Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία




Δραματικές ώρες διανύει η Τουρκία, ύστερα από την απόπειρα πραξικοπήματος από ομάδα στρατιωτικών που έθεσε υπό τον έλεγχό της αεροδρόμια και το κτίριο της κρατικής τηλεόρασης, κατεβάζοντας τεθωρακισμένα στους δρόμους της Αγκυρας και της Κωνσταντινούπολης.

Η κατάσταση παρέμενε συγκεχυμένη τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, καθώς πλήθος κόσμου βρισκόταν στους δρόμους των δύο μεγάλων πόλεων, ενώ ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ και ο εκπρόσωπος της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών έκαναν λόγο για αποτυχία του πραξικοπήματος. Με συνέντευξή του στο CNN Turk από άγνωστη τοποθεσία, ο Ερντογάν επέρριψε την ευθύνη της απόπειρας στο «παράλληλο δίκτυο» του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, εκπρόσωποι του οποίου διέψευδαν κάθε ανάμειξη. Υπέρ της υποστήριξης της «δημοκρατικά εκλεγμένης» κυβέρνησης της Τουρκίας και εναντίον των επίδοξων πραξικοπηματιών τάχθηκαν ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και ο εκπρόσωπος της Γερμανίδας καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο πυρήνας των πραξικοπηματιών εντοπίζεται στην Α΄ Στρατιά των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, ενώ άλλες πληροφορίες ανέφεραν ότι οι επίδοξοι πραξικοπηματίες κρατούσαν όμηρο τον αρχηγό του γενικού επιτελείου. Η εφημερίδα Hurriyet ανέφερε ότι οι κινηματίες σκότωσαν 17 αστυνομικούς στην Αγκυρα και ότι πολεμικό αεροσκάφος F-16 κατέρριψε ελικόπτερο που μετέφερε ορισμένους εκ των ηγετών των πραξικοπηματιών. Ο αρχηγός του Ναυτικού Μπουλέντ Μποσταντζόγλου και ο επικεφαλής των Ειδικών Δυνάμεων Ζεκάι Ακσακαλί διαχώρισαν τη θέση τους από τους κινηματίες.

Νωρίτερα, ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ αποκήρυξε την «παράνομη δραστηριότητα» μιας στρατιωτικής ομάδας, επιμένοντας ότι δεν πρόκειται για πραξικόπημα. Η ανακοίνωση της στρατιωτικής ομάδας στο εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο TRT, που διαβάστηκε από ομιλητή, έλεγε ότι η δημοκρατική τάξη και το κράτος δικαίου καταπατήθηκαν από τη σημερινή κυβέρνηση και προανήγγειλε νέο Σύνταγμα. «Τουρκικές ένοπλες δυναμεις κατέλαβαν τον έλεγχο της χώρας με στόχο την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, για να κάνουν το κράτος δικαίου κυρίαρχο ξανά, για να επιβεβαιώσουν την κατεστραμμένη δημόσια τάξη», αναφέρεται στην ανακοίνωση. «Ολες οι διεθνείς συμφωνίες και υποσχέσεις ισχύουν. Ελπίζουμε ότι οι καλές σχέσεις με όλες τις χώρες θα συνεχιστούν», συμπληρώνεται.

Τουρκική πηγή ανέφερε στο πρακτορείο ειδήσεων «Ρόιτερς» ότι η ανακοίνωση δεν εγκρίθηκε από τη διοίκηση του στρατού. Ο Γιλντιρίμ είπε στο ιδιωτικό τηλεοπτικό δίκτυο NTV, μιλώντας από το τηλέφωνο: «Σημειώθηκε μια παράνομη ενέργεια από μια ομάδα μέσα στον στρατό... Ο λαός μας θα πρέπει να γνωρίζει πως δεν θα επιτρέψουμε οποιαδήποτε πράξη ζημιώνει τη δημοκρατία. Οσοι ενέχονται σε αυτήν την παράνομη ενέργεια θα πληρώσουν το υψηλότερο δυνατό τίμημα».

Η δραματική τροπή των γεγονότων άρχισε να ξεδιπλώνεται στις 10 το βράδυ της Παρασκευής τοπική ώρα. Η κυκλοφορία των οχημάτων σταμάτησε και στις δύο μεγαλύτερες γέφυρες που διασχίζουν τον Βόσπορο, αυτήν του Βοσπόρου και εκείνη του Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ. Υπήρχαν πληροφορίες για πυροβολισμούς στην πρωτεύουσα Αγκυρα. Πυροβολισμοί ακούστηκαν επίσης έξω από το κεντρικό αρχηγείο της αστυνομίας στην Κωνσταντινούπολη και τανκς αναπτύχθηκαν έξω από το αεροδρόμιο της πόλης. Ολες οι πτήσεις ακυρώθηκαν. Μαχητικά αεροσκάφη εθεάθησαν να πετούν πάνω από την Κωνσταντινούπολη και την Αγκυρα. Ευρωπαϊκή πηγή έλεγε στο «Ρόιτερς» ότι η στρατιωτική ενέργεια μοιάζει «καλά οργανωμένη από ένα σοβαρό Σώμα μέσα στο στράτευμα και όχι από λίγους στρατηγούς».

Τα ρήγματα στην Τουρκία

Από την ίδρυση του τουρκικού κράτους, το 1923, ο στρατός θεωρούσε εαυτόν θεματοφύλακα του κοσμικού καθεστώτος που θέσπισε ο πρώτος πρόεδρος και στρατιωτικός ήρωας Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και της δυτικής πορείας της χώρας. Χρησιμοποιώντας όπλα, ο στρατός ανέτρεψε εκλεγμένες κυβερνήσεις το 1960 και το 1980, ενώ η απειλή στρατιωτικής παρέμβασης οδήγησε στην ανατροπή του πρωθυπουργού Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ το 1971 και του πρωθυπουργού Νετσμεντίν Ερμπακάν το 1997. Μετά το πραξικόπημα του 1960, το στρατιωτικό καθεστώς οδήγησε στην αγχόνη τρεις πολιτικούς, μεταξύ αυτών τον πρώην πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές. Η άνοδος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και η επιδίωξή του να οδηγήσει την Τουρκία προς την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση «αφόπλισαν» το «βαθύ κράτος» των στρατιωτικών. Αφενός η Ε.Ε. καθορίζει ότι ο στρατός δεν μπορεί να διαδραματίσει κανέναν ρόλο στην πολιτική, αφετέρου το κεμαλικό καθεστώς έχει χάσει το μονοπώλιο της φιλοδυτικής δύναμης. Τα τελευταία χρόνια, όμως, η μεγαλύτερη ανάμειξη της θρησκείας στην καθημερινότητα και η συμμαχία του Ερντογάν με τον θρησκευτικό ηγέτη Φετουλάχ Γκιούλεν –και η μετέπειτα διένεξή τους– άνοιξαν νέα ρήγματα μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών, καθώς και ανάμεσα σε ομάδες πολιτών.




Έντυπη Καθημερινή


0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου