Σάββατο 10 Μαρτίου 2018
Κυριάκος Μητσοτάκης :1 στα 3 νοικοκυριά ζει με λιγότερα από 10.000 ευρώ, 6 στα 10 νοικοκυριά δηλώνουν ότι τα εισοδήματά τους μειώθηκαν το 2017, σε σχέση με το 2016.
Ομιλία Κυριάκου Mητσοτάκη στη 2η Διεθνή Συνάντηση των Αθηνών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Κυρίες και κύριοι, κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ Γιώργο,
Εύχομαι καλή επιτυχία στη 2η πολύ σημαντική Διεθνή Συνάντηση των Αθηνών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση.
Το έχουμε πει πολλές φορές: Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι η σπονδυλική στήλη της ελληνικής οικονομίας και χάρη σε αυτές, χάρη σε εσάς, η ελληνική οικονομία στέκεται ακόμη όρθια. Η ΓΣΕΒΕΕ εκπροσωπεί ελληνικές επιχειρήσεις που απασχολούν 3 στους 4 εργαζομένους. Όπως γνωρίζετε, οι μισοί Έλληνες εργαζόμενοι δουλεύουν σε εταιρίες που έχουν προσωπικό ως εννέα άτομα. Και είναι αλήθεια πως, στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων είναι πολύ πιο προσωπικές και τα συμφέροντα εργοδοτών και εργαζομένων είναι πολύ πιο ταυτισμένα. Ξέρω πως όλοι εσείς ζείτε από πολύ κοντά τα καθημερινά προβλήματα της σημερινής Ελλάδας. Επικαλούμαι, αγαπητέ Πρόεδρε, την τελευταία πολύ ενδιαφέρουσα έκθεσή σας, την οποία μελέτησα - αυτή που δημοσιεύσατε πριν λίγες εβδομάδες - για να αναφέρω ορισμένα από αυτά τα προβλήματα. Τα οποία, όπως σας είπα, γνωρίζετε πολύ καλά από την καθημερινή σας τριβή με το επιχειρείν:
Το επίπεδο, δυστυχώς, ευημερίας των νοικοκυριών σταθεροποιείται σήμερα σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Και παρά την ισχνή ανάπτυξη, το 2017 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών συνέχισε να μειώνεται. Ενδεικτικά, 1 στα 3 νοικοκυριά ζει με λιγότερα από 10.000 ευρώ, ενώ 6 στα 10 νοικοκυριά δηλώνουν ότι τα εισοδήματά τους μειώθηκαν το 2017, σε σχέση με το 2016.
Η οικονομική δραστηριότητα, η απασχόληση και η εγχώρια κατανάλωση παραμένουν ασθενικές. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το τελευταίο τρίμηνο του 2017 η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 1%. Κι αυτό εξηγεί κιόλας, γιατί ο ρυθμός ανάπτυξης το 2017 ήταν τελικά ο μισός από ό,τι αρχικά είχε προβλεφθεί. Προβλέπαμε - ανοίγω παρένθεση - ρυθμό ανάπτυξης 2,7%. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, μας έλεγε μέχρι πριν από λίγους μήνες ότι θα γράφει 2 μπροστά η ανάπτυξη και κλείσαμε τελικά με ρυθμό ανάπτυξης 1,4%. Δυστυχώς, την τελευταία τριετία η Ελλάδα συνιστά αρνητική αναπτυξιακή έκπληξη. Όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, όλες οι ανεπτυγμένες χώρες, εκτός από εμάς, είδαν την οικονομία τους να τρέχει πολύ ταχύτερα από ό,τι προβλεπόταν.
Η αποκλιμάκωση της ανεργίας είναι θετική, αλλά προέρχεται κυρίως από επισφαλείς θέσεις εργασίας, μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, που οδηγούν σε πολύ χαμηλές αμοιβές και μαζί στην παγίδα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΕΦΚΑ, ο μέσος μισθός εξακολουθεί να μειώνεται. Περίπου 630 χιλιάδες εργαζόμενοι αμείβονται με 327 ευρώ το μήνα. Τουλάχιστον αυτά δηλώνουν. Γιατί ξέρουμε πως η πραγματικότητα στην αγορά εργασίας είναι λίγο διαφορετική.
Η υπερχρέωση παγιώνεται, εξαιτίας της πολιτικής της υπερφορολόγησης που ακολουθεί η Κυβέρνηση, αλλά και της δυσκολίας των τραπεζών να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια, λόγω της οικονομικής στασιμότητας. Σχεδόν το 20% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σήμερα προς την εφορία, ενώ το 55% αυτών των οφειλετών έχει σήμερα υπαχθεί σε κάποιου είδους ρύθμιση. Ήδη, στο τέλος του 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές νοικοκυριών προς το Δημόσιο ξεπέρασαν το αστρονομικό ποσό των 100 δις ευρώ και έχουν ληφθεί μέτρα αναγκαστικής είσπραξης για πάνω από 1 εκατομμύριο οφειλέτες. Ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί, καθώς θα εφαρμοστούν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί και για το Δημόσιο από 1η Μαΐου 2018.
Και, δυστυχώς, η σύνταξη – το επισημαίνετε στην Έκθεσή σας – παραμένει η κυριότερη πηγή εισοδήματος για περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά. Αντίθετα, τα νοικοκυριά που δηλώνουν εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα ως κύρια πηγή εισοδήματος παραμένουν σε ένα πολύ χαμηλό ποσοστό, μόλις 6%. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά δυσκολεύονται να αναπτύξουν, σε αυτές τις συνθήκες, βιώσιμες και κερδοφόρες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Και σαν να μην έφτανε η κρίση και η υποτονική εγχώρια ζήτηση, έχετε να αντιμετωπίσετε - ειδικά εσείς που δραστηριοποιείστε στο κέντρο της Αθήνας - και τους κατ’ επάγγελμα κουκουλοφόρους που καταστρέφουν συστηματικά το κέντρο της Αθήνας, αλλά τώρα βλέπουμε να επεκτείνεται αυτή η πρακτική και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδος. Τις τελευταίες μέρες σημειώθηκαν απανωτά επεισόδια, στην Ερμού και την Πατησίων - σημαντικούς εμπορικούς δρόμους της Αθήνας - με κουκουλοφόρους να χρησιμοποιούν ως ορμητήρια τα Πανεπιστήμια, προπηλακίζοντας και εκφοβίζοντας τους πολίτες, καταστρέφοντας βιτρίνες και καταστήματα. Δυστυχώς, το πιο ανησυχητικό είναι ότι αυτή η κατάσταση πια, αποκτά χαρακτηριστικά κανονικότητας, εξοικειωνόμαστε με αυτή τη βία. Λέμε «δεν τρέχει και τίποτα αν ξανασπάσουν τα καταστήματα». Κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό μήνυμα το οποίο μπορεί να στέλνει σήμερα η χώρα μας. Ένα μήνυμα βανδαλισμών και ανασφάλειας. Καταλαβαίνω ότι αυτό το περιβάλλον είναι για εσάς, ειδικά για τους εμπόρους, που δραστηριοποιείστε στο κέντρο της Αθήνας, ένα περιβάλλον σκοτεινό. Ειδικά σε μια εποχή, που προσβλέπουμε στην τουριστική ανάπτυξη της Αθήνας και που έχουμε πολύ θετικές ενδείξεις για το πώς η Αθήνα μπορεί να γίνει σημαντικός τουριστικός προορισμός. Ήρθα να σας πω, λοιπόν, ότι αυτή η κατάσταση θα αλλάξει. Θα σας πω τι θα κάνω για να την αλλάξω.
Η επόμενη Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα βάλει ένα οριστικό τέλος σε αυτά τα φαινόμενα ανομίας. Το ελληνικό Κράτος δεν θα ανέχεται πράξεις ή απειλές βίας. Οι πολίτες, αλλά και οι επιχειρηματίες θα προστατεύονται. Μην έχετε καμιά αμφιβολία ότι η Αστυνομία έχει τις επιχειρησιακές δυνατότητες να εγγυηθεί την ασφάλεια των πολιτών και των επιχειρήσεων. Θα της δώσουμε την απαραίτητη πολιτική κάλυψη για να επιτελέσει την αποστολή της. Οι φυλακές θα πάψουν να είναι άντρο όσμωσης ποινικών και τρομοκρατών. Οι τρομοκράτες θα μεταφερθούν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας. Οι Έλληνες, ασχέτως πολιτικής και ιδεολογικής τοποθέτησης, απαιτούν ασφάλεια στις πόλεις και τις γειτονιές τους. Δεν είναι ούτε αριστερά, ούτε κεντρώα, ούτε δεξιά αυτή η ατζέντα. Είναι μία ατζέντα κοινής λογικής. Είναι η αυτονόητη απαίτηση, την οποία έχει η μικρή και η μεσαία επιχειρηματική κοινότητα από μας, να προστατεύσουμε τις περιουσίες των πολιτών και των επιχειρηματιών. Να μας έχετε, λοιπόν, εμπιστοσύνη ότι αυτό θα συμβεί.
Και πάμε τώρα στα ζητήματα της οικονομίας. Αναφορικά με την οικονομική καχεξία, αυτή σίγουρα δεν θα αλλάξει αν συνεχίσουμε την ίδια αποτυχημένη συνταγή της υπερφορολόγησης, της στάσης πληρωμών, αλλά και της απέχθειας στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Και με αυτή την Κυβέρνηση δεν προοιωνίζεται τίποτα καλύτερο ούτε για την επόμενη μέρα, όπως συνηθίζουμε να λέμε την περίοδο μετά τη λήξη του 3ου Προγράμματος τον Αύγουστο 2018. Επιτρέψτε μου δυο σχόλια και γι’ αυτό.
Κυρίες και κύριοι,
Θέλω να είμαι τελείως σαφής μαζί σας. «Καθαρή έξοδος» από το 3ο Μνημόνιο δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει γιατί η Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί σε νέα μέτρα λιτότητας, μετά τη λήξη του, ύψους 5,1 δις ευρώ, με μείωση συντάξεων και μείωση του αφορολόγητου. Αυτά τα μέτρα αποτελούν ουσιαστικά αυτό το οποίο αποκαλούμε 4ο μνημόνιο. Είναι ψηφισμένα και θα εφαρμοστούν. Έχει δεσμευτεί η Κυβέρνηση, επίσης, σε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του Α.Ε.Π. μέχρι το 2022 και σε συνεχή λιτότητα, ουσιαστικά, μέχρι το 2060. Έχει, με άλλα λόγια, δεσμευτεί για πολλά χρόνια σε ενισχυμένη εποπτεία, πολύ πιο αυξημένη από άλλες χώρες που βγήκαν από τα Μνημόνια, όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία. Και, ενώ έχει δεσμευθεί για όλα αυτά η Κυβέρνηση, έρχεται ο μέχρι προχθές Γενικός Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής να ξαναμοιράσει κυβερνητική κοροϊδία. Δήλωσε τα εξής: «θέλεις να έχεις μια φθηνή χρηματοδότηση και να αναλάβεις μια σειρά από πολιτικές δεσμεύσεις ή θέλεις να απελευθερωθείς από τις πολιτικές δεσμεύσεις, έστω κι αν ενδεχομένως αυτό σου κοστίσει;». Όπως είναι γνωστό, όταν τίθενται λανθασμένα ερωτήματα, λανθασμένες είναι και οι απαντήσεις. Τις δεσμεύσεις τις έχει ήδη αναλάβει η Κυβέρνηση και εκτείνονται μέχρι το 2022 και πέρα από αυτό. Σίγουρα δεν σταματούν τον Αύγουστο του 2018. Άρα, ποιόν κοροϊδεύουν ακριβώς;
Όσο για τη φθηνή χρηματοδότηση, η Κυβέρνηση κάνει μία συνειδητή επιλογή: να μην ζητήσει τα χρήματα του αδιάθετου κουμπαρά του 3ου Μνημονίου ύψους 27,4 δις ευρώ. Δεν ζητάει αυτά τα χρήματα, τα οποία θα μπορούσαμε να τα πάρουμε με χαμηλό επιτόκιο. Αντίθετα, οικοδομεί ένα «ταμειακό απόθεμα», αυτό το οποίο αποκαλείται cash buffer με πολλαπλάσιο επιτόκιο από τις αγορές, ξεζουμίζοντας ταυτόχρονα στους φόρους τους Έλληνες. Σας καλώ όλους να αναρωτηθείτε: αυτό το ακριβό και από τον κόπο σας χτισμένο ταμειακό απόθεμα, πόσο γρήγορα θα εξαφανιστεί άραγε, αν οι φωστήρες της Κυβέρνησης συνεχίζουν να μοιράζουν τόσο κούφιες, μουχλιασμένες και ψεύτικες υποσχέσεις; Υποσχέσεις, που όλοι - και κυρίως οι αγορές - θα εκλάβουν ως μια πρόσκληση σε ένα πάρτι κομματικών διορισμών και κομματικής κατασπατάλησης των δικών θυσιών σας. Η φθηνή χρηματοδότηση που αναντίρρητα έχει ανάγκη η χώρα είναι συνάρτηση της αξιοπιστίας της Κυβέρνησης και της ποιότητας του μεταρρυθμιστικού της σχεδίου. Και δυστυχώς η σημερινή Κυβέρνηση δεν έχει τίποτα από αυτά. Καιρός, λοιπόν, να πάμε μπροστά.
Κυρίες και κύριοι,
Σήμερα, απαιτείται ένα Εθνικό Σχέδιο Μεταρρυθμίσεων του οποίου θα έχουμε την ιδιοκτησία, εμείς οι Έλληνες, θα είναι δικό μας σχέδιο. Δεν θα κρυβόμαστε πίσω από τους δήθεν «κακούς ξένους», που μας επιβάλλουν μια συνταγή που δεν μας αρέσει. Εμείς πρέπει να σχεδιάσουμε το μείγμα πολιτικής που μπορεί να κάνει την οικονομία να πάρει γρήγορα μπροστά και να υλοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος για να γυρίσουμε οριστικά σελίδα. Δυστυχώς, αυτό δεν μπορεί να το πετύχει η σημερινή Κυβέρνηση, η οποία εξακολουθεί να παραμένει δέσμια ιδεοληψιών και εσωτερικών αντιφάσεων, απεχθάνεται ουσιαστικά τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και κρατά την Ελλάδα ουραγό της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.
Για εμάς, κωδικοποιημένα, οι άμεσες προτεραιότητες είναι τρείς: Μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, ταυτόχρονα με παρεμβάσεις που θα εξασφαλίζουν ένα λιτό και αποτελεσματικό Κράτος, γιατί πρέπει και τα δύο να γίνουν ταυτόχρονα. Επενδύσεις για να έρθουν νέες δουλειές και στήριξη των νέων και των πιο αδύναμων. Το σημερινό μείγμα πολιτικής είναι αποτυχημένο οικονομικά και απαξιωμένο στην κοινωνία. Γι’ αυτό, η αλλαγή του μείγματος πολιτικής με μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, ιδίως στην εργασία, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ξαναπάρει μπροστά η οικονομία.
Έχω δεσμευθεί για μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις στο 20%, εντός μίας διετίας, από το 29% που είναι σήμερα. Για μείωση του φόρου μερισμάτων στο 5%. Για καθιέρωση εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή για τα φυσικά πρόσωπα στο 9%. Έχουμε δεσμευτεί για μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% εντός μίας διετίας και για αύξηση του ορίου υπαγωγής στο Φ.Π.Α. στις 25.000 ευρώ, ώστε να περιορίσουμε τη γραφειοκρατία και να διευκολύνουμε την ίδρυση και λειτουργία μικρών επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών. Πέρα από τη μείωση των φόρων, ενισχύουμε με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα τις νέες επενδύσεις, με «υπεραποσβέσεις» που μπορούν να φτάσουν μέχρι και το 200% για νέες επενδύσεις παγίων. Διπλασιασμό της περιόδου συμψηφισμού ζημιών με μελλοντικά κέρδη. Μείωση του φορολογικού συντελεστή επιπλέον κατά 2%, όταν επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 50 εργαζόμενους, αυξάνουν τις θέσεις εργασίας κατά 10% και πάνω. Και βέβαια έχουμε αναπτύξει ένα πλαίσιο αναλυτικό για στήριξη στις νεοφυείς και καινοτόμες επιχειρήσεις, καθώς και στην αποσαφήνιση της φορολογικής κατοικίας και ενίσχυση του προγράμματος golden visa/non-dom για την προσέλκυση κεφαλαίων και αλλοδαπών επενδυτών. Ανοίγω μία παρένθεση: Το κάνουν όλες οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, δίνοντας δυνατότητα φορολογικής κατοικίας σε ξένους οι οποίοι επενδύουν και περνούν ένα προκαθορισμένο διάστημα στη χώρα στην οποία θα επιλέξουν να επενδύσουν. Θα το κάνουμε και εμείς. Δεν θα αφήσουμε αυτή τη μεγάλη αγορά μόνο στην Κύπρο, στην Ιταλία, στην Ισπανία και την Πορτογαλία.
Όσον αφορά τη φορολογική νομοθεσία, που αποτελεί σήμερα βραχνά, κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες δαπανούν πολλά σε νομικούς και λογιστές για να μη χαθούν στο λαβύρινθο των συνεχών αλλαγών, ερμηνειών και αντιφάσεων. Γι’ αυτές τις επιχειρήσεις δεσμεύομαι ότι το φορολογικό πλαίσιο, όχι απλά θα σταθεροποιηθεί, αλλά θα απλοποιηθεί και άλλο, σημαντικά. Παράλληλα, εφαρμόζουμε τις αποφάσεις του ΣτΕ για την πενταετή παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων και θα αναδιατάξουμε τους στοχευμένους φορολογικούς ελέγχους για να ελέγξουμε κατά προτεραιότητα τους πονηρούς και όχι τους αδύναμους.
Κυρίες και κύριοι,
Τις περισσότερες από τις δεσμεύσεις αυτές, ιδίως για τις μειώσεις φόρων, τις ανέλαβα στη Δ.Ε.Θ. πριν από ενάμιση χρόνο, το 2016, λίγους μήνες μετά την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν 400 χιλιάδες συμπολίτες μας, εκλέγοντάς με Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Τις ανέλαβα γιατί τις πιστεύω. Γιατί είναι αναγκαία προϋπόθεση για να ξαναπάρει μπροστά η οικονομία μας. Δεν τις «ανακάλυψα» ξαφνικά. Όπως έκανε ο κ. Τσίπρας, που από αυτό ακριβώς το βήμα χθες, υποσχέθηκε ανάπτυξη. Ρωτώ, λοιπόν: Το 2015, πρώτο χρόνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είχαμε ύφεση. Είχαμε, βέβαια, και την καταστροφική περίοδο του πρώτου εξαμήνου του 2015, που κατά σημαντικούς ευρωπαίους αξιωματούχους, τον κ. Βίζερ, μας στοίχισε 200 δις. Αλλά είχαμε ύφεση το ’15. Το 2016, είχαμε επίσης ύφεση. Το 2017, ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν στο μισό του αρχικού στόχου παρά το εξαιρετικά ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον. Την τριετία αυτή, μόνο ως προς το Α.Ε.Π., χάθηκαν 30 δις ευρώ, σε σχέση με τις προβλέψεις που όλοι οι διεθνείς και εγχώριοι οργανισμοί έκαναν στο τέλος του 2014. Και προσέξτε, αυτή η απώλεια είναι συνεχής απώλεια. Δεν είναι μια απώλεια για ένα χρόνο μόνο. Είμαστε πια σε μια διαφορετική καμπύλη ανάπτυξης, σε σχέση με αυτή που θα βρισκόμασταν αν δεν είχε μεσολαβήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Τι σας κάνει λοιπόν ή τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι μια Κυβέρνηση που τρία χρόνια τώρα έχασε κάθε αναπτυξιακό στόχο, θα τα καταφέρει στον τέταρτο και τελευταίο της χρόνο;
Μας είπε, επίσης, ο κ. Τσίπρας ότι θα μειώσει το φόρο στις επιχειρήσεις στο 26%. Σας θυμίζω ότι τόσο τον βρήκε! Αυτός τον αύξησε στο 29%. Και τώρα δήθεν το ξαναθυμήθηκε γιατί ξέρει ότι εμείς έχουμε δεσμευθεί ότι θα μειωθεί ο φόρος στο 20%. Το πόσο αξιόπιστη είναι μια Κυβέρνηση που υπόσχεται να μειώσει τους φόρους που η ίδια αύξησε, το αφήνω στη δική σας κρίση. Ενδεικτικό του πόσο υποκριτικό είναι το όψιμο ενδιαφέρον του κ. Τσίπρα για τη μείωση του φορολογικού βάρους στην οικονομία, είναι το γεγονός ότι «ξέχασε» να πει μια λέξη για τις ασφαλιστικές εισφορές που είναι εξοντωτικές. Και μάλιστα, φέτος θα αυξηθούν ενδεχομένως μέχρι και 38%, καθώς πλέον θα υπολογίζονται με βάση το συνολικό καθαρό και όχι το φορολογητέο εισόδημα. Αλλά δεν είναι μόνο ότι οι εισφορές είναι εξοντωτικές. Η ανταποδοτικότητά τους είναι εξαιρετικά χαμηλή. Οι νέοι ασφαλισμένοι - με τους οποίους συνομιλώ τακτικά - αμφιβάλλουν σήμερα, ότι θα πάρουν ποτέ, έστω και μια μικρή σύνταξη. Έχει διαρραγεί, με άλλα λόγια, η εμπιστοσύνη μεταξύ των γενιών, στην οποία στηρίζεται κάθε υγιές ασφαλιστικό σύστημα. Και αυτό συμβαίνει γιατί το σύστημα εξακολουθεί να γεννά ελλείμματα, να ενθαρρύνει την εισφοροδιαφυγή και να υποσκάπτει την εμπιστοσύνη και την κοινωνική δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών. Το σύστημα τιμωρεί την εργασία. Το ξέρετε καλά εσείς. Όσο πιο επιτυχημένος είσαι, όσο περισσότερα δηλώνεις, τόσο περισσότερα πληρώνεις. Τόσο δυσανάλογα περισσότερα πληρώνεις. Ποιο είναι το κίνητρο, λοιπόν; Ή να δουλεύεις λιγότερο ή να φοροδιαφεύγεις και να εισφοροδιαφεύγεις. Και αυτή είναι σήμερα η πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Και με τη δική σας εμπιστοσύνη αυτό θα σταματήσει.
Χρειαζόμαστε ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα τριών πυλώνων. Ένα σύστημα σύγχρονο, που θα αντλεί από την εμπειρία και τις βέλτιστες πρακτικές άλλων αναπτυγμένων χωρών. Στο πλαίσιο της μετάβασης σε ένα τέτοιο σύστημα, μπορούμε σταδιακά να μειώσουμε τις ασφαλιστικές εισφορές. Να αυξήσουμε την ανταποδοτικότητα του συστήματος και να δώσουμε την επιλογή στον ασφαλισμένο - εφόσον το επιθυμεί- να έχει ιδιωτική, συμπληρωματική, ασφάλιση για να ενισχύσει τη σύνταξή του, όχι μόνο στον τρίτο, αλλά και στο δεύτερο πυλώνα. Το πιο σημαντικό από όλα, είναι ότι ένα τέτοιο μοντέλο ενισχύει την αξιοπιστία και τη βιωσιμότητα του συστήματος. Τονώνει την ίδια την ασφαλιστική αγορά, δημιουργώντας θέσεις απασχόλησης. Και βέβαια, αυξάνει σημαντικά την αποταμίευση. Μόλις 11 δις είναι τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών εταιριών σήμερα, τα οποία επενδύονται. Θα έπρεπε να είναι 80, 100 δις αν η ασφαλιστική αγορά η ιδιωτική ήταν εξίσου ανεπτυγμένη με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές αγορές στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά το σημαντικότερο, μια τέτοια μεταρρύθμιση, αποκαθιστά την εμπιστοσύνη για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών, συγκρατώντας τελικά χαμηλά το κόστος δανεισμού για όλη την οικονομία.
Πέραν των φόρων και των εισφορών, η ριζική βελτίωση του χωροταξικού και πολεοδομικού πλαισίου που καθορίζει τις οικονομικές δραστηριότητες, είναι ίσως η πιο σημαντική και απαραίτητη μεταρρύθμιση για να γνωρίζει κάθε επενδυτής πού μπορεί να επενδύσει. Έχουμε προτείνει την κατηγοριοποίηση των χρήσεων γης σε τέσσερις βασικές κατηγορίες: Κατοικία, παραγωγικές δραστηριότητες, ειδικές χρήσεις, τουρισμός. Και ταυτόχρονα, απλοποιούμε και την κατηγοριοποίηση των βιομηχανικών χρήσεων με βάση τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καταργώντας υπόλοιπα συστήματα, όπως την απαρχαιωμένη κατηγοριοποίηση σε επίπεδο όχλησης. Όλα αυτά - δεν θέλω να μπω σε μεγάλη λεπτομέρεια - τα έχουμε επεξεργαστεί στο πρόγραμμά μας, τα παρουσιάζουμε ήδη και θα τα παρουσιάζουμε σε ακόμα μεγαλύτερη ανάλυση στην πορεία προς τις εκλογές. Είναι το πλαίσιο της συμφωνίας αλήθειας που θα υπογράψουμε με τους πολίτες.
Κυρίες και κύριοι,
Αντιλαμβάνομαι ότι, πολλοί από εσάς, ενώ πιστεύετε ότι το Σχέδιό μας είναι στη σωστή κατεύθυνση, εξακολουθείτε ενδεχομένως να είστε δύσπιστοι. Το θεωρείτε αναγκαίο, αλλά ίσως όχι αρκετό. Και το πιστεύετε αυτό κυρίως, ειδικά οι μικρομεσαίοι, οι μικροί επιχειρηματίες, γιατί η κρίση βρήκε πολλούς από εσάς υπερχρεωμένους. Είχατε δανειστεί για να αναπτύξετε τις επιχειρήσεις σας. Είχατε βάλει μεγάλους και φιλόδοξους στόχους, αναλάβατε επιχειρηματικό ρίσκο, επενδύσατε, πήρατε δάνεια, προσλάβατε εργαζόμενους. Και δυστυχώς, για πολλούς από εσάς, ξαφνικά, είδατε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια σας. Ακόμη χειρότερα στις υψηλές δανειακές υποχρεώσεις σας προς τις τράπεζες, προστέθηκε η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω της ύφεσης, καθώς τα νοικοκυριά απώλεσαν κατά μέσο όρο 27% του εισοδήματός τους τα τελευταία 7 χρόνια. Και σε αυτό το ήδη συννεφιασμένο τοπίο προστέθηκε και η υπερφορολόγηση. Με άλλα λόγια, για πολλούς από εσάς, η φουρτούνα σας βρήκε μεσοπέλαγα. Επομένως, ακόμη κι αν αυξηθεί το Α.Ε.Π. με το Πρόγραμμα που σας παρουσίασα, κάποιοι από εσάς μπορεί να αισθάνεστε ότι αυτό δεν σας αφορά. Ότι δεν έχει να σας πει τίποτα μια αύξηση του Α.Ε.Π., του 2, του 3%, όταν κάθε νέο ευρώ που κερδίζετε, θα πηγαίνει στην αποπληρωμή οφειλών που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν και όχι στην καλυτέρευση του παρόντος και στο πως θα αποκτήσετε μια προοπτική για το μέλλον. Επομένως, μπορεί να αισθάνεστε ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας, αφορά άλλους και όχι εσάς. Αυτούς που θα τρέξουν μπροστά, ενώ εσείς θα παραμένετε κολλημένοι στην αφετηρία. Και επιβάλλεται εμείς, μαζί όμως με τους κοινωνικούς εταίρους, αυτό το κλίμα παραίτησης και απογοήτευσης να το αλλάξουμε.
Ο βασικός μου στόχος είναι να τονώσω ξανά την πίστη, την αισιοδοξία και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων. Και θα το πετύχουμε με το σχέδιο που σας παρουσίασα, αλλά και τραβώντας μια ξεκάθαρη γραμμή με το παρελθόν. Κάνω το πρώτο βήμα. Περισσότεροι από τους μισούς οφειλέτες, 2,2 εκατομμύρια συμπολίτες μας, χρωστούν στην εφορία μέχρι 500 ευρώ, ενώ 4 στους 5 οφειλέτες χρωστούν μέχρι 3.000 ευρώ. Οι 9 στις 10 μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία, οφείλουν μέχρι 50.000 ευρώ. Και σε αυτό το περιβάλλον, προστίθενται τα «κόκκινα δάνεια», περίπου 100 δις ευρώ, με τα 6 στα 10 να αφορούν επιχειρήσεις και 3 στα 10 στεγαστικά δάνεια. Και δυστυχώς, παρά το μεγάλο αριθμό ρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια, η προσβασιμότητα και η συμμετοχή σε αυτά τα σχέδια ρυθμίσεων παρέμεινε, δυστυχώς, περιορισμένη. Η δε ουσιαστική συμβολή των ρυθμίσεων αυτών στην επίλυση του τεράστιου προβλήματος του ιδιωτικού χρέους είναι αναποτελεσματική, όπως δείχνει και το πρόσφατο παράδειγμα, του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Η συμμετοχή είναι πάρα πάρα πολύ μικρή. Το είχαμε επισημάνει ότι θα συνέβαινε αυτό. Αντίθετα, ο τεράστιος όγκος των οφειλών και η ανάγκη πολυετούς αγώνα για την οριστική λύση, οδηγούν όλο και περισσότερες επιχειρήσεις, επαγγελματίες και νοικοκυριά σε έξοδο από τη φανερή, νόμιμη, οικονομική δραστηριότητα.
Σε αυτές τις συνθήκες, μια ριζική, τολμηρή, συνολική ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους, αποτελεί κομβικό στοιχείο για τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Αποτελεί, ταυτόχρονα, αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση του υφιστάμενου παραγωγικού μηχανισμού, αντί της διάλυσής του και πώλησής του ως «σκραπ» σε όσους, λίγους, διατήρησαν νόμιμη ρευστότητα, αλλά και σε, περισσότερους, πονηρούς που εκμεταλλεύτηκαν τις συνθήκες οικονομικής καχεξίας.
Για να εστιάσουμε όμως σε αυτούς που εκμεταλλεύονται το σύστημα εις βάρος των συνεπών, πρέπει, πρώτα από όλα, να ορίσουμε ποιοι είναι πραγματικά οι «στρατηγικοί κακοπληρωτές». Μπορώ να σας πω ότι η εμπειρία των πολλαπλών ρυθμίσεων των τελευταίων ετών, μας δίνει τη δυνατότητα πια να ορίσουμε, με αντικειμενικό τρόπο, ποιοι είναι οι «στρατηγικοί κακοπληρωτές», ώστε να πάψουν κάποιοι να λειτουργούν ως λαθρεπιβάτες. Ο στρατηγικός κακοπληρωτής δεν θα μπορεί να υπαχθεί σε καμία ρύθμιση και σε αυτόν θα στρέφονται, κατά προτεραιότητα, τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης. Δεν θα εκμεταλλεύονται οι πονηροί το πλαίσιο προστασίας των πιο αδύναμων. Ακολούθως, οι συνολικές ληξιπρόθεσμες οφειλές πρέπει να ξεκαθαρίσουν. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Από τα 100 δις ευρώ που μέχρι το τέλος του 2017 οφείλονται στην Εφορία, το μεγαλύτερο μέρος δεν επιδέχεται είσπραξης. Αφορά πτωχευμένες επιχειρήσεις και «κουφάρια» από τα οποία δεν μπορούν να προέλθουν έσοδα. Επομένως, με σεβασμό στο Κράτος Δικαίου και στη σχετική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και με επικαιροποίηση των σχετικών κριτηρίων της ΑΑΔΕ, να διαγραφούν οι «ανείσπρακτες οφειλές». Και με διακομματική συναίνεση, αν αυτό είναι απαραίτητο. Για να μπορέσει η φορολογική διοίκηση να επικεντρωθεί ουσιαστικά στις νεότερες υποθέσεις. Όσες οφειλές χαρακτηριστούν ως εισπράξιμες, θα μπορούν να ρυθμιστούν σε μια νέα ρύθμιση μέχρι 120 δόσεις, σε συμφωνία με τους δανειστές. Και να υπάρξει ειδική μέριμνα ώστε οφειλές μέχρι 3.000 ευρώ, μικρές οφειλές, που αφορούν πάνω από 3 εκατομμύρια οφειλέτες, να χωριστούν σε δύο τμήματα. Να σπάσουμε αυτήν την οφειλή σε δύο κομμάτια. Το ένα από αυτά θα παγώσει και θα αντιμετωπιστεί, όταν αποπληρωθεί και η τελευταία - προσέξτε - και η τελευταία ρυθμισμένη δόση. Επιπλέον, για οφειλές μέχρι 20.000 ευρώ η ένταξη στη ρύθμιση να γίνεται χωρίς αυστηρές προϋποθέσεις, ουσιαστικά μόνο με την αίτηση του οφειλέτη. Αντίθετα για μεγαλύτερες οφειλές σε Δημόσιο και Ασφαλιστικά Ταμεία, να λαμβάνονται υπόψη εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια.
Σήμερα, εκκρεμούν σε διοικητικό ή δικαστικό στάδιο περίπου 250.000 υποθέσεις. Αυτές μπορεί να επιλυθούν με ταχύτητα από ένα νέο Μηχανισμό Διοικητικής Επίλυσης Διαφορών, μέσω πολυμελών Επιτροπών Επίλυσης. Η ανεξαρτησία, η αμεροληψία, η διαφάνεια και το δημόσιο συμφέρον θα εξασφαλίζονται από τη σύνθεση της Επιτροπής, επικεφαλής της οποίας θα είναι ανώτατος δικαστικός. Έτσι, θα αποσυμφορηθεί η φορολογική διοίκηση, αλλά και τα δικαστήρια και θα πάψει να τελεί σε καθεστώς ομηρίας ο φορολογούμενος. Αλλά θα αυξηθούν και τα έσοδα του Δημοσίου.
Για τα «κόκκινα δάνεια» ο στόχος είναι ξεκάθαρος: Η προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών και η αναδιάρθρωση των βιώσιμων επιχειρήσεων. Με εισδοχή νέων κεφαλαίων σε αυτές. Το επόμενο διάστημα θα επικαιροποιήσουμε την πρότασή μας για «δεύτερη ευκαιρία», ώστε να αποτελεί συμπληρωματικό πλαίσιο, στο γενικό πλαίσιο που σας παρουσίασα για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές σε Εφορία και Ασφαλιστικά Ταμεία.
Κυρίες και κύριοι,
Το σχέδιό μας για την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους, είναι ένας καταλύτης για να πάρει ξανά μπροστά η οικονομία μας. Αποφάσισα να δώσω εδώ σήμερα, το περίγραμμα αυτού του σχεδίου γιατί ξέρω καλά τη σημασία που έχουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Και πόσο σημαντικό είναι ένα τέτοιο σχέδιο το οποίο θα εξειδικεύσουμε τους επόμενους μήνες, κυρίως για εσάς αγαπητέ Πρόεδρε, για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Γιατί αισθάνομαι τη δυσκολία σας, αλλά βλέπω και την αποφασιστικότητα που καθρεφτίζεται στα πρόσωπά σας. Γιατί ξέρω ότι πολλοί από εσάς αντέξατε τα δύσκολα χρόνια της κρίσης. Και θα ήταν πραγματικά αδικία τώρα που τα καταφέρατε και επιβιώσατε, να μην μπορέσετε εσείς να καρπωθείτε την ανάπτυξη την οποία εμείς προσδοκούμε να φέρουμε στον τόπο και να αφορά όλους.
Είμαι εδώ, λοιπόν, για να σας πω κλείνοντας ότι: Η Ελλάδα θα σταματήσει να μικραίνει και να φτωχαίνει. Θα πάψει να είναι μια «παράλογη χώρα» που εμποδίζει την επιχειρηματικότητα. Οι μικρομεσαίοι θα ελευθερωθούν από τα δεσμά μιας στρεβλής φορολογικής και ασφαλιστικής πολιτικής που τρώει ασκόπως συχνά τους κόπους τους. Είστε, αγαπητέ Πρόεδρε, φίλες και φίλοι, η καρδιά της αγοράς. Μια καρδιά που χτυπά δυνατά παρά τις αντιξοότητες των τελευταίων χρόνων. Χαιρετίζω την πίστη σας σε ένα καλύτερο μέλλον και τιμώ το πείσμα και τις προσπάθειές σας. Ξέρω πόσο συμβάλλετε στην απασχόληση, αλλά ξέρω και πόσο πραγματικά νοιάζεστε για τους εργαζόμενούς σας, γιατί είστε μια οικογένεια εσείς και οι εργαζόμενοί σας. Ειδικά οι πολύ μικρές επιχειρήσεις. Είμαι εδώ για να σας μιλήσω, αλλά και για να σας ακούσω στο πλαίσιο του συνεχόμενου διαλόγου που έχουμε. Και γνωρίζω ένα πράγμα: Αξίζουμε καλύτερα και θα πάμε πολύ καλύτερα. Με πρώτους εσάς που είμαι βέβαιος ότι θα τραβήξετε τη χώρα μπροστά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου