Η έστω μετρίως θετική πορεία που καταγράφηκε το 2014 και τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 έχει αναστραφεί, επισημαίνεται στην τριμηνιαία έκθεση.
Τον υπαρκτό κίνδυνο η χώρα να διολισθήσει σε βαθύτερη ύφεση ή και σε μια μακροχρόνια στασιμότητα, επισημαίνει στην τριμηνιαία έκθεσή του (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2015) το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Μάλιστα όπως εκτιμούν τα μέλη της επιστημονικής ομάδας υπό τον καθηγητή Π. Λιαργκόβα, η έστω μετρίως θετική πορεία που καταγράφηκε το 2014 και τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 έχει αναστραφεί.
Η πρόβλεψη είναι οι μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου «θα εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ύφεσης, καθώς το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να είναι χειρότερο σε σχέση με το πρώτο». Όπως τονίζεται σχετικώς «το εξάμηνο αυτό θα αντανακλά με χρονική υστέρηση όλες τις συνέπειες των προηγούμενων αρνητικών εξελίξεων, όπως οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, η αβεβαιότητα, η επενδυτική άπνοια κ.λπ.».
Έτσι, έξι χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου το 2010, «η ελληνική κρίση δεν έχει ξεπερασθεί, μολονότι, παρά τις πολιτικές αναταράξεις, τα χρόνια που πέρασαν μειώθηκαν τα τεράστια δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα και πραγματοποιήθηκαν κάποιες μεταρρυθμίσεις». Ωστόσο, στο ερώτημα που τίθεται γιατί δεν ξεπεράστηκε ως σήμερα η κρίση, η απάντηση που δίδεται από το Γραφείο Προϋπολογισμού είναι ότι πέραν της διάρκειας και της έντασης της λιτότητας (περικοπές μισθών, συντάξεων και άλλων δαπανών, αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών, που εξουδετέρωσαν τυχόν ευνοϊκές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων κλπ.), η απάντηση «συνδέεται με την εσφαλμένη υπόθεση ότι αρκεί να σταματήσει η «λιτότητα» (ή να καταργηθούν τα «Μνημόνια») για να ανακάμψει η χώρα».
Κατά την άποψή του όμως δεν είναι πλήρης η ερμηνεία αυτή «διότι παραβλέπει τις παθογένειες της χώρας στην πλευρά της παραγωγής, τη μεταρρυθμιστική υστέρηση, το κακό μείγμα μέτρων λόγω έμφασης στους φόρους, τις παλινωδίες και, κυρίως, τη σημασία της αβεβαιότητας για την οικονομική πορεία». Και επιπλέον, «υποτιμά τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας στη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και σε επιμέρους περιοχές της, που ήταν και παραμένει η μεγαλύτερη απειλή για την ανάκαμψη».
Συρρίκνωση του εγχώριου εισοδήματος στα 173 δισ. ευρώ
Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων δεν μένει καμία αμφιβολία ότι η χώρα επέστρεψε στην ύφεση το 3ο τρίμηνο του 2015. Κατά το προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2016, ως το τέλος του έτους θα έχει καταγραφεί ύφεση -2,3 % και, για το 2016 -1,3 %.3 Αυτό μεταφράζεται σε συρρίκνωση του εγχώριου εισοδήματος στα €173 δισ., από €179 δισ. το 2014.
Εντοπίζεται, εξάλλου, ότι από τον Σεπτέμβριο 2015 αυξάνεται πάλι η ανεργία και η μερική απασχόληση, ενώ δυσμενής ήταν και η πορεία των ελληνικών εξαγωγών το πρώτο εξάμηνο του 2015 και της βιομηχανικής παραγωγής, που υπέστη σοβαρά πλήγματα εξαιτίας των ελέγχων κεφαλαίου. Μάλιστα στην έκθεση προβλέπεται ότι η μείωση των εξαγωγών αναμένεται μεγαλύτερη για το δεύτερο εξάμηνο λόγω των επιπτώσεων των κεφαλαιακών ελέγχων. Ωστόσο, η επιτάχυνση του ΕΣΠΑ, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η αναμενόμενη δόση των €3 δισ., μετά την αξιολόγηση των θεσμών, εκτιμάται ότι μπορούν να συμβάλουν στην ταχύτερη ανάσχεση της κρίσης.
Πάντως, ο σπουδαιότερος όρος για ταχύτερη ανάκαμψη και, κυρίως, για να είναι αυτή σε διατηρήσιμη βάση, είναι, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, «να εξαλειφθεί η αβεβαιότητα τόσο ως προς τη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής, όσο και ως προς τη διαχείριση θεμάτων (όπως μεταρρυθμίσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.ά.)», κάτι που θα επιτευχθεί «αν ακολουθηθεί ο οδικός χάρτης του νέου Μνημονίου».
Δυσκολίες προσαρμογής
Στην πορεία αυτή εντοπίζονται δυσκολίες προσαρμογής. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, οι δύσκολες διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των τεσσάρων θεσμών (πρώην «τρόϊκας») ανέδειξαν πάλι τις δυσκολίες της προσαρμογής, αλλά και την κλίμακα των προβλημάτων που έχει η χώρα». Ενώ υπογραμμίζεται ότι την αβεβαιότητα τροφοδοτούν «η συνεχής αναζήτηση ΄΄ισοδυνάμων΄΄ για να γίνουν τροποποιήσεις (που μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουν νόημα, αλλά τροφοδοτούν την α-βεβαιότητα), οι ασάφειες σε φορολογικά ζητήματα (φορολόγηση μισθώματος ακινήτων, ΦΠΑ στην εκπαίδευση, ΕΝΦΙΑ), οι ανασχεδιασμοί στο ασφαλιστικό κ.ά.».
Την αβεβαιότητα τροφοδοτεί και «η αρνητική στάση του συνόλου της αντιπολίτευσης σε κάθε σχεδόν μέτρο εφαρμογής του τρίτου Μνημονίου», επισημαίνεται, «και τούτο, παρά το γεγονός ότι στήριξε με την ψήφο της στη Βουλή το πλαίσιο πολιτικής, που υποδεικνύεται από το νέο Μνημόνιο». Όπως, αναφέρεται στην έκθεση «τα προβλήματα εφαρμογής που καταγράφονται (π.χ. ΦΠΑ στην εκπαίδευση, «κόκκινα» δάνεια, ιδιωτικοποιήσεις κ.ά.) δείχνουν ότι η οικονομική φιλοσοφία του Μνημονίου συχνά αμφισβητείται στην πράξη, πράγμα που τροφοδοτεί την αβεβαιότητα».
«Αγώνας δρόμου»
Το Γραφείο Προϋπολογισμού κρίνει το πρόγραμμα «πολύπλοκο και φιλόδοξο». «Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει αγώνα δρόμου για την εφαρμογή του και η δημόσια διοίκηση να δείξει διαχειριστική επάρκεια για ένα τόσο δύσκολο έργο», επισημαίνεται χαρακτηριστικά, ενώ τονίζεται ότι «η διεθνής εμπειρία μας δείχνει ότι η επιτυχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιο δύσκολη σε περιβάλλον ύφεσης». Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι «εξαντλείται πλέον η φοροδοτική ικανότητα των συνεπών πολιτών, ενώ οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και ενδεχομένως νέοι φόροι μπορεί να ενισχύσουν τη φοροδιαφυγή». «Θεωρούμε ότι η συνεχής αύξηση φόρων ιδίως μέσα σε περιβάλλον οικονομικής ασφυξίας, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική. Ενισχύει την ύφεση καθώς και ακυρώνει πολλά επενδυτικά σχέδια», αναφέρεται, ενώ προβλέπεται ότι «η απότομη άνοδος των ληξιπρόθεσμων οφειλών των φορολογουμένων είναι κακός οιωνός για το επόμενο διάστημα, καθώς οι υποχρεώσεις των πολιτών προς την εφορία αυξάνονται».
ΦΠΑ στα νησιά: Μικρό το όφελος
Κατά το Γραφείο Προϋπολογισμού το όφελος από ενέργειες όπως η αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ στα νησιά «σε σχέση με την αναστάτωση που δημιουργεί η εφαρμογή του, είναι πολύ μικρό». «Ακόμα και αν υιοθετήσουμε την αισιόδοξη πρόβλεψη των παραγόντων του Υπουργείου Οικονομικών που έγινε το 2010, με βάση τα δημοσιονομικά έσοδα και το ΑΕΠ του 2010 (πολύ υψηλότερο από το ΑΕΠ του 2013 ή του 2015), τα μέγιστα επιπρόσθετα έσοδα από την κατάργηση των μειωμένων συντελεστών Φ.Π.Α. στα νησιά του Αιγαίου δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα € 250 εκατ.», εκτιμάται. Όπως διευκρινίζεται «τα έσοδα αυτά είναι περίπου το 25% των εσόδων, τα οποία θα μπορούσαν να εισπραχθούν από τη μείωση της φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής και παραοικονομίας μόνο στην περιφέρεια της Αττικής, που παράγεται περίπου το 45% του ΑΕΠ της χώρας».
Φορολογική επιβάρυνση
Έτσι, παρατηρείται ότι «η κάθε προσπάθεια για αύξηση των φορολογικών εσόδων από ΦΠΑ θα πρέπει να προσανατολιστεί περισσότερο στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, μέσω της δημιουργίας ενός βέλτιστου φοροεισπρακτικού μηχανισμού (καταπολέμηση διαφθοράς, αναδιάρθρωση, κάλυψη κενών θέσεων)». Ωστόσο, «ο εξορθολογισμός των μειωμένων συντελεστών σε συγκεκριμένες μόνο περιπτώσεις (π.χ. καθιέρωση κανονικού συντελεστή 23% στα πλέον τουριστικά νησιά) και η επανεξέταση ορισμένων εξαιρέσεων αγαθών και υπηρεσιών από Φ.Π.Α, δεν θα ήταν προς τη λανθασμένη κατεύθυνση». Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «ένα προσεχτικά σχεδιασμένο φορολογικό σύστημα μπορεί να έχει πολύ σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία μιας χώρας, μπορεί να βοηθήσει στη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών, να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη, την εργασία και την ανταγωνιστικότητα, καθώς και σε μια δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος». «H περαιτέρω αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων δεν μεταφράζεται απαραίτητα σε αυξημένα έσοδα σε περιόδους ύφεσης στις οποίες τόσο τα νοικοκυριά, όσο και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα χρηματοδότησης και ρευστότητας», υπογραμμίζεται.
Πηγή : tovima.gr
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου