Καμία ηλικία δεν είναι στο απυρόβλητο της COVID-19», είναι το μήνυμα που στέλνουν οι ειδικοί γιατροί οι οποίοι, με την αφορμή της επικείμενης έναρξης των εμβολιασμών και σε νεότερα άτομα, προτρέπουν τους πολίτες να θωρακιστούν έναντι της νόσου. «Οι νέοι και κατά τεκμήριο υγιείς έχουν τη λανθασμένη άποψη ότι είναι άτρωτοι. Και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα περάσουν τη νόσο στο πόδι. Ενώ παλιά πιστεύαμε ότι για να νοσήσει βαριά ένας νέος ασθενής υπάρχει συνοσηρότητα, με παθήσεις όπως η νοσογόνος παχυσαρκία, υπέρταση, καρκίνος με πρωτογενή ή δευτερογενή νόσο στον πνεύμονα και άλλες, τώρα βλέπουμε και υγιείς να νοσούν βαριά», σημειώνει στην «Κ» ο καθηγητής Παθολογίας – Ογκολογίας του ΕΚΠΑ, διευθυντής της Γ’ Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής στο «Σωτηρία» Κωνσταντίνος Συρίγος. Προσθέτει ότι σε αυτό το κύμα οι «ασθενείς αποφεύγουν έως την τελευταία στιγμή να αποταθούν στα νοσοκομεία, εκφράζοντας την αγωνία για το κατά πόσον θα έχουν τη βέλτιστη προσοχή, λόγω της πολύ επιβαρυμένης κατάστασης για την οποία ενημερώνονται από τις ειδήσεις».
Ειδικότερα, αναφερόμενος στις διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις προηγούμενες εξάρσεις της πανδημίας τις οποίες παρατηρούν οι γιατροί στα νοσοκομεία, σημειώνει:
«Οι ηλικίες που βλέπουμε πλέον είναι μικρότερες σε σχέση με το πρώτο κύμα. Οι περισσότεροι ασθενείς είναι μεταξύ 40 και 60 ετών. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι οι άνω των 70 ετών έχουν εμβολιαστεί στην πλειονότητά τους και είναι πλέον πιο προσεκτικοί ως προς τη συμπεριφορά τους και την τήρηση των μέτρων προστασίας. Αντίθετα, οι νέοι έχουν εξοικειωθεί με τον κίνδυνο και δεν προσέχουν τόσο». Σύμφωνα με τον κ. Συρίγο, ένα επιπλέον στοιχείο είναι ότι σε αυτό το κύμα οι ασθενείς βιώνουν τη νόσο πιο βαριά, με μεγαλύτερο χρόνο νοσηλείας και σε μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με τις προηγούμενες εξάρσεις της επιδημίας χρειάζονται διασωλήνωση. «Αυτό σχετίζεται με το ότι αφενός έχει επικρατήσει το βρετανικό στέλεχος σε ποσοστό πάνω από 90%, αφετέρου οι ασθενείς αποφεύγουν έως την τελευταία στιγμή να αποταθούν στα νοσοκομεία, εκφράζοντας την αγωνία για το κατά πόσον θα έχουν τη βέλτιστη προσοχή, λόγω της πολύ επιβαρυμένης κατάστασης για την οποία ενημερώνονται από τις ειδήσεις. Αλλά αυτό είναι πολύ λανθασμένη κίνηση. Οσα προβλήματα και να έχει η δευτεροβάθμια περίθαλψη σίγουρα είναι καλύτερη από την πρωτοβάθμια για τους ασθενείς που τη χρειάζονται», σημειώνει ο κ. Συρίγος και προσθέτει: «Είναι γνωστό από την πρώτη στιγμή ότι ο λεγόμενος καταρράκτης κυτταροκινών και η ραγδαία επιδείνωση των συμπτωμάτων υφίσταται σε αυτή τη νόσο. Και είναι κάτι που βλέπουμε και στους νέους ανθρώπους».
Δεκατρείς μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας και με τη χώρα μας να έχει αντιμετωπίσει τρία επιδημικά κύματα, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο, είναι πλέον σαφές ότι η νόσος δεν δικαιολογεί απροσεξία από κανένα, και ήδη από την ηλικία των 30 ετών, ο κίνδυνος νοσηλείας και θανάτου αυξάνεται εκθετικά. Σε αυτό το τρίτο κύμα, τα άτομα ηλικίας 25 έως 49 ετών οδηγούν την πανδημία, αφού σχεδόν τα μισά κρούσματα που καταγράφονται αφορούν τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα και πλέον οι γιατροί όλο και πιο συχνά αντιμετωπίζουν νέους και κατά τεκμήριο υγιείς που χρειάζονται νοσηλεία, ακόμα και διασωλήνωση.
«Ναι, η ηλικία παραμένει ο βασικός παράγοντας κινδύνου. Ναι, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία έχουν περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν σοβαρά ή και να καταλήξουν. Ομως και οι νεότεροι κινδυνεύουν, δεν είναι στο απυρόβλητο. Και μάλιστα ο κίνδυνος είναι αρκετός ώστε με βεβαιότητα να μπορούμε να συστήσουμε τον εμβολιασμό», τονίζει στην «Κ» η καθηγήτρια Υγιεινής και Επιδημιολογίας και διευθύντρια του Εργαστηρίου Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής του ΕΚΠΑ, πρόσεδρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Harvard των ΗΠΑ, Παγώνα Λάγιου. Η ίδια επικαλείται τα δεδομένα του ΕΟΔΥ για τους θανάτους ασθενών με COVID-19 που έχουν καταγραφεί στη χώρα μας έως το τέλος του 2020, δηλαδή πριν από την έναρξη του μαζικού προγράμματος εμβολιασμού στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την κ. Λάγιου, από τα στοιχεία αυτά διαφαίνεται καθαρά ότι η πιθανότητα να χάσει τη ζωή του κάποιος λόγω της COVID-19 αρχίζει να αυξάνεται στατιστικά σημαντικά από την ηλικία των 30 ετών.
Ειδικότερα, έως το τέλος του 2020, η θνησιμότητα ήταν μηδενική στις ηλικίες έως τα 19 έτη, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι έκτοτε έχουν καταγραφεί τρεις θάνατοι λόγω της νόσου και σε αυτή την πληθυσμιακή ομάδα. Στις ηλικίες 20 έως 24 ετών είχαν καταγραφεί τέσσερις θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού, στους 25 έως 29 ετών εννέα θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού. Από την ηλικία των 30 ετών και μετά, η εικόνα αλλάζει. Ετσι, στην ομάδα 30 έως 34 ετών καταγράφηκαν 23 θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού, στους 40 έως 44 ετών 46 θάνατοι ανά εκατομμύριο πληθυσμού και στους 45 έως 49 ετών 94 θάνατοι ανά εκατ. πληθυσμού. Από την ηλικία των 50 και άνω, η αναλογία αλλάζει δραματικά ξεκινώντας από 222 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού (50 έως 54 ετών) και φτάνοντας στους 3.474 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού στους άνω των 80 ετών.
Το τρίτο κύμα της επιδημίας που εξελίσσεται στη χώρα το «οδηγούν» τα άτομα ηλικίας 25 έως 49 ετών. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) που συγκεντρώνει στοιχεία από όλες τις χώρες της Ε.Ε., στην Ελλάδα, το διάστημα από 5 έως 11 Απριλίου, καταγράφηκαν 8.304 περιστατικά σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, αριθμός που αποτελεί το 42,5% του συνόλου των κρουσμάτων COVID-19 για τη συγκεκριμένη εβδομάδα. Η επόμενη ομάδα με τα περισσότερα κρούσματα είναι τα άτομα ηλικίας 50 έως 64 ετών (4.584 κρούσματα και 23,5%).
Αυτό που είναι αξιοπρόσεκτο και καταδεικνύει και την αξία των εμβολιασμών, είναι ότι στην κορύφωση του τρίτου κύματος ο αριθμός των επιβεβαιωμένων περιστατικών ήταν μεγαλύτερος σε σχέση με το δεύτερο κύμα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες εκτός των ατόμων ηλικίας 80 ετών και άνω. Είναι χαρακτηριστικό ότι το επταήμερο 16 έως 22 Νοεμβρίου, όταν το δεύτερο κύμα ήταν στην κορύφωσή του σε ό,τι αφορά τις νέες διαγνώσεις, είχαν καταγραφεί 1.225 νέες περιπτώσεις σε άτομα άνω των 80 ετών στη χώρα μας, όταν την εβδομάδα από 13 Μαρτίου έως 4 Απριλίου που έως τώρα είναι η πιο επιβαρυμένη επιδημιολογικά, επιβεβαιώθηκαν 929 κρούσματα σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.
Η κλίμακα του κινδύνου
Δεκαπλάσιο κίνδυνο νοσηλείας λόγω της COVID-19 διατρέχουν τα άτομα ηλικίας 30 έως 39 ετών σε σχέση με τα παιδιά και τους εφήβους. Αυτό προκύπτει από τον πίνακα με τον κίνδυνο νοσηλείας και θανάτου ανά ηλικιακή ομάδα που έχει αναρτήσει το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC). Λαμβάνοντας ως ομάδα αναφοράς τα παιδιά και τους εφήβους ηλικίας 5 έως 17 ετών, το CDC υπολόγισε με βάση τα δεδομένα των ΗΠΑ ότι τα άτομα 18 έως 29 ετών έχουν έξι φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να νοσηλευτούν λόγω της COVID-19 και δεκαπλάσιο κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους. Στα άτομα 30 έως 39 ετών ο κίνδυνος για νοσηλεία είναι δεκαπλάσιος και για θάνατο 45 φορές μεγαλύτερος, ενώ τα άτομα ηλικίας 40 έως 49 ετών έχουν 15 φορές περισσότερες πιθανότητες να νοσηλευθούν και 130 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους. Σταδιακά ο κίνδυνος αυξάνεται, και στις ηλικίες άνω των 85 ετών οι πιθανότητες νοσηλείας είναι 95 φορές μεγαλύτερες και θανάτου λόγω της COVID-19 8.700 περισσότερες σε σχέση με τα παιδιά και τους εφήβους.
Πέννυ Μπουλούτζα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου