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Στις 11 Νοεμβρίου 1942, κατόπιν προδοσίας, ο Κώστας Περρίκος με 12 συναγωνιστές του συλλαμβάνονται σ’ ένα από τα κρησφύγετα της οργάνωσης στην Καλλιθέα. Στις 31 Δεκεμβρίου 1942, καταδικάζεται από Γερμανικό Στρατοδικείο της Αθήνας τρις εις θάνατο και μεταφέρεται στις φυλακές Αβέρωφ στο κελί των μελλοθανάτων Νο12. Στις 23 Ιανουαρίου 1943 οι Γερμανοί επιτρέπουν στην οικογένειά του να τον επισκεφθεί στη φυλακή. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν η γυναίκα και τα παιδιά του ζωντανό. Νωρίς το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου 1943 οδηγήθηκε στον τόπο της εκτελέσεώς του, στο Σκοπευτήριο Καισαριανής.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου