Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Ο «ιδεοληπτικός εγκληματίας» ο τρόπος της εγκληματικής του δράσης και η υπογραφή του

 


Οι ιδεοληψίες ή αλλιώς εμμονές, είναι σκέψεις ή νοητές εικόνες, οι οποίες προκαλούν έντονη ανησυχία σε ένα άτομο. 

Προκαλούν άγχος και δυσφορία στο άτομο σε τέτοιο βαθμό ώστε να αδυνατεί να διαχειριστεί αυτά τα συναισθήματα, τα οποία το καταβάλουν ψυχικά. Όλες αυτές οι δυσάρεστες σκέψεις έρχονται στο μυαλό χωρίς τη θέληση του ατόμου, με αποτέλεσμα να προκαλούν αιφνιδιασμό και ταραχή. 

Οι ιδεοληψίες πολλές φορές συνοδεύονται από καταναγκασμούς ή τελετουργικές πράξεις, προκειμένου να μειωθεί το άγχος. 

Ο ιδεοληπτικός εγκληματίας, υποφέρει από επαναλαμβανόμενες σκέψεις που του προκαλούν έντονο άγχος και δυσφορία. Το κίνητρο της εγκληματικής του δράσης είναι η θεωρούμενη για τον ίδιο «μεγάλη ιδέα», η οποία τον βασανίζει, καθώς του έχει γίνει εμμονή. Αυτή η έμμονη ιδέα μπορεί για παράδειγμα να αφορά την επιθυμία του να «σώσει» τον κόσμο από τον «εχθρό» που, κατά τη δική του διαστρεβλωμένη κρίση, μπορεί να είναι οι μετανάστες, ή οι ιερόδουλες ή οι ομοφυλόφιλοι, ή οποιανδήποτε άλλη ομάδα πληθυσμού θεωρεί εχθρική απέναντί του και, τελικά, απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία. 

Αυτή η ιδέα κυριαρχεί στο μυαλό του και δεν τον αφήνει να ησυχάσει μέχρι να κάνει τη σκέψη του πράξη. Έτσι, λοιπόν, ωθείται στο έγκλημα, μέσα από το οποίο λαμβάνει τελικά ικανοποίηση, δεδομένου ότι μέσα από το έγκλημα ή τα εγκλήματα που διαπράττει, «λυτρώνεται» και ο ίδιος από τις έμμονες ιδέες του και φτάνει στο σημείο να πιστέψει ότι είναι «σωτήρας της κοινωνίας», καθώς θεωρεί ότι την έχει απαλλάξει από ανθρώπους που δεν αξίζει να ζουν. 

Οι ιδεοληπτικοί εγκληματίες δεν στοχεύουν την εγκληματική τους δράση εναντίον ενός συγκεκριμένου προσώπου, αλλά στο πρόσωπο του ατόμου που σκοτώνουν βλέπουν μια ολόκληρη ομάδα πληθυσμού, π.χ. δολοφονώντας μια ιερόδουλη, θεωρούν ότι «σκοτώνουν» όλες τις ιερόδουλες, δολοφονώντας ένα μετανάστη, θεωρούν ότι «δολοφονούν» όλους τους μετανάστες και μάλιστα όχι απλώς ότι δολοφονούν, αλλά ότι «εξαγνίζουν» ολόκληρη την κοινωνία. 

Η απεικόνιση των ιδεοληψιών ως κίνητρο εγκληματικής δράσης έχει καταγράφει όμως και στη λογοτεχνία και θα αναλύσουμε παρακάτω μια υποθετική υπόθεση. 

Η Φόνισσα του  Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι μια  «ιδεοληπτική εγκληματίας». 

Η Φόνισσα γράφτηκε το 1902, και δημοσιεύτηκε το 1903 σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη.  

Τα θέματα με τα οποία ασχολείται είναι φλέγοντα και διαχρονικά και γι’ αυτό εξακολουθούν μέχρι σήμερα να κεντρίζουν το ερευνητικό ενδιαφέρον, και να  αποτελούν αντικείμενο επισταμένης μελέτης, όχι μόνο για τους κριτικούς της λογοτεχνίας,  αλλά και για ένα ευρύ φάσμα επιστημόνων (φιλοσόφων,  ψυχολόγων,  κοινωνιολόγων, ψυχιάτρων, εγκληματολόγων, νομικών κ.λπ.). 

Η Φόνισσα χαρακτηρίζεται «ιδεοληπτική εγκληματίας», καθώς ένα καθοριστικό αίτιο που την ωθεί στη διάπραξη των εγκλημάτων, των ανθρωποκτονιών ανήλικων κοριτσιών, είναι η ιδεοληψία της.  Οι φόνοι που διαπράττει μπορούν να χαρακτηριστούν  ιδεο-συμβολικοί, με την έννοια ότι η Φόνισσα δεν υποκινείται από κάποιο τυφλό πάθος, ούτε από οικονομικό κίνητρο ή κάποιο ταπεινό συμφέρον, αλλά διαπράττει τα ειδεχθή εγκλήματά κινούμενη από μια ιδέα: την ιδέα της λύτρωσης των μικρών κοριτσιών και των οικογενειών τους και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κοινωνίας από τον πόνο και τη δυστυχία.  

Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της ίδιας της Φόνισσας για τη ζωή, τα εγκλήματά της είναι ανιδιοτελή,  ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι θέτει τη ζωή της σε κίνδυνο χωρίς να έχει κανένα προσωπικό όφελος.

Η ιδεοληψία της Φόνισσας εντείνεται από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής που καθιστούσαν τη ζωή των κοριτσιών και γυναικών πολύ δύσκολη. Η βεβαιότητα και η γνώση των ταλαιπωριών που θα ήταν αναγκασμένα να υποστούν και ταυτόχρονα θα επέβαλαν στους άλλους τα κοριτσάκια συνιστούν για εκείνη την ηθική δικαίωση για την πράξη της. Σκοτώνει για να ελευθερώσει.  Έχει την πεποίθηση ότι με τους φόνους διορθώνει τις αδικίες της φύσης και λυτρώνει τους φτωχούς, στους οποίους άλλωστε και η ίδια ανήκει,  από την κακή τύχη που είχαν να φέρουν στη ζωή θηλυκά, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή η γέννηση κοριτσιών ήταν «βάρος», καθώς ισοδυναμούσε με την εξασφάλιση προίκας.  Πιστεύει,  συνεπώς,  ότι προσφέρει μεγάλη βοήθεια στους συνανθρώπους της,  διορθώνοντας οριστικά τους άδικους νόμους,  τα στερεότυπα και τις συνήθειες μιας στενοκέφαλης κοινωνίας.

Η Φόνισσα θεωρεί ότι είναι δοσμένη σε ένα μεγάλο έργο.  Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Φόνισσα δεν νιώθει μόνη στην πραγμάτωση του ιερού σκοπού της, αφού κατά την άποψή της έχει την αμέριστη συμπαράσταση του Θεού.  

Ο Guy Saunier χαρακτηρίζει εωσφορική τη στάση της Φόνισσας.  Η Φόνισσα παρερμηνεύει τον θείο λόγο και καταλήγει να πιστεύει ότι είναι πλέον στη μοίρα της να σκοτώνει και ότι ο Θεός της στέλνει το μήνυμα να συνεχίσει την εγκληματική της δραστηριότητα.  Αυτή ακριβώς η διαστρεβλωμένη σκέψη την οδηγεί στη διάπραξη του πρώτου φόνου. Είναι ενδεικτική η φράση που διατυπώνεται στο κείμενο: «όποιος αγαπά την ψυχήν του,  θα την χάση». Είναι επίσης άξια σχολιασμού η έμμεση ταύτιση της Φόνισσα με τον Θεό, η οποία καθίσταται εμφανής στην ακόλουθη φράση που διατυπώνει για τι νεογέννητο κοριτσάκι του Λυρίγκου: «Και τι ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι’ αυτόν…να του το έπαιρνε τώρα ο Μεγαλοδύναμος». Λίγο αργότερα ο Μεγαλοδύναμος με τη μορφή της Φόνισσας θα  αφαιρέσει από το βρέφος την πνοή της ζωής.  

Με αυτό τον τρόπο,  πέρα από τον σφετερισμό της ταυτότητας του Θεού, προβαίνει σε ακραία πρόκληση του και αποφασίζει ακόμα και για τη μεταθανάτια τύχη των θυμάτων της.  Μάλιστα προκαλεί δέος ότι «αισθάνεται αγρίαν χαράν καθώς πνίγει το αβάπτιστο μωρό».

Η Φόνισσα προβαίνει στα αποτρόπαια εγκλήματα της προκειμένου να λυτρώσει πρωτίστως το γυναικείο φύλο  που και η ίδια εκπροσωπεί, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία από μια ζωή γεμάτη βάσανα και εξευτελισμούς.  Υπό αυτή την έννοια οι προθέσεις της δεν είναι δόλιες,  αφού πιστεύει ότι αγωνίζεται για την υλοποίηση ενός ανώτερου σκοπού,  τον οποίο μάλιστα της τον επέβαλε ο Θεός.  Ωστόσο,  το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό τόσο για τις αθώες ψυχές που σκοτώνει και για τις  στις οποίες ανήκουν,  όσο και για την ίδια.  

Συμπερασματικά, οι ιδεοληψίες, ειδικά σε εποχές κρίσεων, δύναται να αποτελέσουν κίνητρο ακραίων εγκληματικών ενεργειών σε βάρος όχι μεμονωμένων ατόμων, αλλά ολόκληρων ομάδων πληθυσμού. 


Κώστας Βουκελάτος




0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου