Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Η Τουρκία είχε υπογράψει σύμφωνο φιλίας με την ναζιστική Γερμανία το 1941 και εφοδίαζε με μέταλλα, για να ενισχύσει την πολεμική μηχανή των ναζιστών.



Πριν από αρκετά χρόνια, είχε δοθεί στη δημοσιότητα μια αποκαλυπτική έκθεση από το Τμήμα Ιστορίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που αναφερόταν στη στάση της επίσημης Τουρκίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και απέναντι στους Εβραίους, καθώς και στον εφοδιασμό της χιτλερικής Γερμανίας από την Τουρκία με χρώμιο και άλλα μέταλλα, γεγονός που συνέβαλε στην ενίσχυση της πολεμικής μηχανής των ναζιστών.

Η έκθεση αυτή συντάχθηκε υπό την εποπτεία τού τότε υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Στούαρτ Αϊζενστάτ (Stuart Eizenstat) και παρουσιάστηκε σε μια διεθνή διάσκεψη για τον ναζιστικό χρυσό που είχε πραγματοποιηθεί στο Λονδίνο στις 1-4 Δεκεμβρίου 1997, ενώ ακολούθησε πρόσθετη ιστορική τεκμηρίωση για το ίδιο θέμα που είχε παρουσιαστεί από τις ΗΠΑ στις αρχές του 1998 και αναφερόταν στις ποσότητες του χρυσού των χιτλερικών που είχαν λάβει χώρες με φασιστικά καθεστώτα, όπως η Ισπανία του δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο, η Πορτογαλία του δικτάτορα Αντόνιο ντι Ολιβέιρα Σαλαζάρ, αλλά επίσης η Τουρκία και η Αργεντινή.

Με βάση στοιχεία της έκθεσης, που δόθηκαν από τη CIA και τα υπουργεία Εξωτερικών, Αμυνας, Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εμπορίου των Ηνωμένων Πολιτειών, τα απαραίτητα για την κατασκευή όπλων μέταλλα οι Γερμανοί τα πλήρωναν στην Τουρκία με χρυσό που έκλεβαν από τις κατακτημένες χώρες. Ένα μέρος δε του χρυσού αυτού προερχόταν από τα θύματα, κυρίως Εβραίους ­ της ναζιστικής βαρβαρότητας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Στις καταγγελίες εκείνες αντέδρασε η τουρκική κυβέρνηση. Και ο τότε υπουργός Εσωτερικών και εκπρόσωπος Τύπου Σουκρού Γκιουρέλ ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο η χώρα του δεν συμμετείχε στη ρευστοποίηση του χρυσού που άρπαξαν οι ναζιστές από τους Εβραίους, αλλά και ότι η Τουρκία «συγκαταλέγεται στις χώρες που αντιπαρατάχθηκαν στη ναζιστική Γερμανία».

Οι κυβερνώντες στην Αγκυρα διαχρονικά φαίνεται να «ξεχνούν» ποια ήταν η στάση της επίσημης Τουρκίας έναντι των χιτλερικών καθ' όλη τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Την ώρα δηλαδή που ο ελληνικός λαός μέσα από τις αντιστασιακές του οργανώσεις, όπως και οι λαοί των υπόλοιπων υπόδουλων ευρωπαϊκών λαών πολεμούσαν με νύχια και με δόντια κατά των χιτλεροφασιστών κατακτητών. Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την εισβολή, την άνοιξη του 1941, των χιτλερικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια.

Τότε, η Αγγλία ζήτησε από την Άγκυρα να διακόψει τουλάχιστον τις διπλωματικές της σχέσεις με τον Αξονα ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τους Ελληνες. Όμως ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ρουστού Σαράτσογλου, όχι μόνο αρνήθηκε να προσχωρήσει η χώρα του στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων, αλλά απέρριψε ακόμη και μια απλή, συμβολική, διπλωματική αποδοκιμασία της επίθεσης κατά της γειτονικής Ελλάδας. Αντιθέτως, η Τουρκία υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με τη Γερμανία, τον Ιούλιο του 1941, σε μια εποχή δηλαδή που ολόκληρη η Ευρώπη αγωνιζόταν κατά των δυνάμεων του Άξονα.

Ήθελαν το λιμάνι της Θεσσαλονίκης!

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, το διάστημα εκείνο, παρά τις περί «ουδετερότητας» διακηρύξεις της, η Τουρκία διαπραγματευόταν την έξοδό της στον πόλεμο στο πλευρό των ναζιστών έναντι εδαφικών ανταλλαγμάτων. Τα ίδια ανταλλάγματα η Άγκυρα ζητούσε κρυφά και από τη Βρετανία, παίζοντας ταυτόχρονα «σε δύο ταμπλό». Στις διαπραγματεύσεις οι Τούρκοι απαιτούσαν όχι μόνο εδάφη, όπως τη Θράκη, την Κριμαία, την Υπερκαυκασία, αλλά και δικαιώματα με το αναχρονιστικό σύστημα των «εντολών» στη Συρία, στο Ιράκ, στην Αίγυπτο και στην Αλβανία. Επίσης, εξέφραζαν την επιθυμία να αποκτήσουν ελληνοκατοικημένες περιοχές, όπως τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και επιπλέον το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Η βρετανική κυβέρνηση, δυσαρεστημένη έντονα από την τουρκική στάση, στέλνει τον Φεβρουάριο του 1941 στην Άγκυρα τον υπουργό Εξωτερικών Αντονι Ιντεν. Οι Σύμμαχοι διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να ελπίζουν σε βοήθεια της Τουρκίας για αντίσταση στη γερμανική εισβολή στα Βαλκάνια. Αντίθετα, τέσσερις ημέρες πριν από την επίθεση της Γερμανίας κατά της Σοβιετικής Ένωσης, και συγκεκριμένα στις 18 Ιουνίου 1941, υπογράφτηκε ­ύστερα από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Φον Πάπεν και στην τουρκική κυβέρνηση γερμανοτουρκική συμφωνία «μη επιθέσεως».

Με βάση τη συμφωνία που ακυρώνει την αγγλοτουρκική συνθήκη του 1939, εξασφαλίζεται η νοτιοανατολική πτέρυγα της Γερμανίας, ενώ με το εμπορικό σύμφωνο, στις 9 Οκτωβρίου 1941, η Τουρκία μετατρέπεται σε πηγή πρώτων υλών για τη γερμανική πολεμική βιομηχανία, καθώς αναλαμβάνει να εφοδιάσει τη Γερμανία με δεκάδες χιλιάδες τόνους χρωμίου και μερικές άλλες πρώτες ύλες την περίοδο 1943-44.

Το φλερτ όμως Αγκυρας-Βερολίνου δεν σταματάει εκεί. Έτσι, κατά την επιδρομή των ναζιστικών ορδών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ο Αδόλφος Χίτλερ και ο Τούρκος πρόεδρος ανταλλάσσουν μηνύματα. Στην απάντησή του, με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 1941, ο Ινονού τονίζει ότι «δεν υπάρχουν αιτίες για οποιαδήποτε σύγκρουση ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και στα στρατεύματα του Ράιχ».

Στις 15 Δεκεμβρίου 1941 κι ενώ ο ελληνικός λαός γνωρίζει το μαρτύριο της πείνας, λόγω της καταλήστευσης των ειδών διατροφής από τις αρχές κατοχής, καταφτάνει στο λιμάνι του Πειραιά το φορτηγό πλοίο «Κουρτουλούς», μεταφέροντας βοήθεια της τουρκικής Ερυθράς Ημισελήνου, κυρίως σε τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Όμως, μόνο το ένα τρίτο των ειδών που συγκεντρώθηκαν μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Σύμφωνα δε με την «Ελληνική Ενωση Κωνσταντινουπολιτών», από τους 50.000 τόνους της βοήθειας που είχε συγκεντρωθεί, χάρη κυρίως στην πρωτοβουλία των κοινοτικών, φιλανθρωπικών, πολιτικών και θρησκευτικών συλλόγων των Ελλήνων της Πόλης, μόνο οι 17.500 τόνοι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα.

Τον Δεκέμβριο του 1941 το τουρκικό υπουργικό συμβούλιο απαγόρευσε την περαιτέρω μεταφορά τροφίμων στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να περιέλθουν στο τουρκικό κράτος σημαντικές ποσότητες σιταριού που είχαν συγκεντρωθεί στις αποθήκες της τουρκικής Ερυθράς Ημισελήνου και στο λιμάνι του Γαλατά.


Με πληροφορίες από τον Σπύρο Κουζινόπουλο : Δημοσιογράφος-συγγραφέας, πρώην γενικός διευθυντής του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων και γενικός γραμματέας της Ενωσης Βαλκανικών Πρακτορείων Ειδήσεων (ΑΒΝΑ)



0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου