Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Εγκληματικότητα : Το ψυχο-εγκληματικό προφίλ των εγκληματιών εκ πεποιθήσεως



Οι εγκληματίες εκ πεποιθήσεως (convictionals criminals), σύμφωνα με την εγκληματολογική τυπολογία, διέπονται από μια σύγκρουση ανάμεσα στην «πεποίθηση» και το «έγκλημα». 

Αυτή η σύγκρουση μετουσιώνεται σε εντελώς ιδιάζον βίωμα. Το άτομο, πεπεισμένο για την ορθότητα του σκοπού της ενέργειάς του, θεωρεί τον εαυτό του υποχρεωμένο να ενεργήσει έτσι. Θεωρεί, με άλλα λόγια, ότι είναι καθήκον και ταυτόχρονα ηθικό χρέος του να εγκληματήσει. 

O εγκληματολόγος Pinatel ονομάζει πολλά από αυτά τα εγκλήματα pseudojusticiers (ψευδο-απονεμητικά της δικαιοσύνης), αν και δέχεται ότι οι δράστες δεν κινούνται από προσωπικό συμφέρον, αλλά για να αποδώσουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν δίκαιο. 

Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εκδίκηση που επιδιώκεται μέσω αυτών των εγκλημάτων συνυπάρχει με τον αλτρουισμό και την ιδεολογία. Δηλαδή, οι εκ πεποιθήσεως εγκληματίες δρουν, συχνά, με «αγνά» κίνητρα, χωρίς ωστόσο αυτό να δικαιολογεί την πράξη τους. 

Η δράση των συγκεκριμένων ανθρώπων ερμηνεύεται και βάσει της «θεωρίας της ανομίας», η οποία αναπτύχθηκε από τον κοινωνιολόγο Robert K. Merton. 

Η απουσία κανόνων που ελέγχουν τη συμπεριφορά οδηγεί σε μια σχετική απομόνωση του ατόμου και στη δημιουργία ενός αισθήματος αποκλεισμού, μη ένταξης στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Η ανομία εκφράζει αυτήν ακριβώς τη διαταραχή συμπεριφοράς των ατόμων ή των κοινωνικών ομάδων που δεν υιοθέτησαν ή υιοθέτησαν μερικώς ή εσφαλμένα τις νόρμες συμπεριφορές του συνόλου, όπως και την αδυναμία της αυτόματης ρυθμιστικής λειτουργίας της κοινωνίας στο να αποφεύγει ένα τέτοιο κοινωνικό φαινόμενο. 

Αποτέλεσμα αυτής της αποτυχίας είναι να δημιουργούνται διάφορες υπο-ομάδες, τα μέλη των οποίων δεν υιοθετούν τις ίδιες αξίες και δεν υπακούνε στους ίδιους κανόνες συμπεριφοράς, με άμεση συνέπεια να δημιουργείται ένα κλίμα «κοινωνικής αποδιοργάνωσης». Για να δημιουργηθεί το υποκειμενικό αίσθημα ενοχής χρειάζεται, στο κοινωνικό επίπεδο, η πολιτικά ισχυρή κοινωνική τάξη να προστατεύει αξίες που ο εγκληματίας αρνείται, γιατί ανήκει σε μια κοινωνική ομάδα, η οποία απορρίπτει την κρατούσα ηθική κι έρχεται συνειδητά σε σύγκρουση μαζί της. 

Το έγκλημα, σε αυτές τις περιπτώσεις, αποτελεί το φαινόμενο μιας μειοψηφούσας ομάδας, η οποία τέθηκε στην παρανομία από την πλειοψηφία και «ετικεταρίστηκε» ως εγκληματική. Τα μέλη αυτής της ομάδας «σπάνε» το «κοινωνικό συμβόλαιο» και εγκληματούν πεπεισμένα πως επιτελούν μια πράξη επιβεβλημένη. Δεδομένης της εχθρότητάς τους κατά της κοινωνικής αξίας που προστατεύει η ποινική διάταξη, δεν εκδηλώνουν κανένα αίσθημα ενοχής. 

Οι πράξεις τους βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τις αρχές τους. Είναι, δηλαδή, δικαιολογημένες στο δικό τους μυαλό, και στα δικά τους μάτια το έγκλημα όχι μόνον είναι επιβεβλημένο, αλλά και νομιμοποιημένο. Επομένως, οι εγκληματίες που κατατάσσονται στην κατηγορία των «εγκληματιών εκ πεποιθήσεως» έχουν δημιουργήσει τον δικό τους κώδικα αξιών και ηθικής και λειτουργούν βάσει αυτών, πιστεύοντας ότι οι πράξεις τους είναι απολύτως δικαιολογημένες αλλά και νόμιμες! Γι' αυτό δεν μετανιώνουν για τις εγκληματικές τους πράξεις, ακόμα κι όταν είναι αποτρόπαιες. Αντίθετα, εμφανίζονται σταθεροί στις αρχές τους, υπεραμύνονται των ειδεχθών εγκλημάτων τους και είναι αμετανόητοι. 

Η έρευνα διακρίνει και τα λεγόμενα «γνήσια» ιδεολογικά κίνητρα, όπου τα κίνητρα και οι προθέσεις καθορίζονται από μια συγκεκριμένη ιδεολογία (συνωμοσία, πολιτικά εγκλήματα). Η περαιτέρω διάκριση που γίνεται αφορά: τους αυθεντικούς εγκληματίες-ιδεολόγους, τους κερδοσκόπους πολιτικούς εγκληματίες (π.χ. πληρωμένοι κατάσκοποι), τους εγκληματίες από έλλειψη κοινωνικής πειθαρχίας (π.χ. οικονομικό sabotage) και αυτούς που διαπράττουν συμβολικά εγκλήματα κατά του καθεστώτος (π.χ. περιύβριση σημαίας). 

Σημείο διάκρισης είναι η δύναμη και το περιεχόμενο της πεποίθησης. 

Εάν διαπιστωθεί ότι, όχι απλώς υπάρχει πεποίθηση, αλλά ότι αυτή ακριβώς η πεποίθηση έγινε ηθικό κίνητρο της πράξης, τότε αυτό σημαίνει ότι ο δράστης έχει βιώσει με έναν τρόπο εντελώς προσωπικό την όλη κατάσταση. Με λίγα λόγια, έχει πιστέψει ότι είναι προσωπική του υπόθεση και χρέος να «φέρει εις πέρας» την πράξη (το έγκλημα) που έχει αναλάβει. 

Ο εγκληματολόγος πρέπει, με τη σειρά του, να εισχωρήσει στην ιδιάζουσα ψυχοσύνθεση του δράστη, να ανακαλύψει τις ψυχολογικές διαδικασίες του περάσματος στην πράξη και κυρίως να εστιάσει το ενδιαφέρον του στο μηχανισμό με τον οποίο το άτομο κατόρθωσε να μεταλλάξει εσωτερικά τη συμπεριφορά του, δηλαδή να την απογυμνώσει από κάθε εγκληματικό χαρακτήρα. Η απουσία αισθήματος ενοχής πρέπει να προβληματίσει, γιατί δείχνει ότι το άτομο έχει ενσωματώσει τις δικές του αξίες σε τόσο μεγάλο βαθμό και τέτοια έκταση που δεν αποδέχεται τις αξίες της ευρύτερης κοινωνίας. 

Οι εγκληματολογικές τυπολογίες δεν ακολουθούνται κατά γράμμα, οι τυπολογίες αποτελούν τη βάση, την αφετηρία για ένα γόνιμο διάλογο, μια βαθύτερη ανάλυση και μελέτη. Δεν δικαιολογείται και δεν νομιμοποιείται το έγκλημα, ακόμα κι αν τα κίνητρα εμφανίζονται, σε μια πρώτη «ανάγνωση», ως «αγνά» και «αλτρουιστικά». 


Κ.Β.
NOW



0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου