Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Ο υπουργός και ο υφυπουργός Οικονομικών παρουσίασαν τις νομοθετικές πρωτοβουλίες

 


Τις νέες νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης στο υπουργείο Οικονομικών, παρουσίασαν οι αρμόδιοι υπουργοί κατά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Ο νέος ΕΝΦΙΑ - Μείωση ΕΝΦΙΑ με εφαρμογή των νέων αντικειμενικών αξιών. Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο τροποποιείται το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) και αντιμετωπίζονται τα νέα δεδομένα λόγω αναπροσαρμογής των τιμών εκκίνησης αντικειμενικού προσδιορισμού αξίας ακινήτων, οι οποίες εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2022. Με τις προτεινόμενες διατάξεις:

Μειώνεται ο φόρος ακόμη και για ακίνητα σε ζώνες στις οποίες αυξήθηκαν οι τιμές.

Καταργείται ο συμπληρωματικός φόρος για τα φυσικά πρόσωπα (διατηρείται για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες) και ενσωματώνεται στον κύριο φόρο.

Διορθώνονται στρεβλώσεις και αδικίες του παρελθόντος, με στόχο ένα φόρο πιο ορθολογικό και αναλογικό.

Ενδεικτικά:

Αναπροσαρμόζονται συντελεστές και κλιμάκια υπολογισμού του κυρίου φόρου κτισμάτων και οικοπέδων (μειώνονται συντελεστές και ενοποιούνται κλιμάκια).

Χορηγείται εφεξής σε μόνιμη βάση η μείωση του φόρου με βάση τη συνολική αξία της περιουσίας.

Αυξάνονται σημαντικά οι συντελεστές έκπτωσης του φόρου των φυσικών προσώπων για τη μικρομεσαία ιδιοκτησία.

Διευκολύνονται οι φορολογούμενοι στην αποπληρωμή του φόρου, καθώς παρέχεται η δυνατότητα πληρωμής του φόρου σε 10 ισόποσες μηνιαίες δόσεις.

Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκεται:


Η μείωση του ΕΝΦΙΑ για τα φυσικά πρόσωπα και ιδίως για εκείνα που διαθέτουν ακίνητα που εντάσσονται σε χαμηλές και μεσαίες τιμές ζώνης, παρά την αύξηση των τιμών εκκίνησης στις περισσότερες ζώνες.

Η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου φυσικών προσώπων (ως σήμερα υπολογιζόταν στη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας, εφόσον αυτή υπερέβαινε τις 250.000 ευρώ) και η ενσωμάτωσή του στον κύριο φόρο.

Η διόρθωση στρεβλώσεων και αδικιών, προκειμένου ο φόρος να γίνει πιο ορθολογικός, δίκαιος και αναλογικός.

Ενδιάμεσο Πρόγραμμα Συνεισφοράς Δημοσίου για τη στήριξη ευάλωτων οφειλετών. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 1023/2019 ψηφίστηκε ο Νόμος 4738/2020 «Ρύθμιση οφειλών και παροχή 2ης ευκαιρίας». Στον νόμο αυτό προβλέπεται η ίδρυση ενός ιδιωτικού Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης πρώτης κατοικίας ευάλωτων νοικοκυριών. Μέχρι την ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας, μέσω της οποίας θα επιλεγεί ο ιδιώτης που θα συστήσει τον Φορέα, ενεργοποιείται ένα ενδιάμεσο πρόγραμμα προστασίας ευάλωτων οφειλετών. Το νομοσχέδιο αυτό προβλέπει κρατική επιδότηση 70-210 ευρώ (ανάλογα με τα μέλη του νοικοκυριού), το οποίο θα καταβάλλεται, προκειμένου να ανασταλεί η διαδικασία πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας ευάλωτων οφειλετών, για χρονικό διάστημα 15 μηνών. 

Ο άμεσος στόχος του προγράμματος είναι η αποτροπή των πλειστηριασμών και εξώσεων πρώτης κατοικίας των ευάλωτων νοικοκυριών, που έχουν χρέη σε πιστωτές, μέχρι την ίδρυση του ιδιωτικού Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης που προβλέπεται στον Ν. 4738/2020 (Α' 207) και αποτελεί μια μόνιμη λύση. Ο Φορέας αυτός θα προβαίνει στην αγορά της πρώτης κατοικίας και την επαναμίσθωσή της στον ευάλωτο οφειλέτη για χρονικό διάστημα μέχρι 12 έτη εντός του οποίου εκείνος μπορεί να προβεί στην επαναγορά της. Κατά συνέπεια, το πρόγραμμα αυτό παρέχει τον απαιτούμενο χρόνο, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η προστασία του δικαιώματος στέγασης των ευάλωτων νοικοκυριών. Παράλληλα, επιτυγχάνεται η θέσπιση πολιτικών κοινωνικής προστασίας για τους ευάλωτους οφειλέτες.

Το πρόγραμμα θεσπίζεται αποκλειστικά για τους ευάλωτους πολίτες, καθώς η Πολιτεία λαμβάνει υπόψη της ότι οι οικονομικές δυνατότητες δεν είναι οι ίδιες και ότι η λήψη μέτρων οικονομικής ενίσχυσης και η παροχή οικονομικών διευκολύνσεων για την περαιτέρω στήριξη αυτών των οφειλετών, είναι καταλυτικής σημασίας για την κοινωνική συνοχή. Αναδεικνύει, επιπλέον, την κρατική ευθύνη, διασφαλίζοντας την ορθή και αποτελεσματική λειτουργία των μηχανισμών κοινωνικής πρόνοιας. Επιπρόσθετα εδραιώνεται το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών προς το Κράτος και ενισχύεται η εμπιστοσύνη στο Κράτος δικαίου, αφού εξασφαλίζεται η πρόληψη γένεσης κοινωνικών προβλημάτων.

Ανεξάρτητη Αρχή Πιστοληπτικής Αξιολόγησης. Αντικείμενο του προτεινόμενου νομοσχεδίου είναι η σύσταση της «Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοληπτικής Αξιολόγησης».

Η Αρχή έχει ως σκοπό τη συλλογή, αποθήκευση και επεξεργασία πρωτογενών δεδομένων πιστοληπτικής συμπεριφοράς φυσικών και νομικών προσώπων έναντι του Δημοσίου, την αξιόπιστη αξιολόγηση της πιστοληπτικής συμπεριφοράς τους και την παραγωγή και χορήγηση πιστοληπτικής βαθμολόγησής τους προς χρήση από δημόσιους οργανισμούς και φορείς, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή/και λοιπούς ιδιώτες (π.χ. εμπόρους). Αντίστοιχοι φορείς (credit bureau) λειτουργούν στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. (Ιρλανδία, Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Πορτογαλία, Αυστρία), ενώ στην Ελλάδα μέχρι σήμερα λειτουργεί ιδιωτική εταιρεία (ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ) που διαθέτει μόνο τα δεδομένα των τραπεζών.

Το προτεινόμενο νομοσχέδιο αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ασύμμετρης πληροφόρησης μεταξύ πιστωτών (ιδιωτικών ή δημόσιων φορέων) και οφειλετών και μεταξύ πιστωτών (ιδιωτικών ή δημόσιων φορέων) ως προς την πιστοληπτική ικανότητα φυσικών και νομικών προσώπων έναντι του Δημοσίου. Η ασύμμετρη πληροφόρηση οδηγεί σε μη επιθυμητά αποτελέσματα, όπως ότι: α) οι οφειλέτες δανείζονται περισσότερα χρήματα από όσα είναι σε θέση να εξοφλήσουν ή οι πιστωτές είναι πρόθυμοι να δανείσουν λιγότερα χρήματα από όσα ο οφειλέτης θα μπορούσε σταθερά να εξοφλεί, β) όσο οι οφειλέτες έχουν πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες από τους πιστωτές, δύνανται να συνάπτουν συμβάσεις δανείου χωρίς πρόθεση να τις εξυπηρετήσουν, γ) οι πιστωτές δεν εγκρίνουν αιτήσεις δανειοδότησης σε οφειλέτες, παρόλο που αυτοί διαθέτουν επαρκή πιστοληπτική ικανότητα, ελλείψει επαρκών στοιχείων για τις οφειλές τους προς το Δημόσιο και είναι πιθανό να εγκρίνουν αιτήσεις οφειλετών που δεν είναι αξιόχρεοι προς το Δημόσιο, αλλά επιδιώκουν ενεργά τη χορήγηση δανείου. 

Η σύσταση της «Ανεξάρτητης Αρχής Πιστοληπτικής Αξιολόγησης» αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του προβλήματος της ασύμμετρης πληροφόρησης, στη διευκόλυνση της διαθεσιμότητας πιστοληπτικής αξιολόγησης προς χρήση από δημόσιους φορείς, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και λοιπούς ενδιαφερόμενους, στο πλαίσιο μείωσης των επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών και για την πρόληψη του φαινομένου της υπερχρέωσης.

Αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οι προτεινόμενες διατάξεις του νομοσχεδίου στοχεύουν στην ουσιαστική αναμόρφωση του πλαισίου που διέπει τη λειτουργία του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητά του και να επιταχυνθεί η ολοκλήρωση του έργου του, με την αποδοτική επιστροφή των συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας στον ιδιωτικό τομέα. Με τις προτεινόμενες διατάξεις επέρχονται παρεμβάσεις, με τις οποίες:

Αποσαφηνίζεται ότι η αποεπένδυση εντάσσεται στον σκοπό τον οποίον υπηρετεί το Ταμείο, αναδεικνύοντας τη σημασία της για την ευμάρεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και κατ' επέκταση για την εθνική οικονομία.

Παρατείνεται κατά το αναγκαίο χρονικό διάστημα η διάρκεια του Ταμείου.

Απλοποιείται το μοντέλο διοίκησης του Ταμείου, με τη συγχώνευση των υφισταμένων δύο διακριτών οργάνων (δηλ. του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής) σε ένα ενιαίο όργανο, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου. Η μεταβολή αυτή αναμένεται να αυξήσει σημαντικά την ευελιξία, καθώς επίσης την ταχύτητα λήψης αποφάσεων. Προβλέπεται, δε, ειδική διαδικασία άμεσης μετάβασης στο νέο σχήμα διοίκησης.

Επικαιροποιείται και απλουστεύεται το σύνθετο περιβάλλον ειδικών δικαιωμάτων διοίκησης και ελέγχου του Ταμείου ως προς τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία μετέχει, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβολές που έχουν επέλθει στο πεδίο της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων στο διάστημα που μεσολάβησε από την ίδρυσή του και περιορίζοντας τις επικαλύψεις.

Εισάγονται λεπτομερείς προβλέψεις για τον σχεδιασμό, την υιοθέτηση και την εφαρμογή της πολιτικής αποεπένδυσης από το Ταμείο, κατά τρόπον ώστε να δρομολογηθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά η μετάβαση των πιστωτικών ιδρυμάτων στην ιδιωτική συμμετοχή.

Άσκηση τελωνειακής αντιπροσώπευσης - Ρύθμιση επαγγέλματος τελωνειακού αντιπροσώπου. Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο ανακαθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την τελωνειακή αντιπροσώπευση και ρυθμίζονται ειδικότερα οι όροι άσκησης του επαγγέλματος του τελωνειακού αντιπροσώπου, σύμφωνα με το πλαίσιο που καθορίζεται από τις σχετικές διατάξεις του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα. Ταυτόχρονα, καταργείται ο ν. 718/1977 «Περί εκτελωνιστών» (Α΄304), ο οποίος περιλαμβάνει παρωχημένες προβλέψεις και έχει τροποποιηθεί αποσπασματικά από τον ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και τον ν. 4111/2013 (Α΄ 18), με αποτέλεσμα να εκκρεμούν ζητήματα προς ρύθμιση και κατ' επέκταση να δημιουργούνται προβλήματα εφαρμογής. Ειδικότερα με το νομοσχέδιο αυτό: 

Διαφοροποιούνται οι όροι άσκησης της τελωνειακής αντιπροσώπευσης και διευκρινίζεται η ευθύνη (άμεση ή έμμεση) που απορρέει.

Καταργούνται οι εξετάσεις για την απόκτηση πιστοποίησης επάρκειας εκτελωνιστή και εισάγεται πρόβλεψη για συγκεκριμένα προγράμματα πιστοποίησης από ειδικά διαπιστευμένους φορείς. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η πρόβλεψη για επιμόρφωση καθ' όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής δραστηριοποίησης των τελωνειακών αντιπροσώπων.

Παρέχεται, σύμφωνα με τον Ενωσιακό Τελωνειακό Κώδικα, η δυνατότητα σε τελωνειακούς αντιπροσώπους που ασκούν το επάγγελμα σε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε., να δραστηριοποιηθούν και στην Ελλάδα υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Καθορίζονται συγκεκριμένες υποχρεώσεις των επαγγελματιών τελωνειακών αντιπροσώπων, μεταξύ των οποίων η τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας και του Χάρτη Ποιότητας που καταρτίσθηκαν από τη Διεθνή Συνομοσπονδία Εκτελωνιστών -Πανευρωπαϊκό Δίκτυο.

Ρυθμίζονται τα θέματα αναστολής, ανάκλησης και ακύρωσης της άδειας επαγγελματία τελωνειακού αντιπροσώπου (εκτελωνιστή), σύμφωνα με τις επιταγές του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα.

Αναμορφώνεται το πλαίσιο της πειθαρχικής εξουσίας επί των επαγγελματιών τελωνειακών αντιπροσώπων και ρυθμίζονται θέματα για τα οποία υφίσταται νομοθετικό κενό, όπως η παραγραφή των πειθαρχικών αδικημάτων και η λήξη της πειθαρχικής ευθύνης.



0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου