Είναι το κίνημα που έδωσε φωνή στις γυναίκες να μιλήσουν για τη βία που είχαν υποστεί, τελευταία όμως τα πράγματα μοιάζουν να παίρνουν λάθος δρόμο - Οσα προσάπτει η Χερντ στον Ντεπ ή η Αθανασοπούλου στον Κωστόπουλο είναι όντως αληθινά; Διακυβεύονται ζωές, υπολήψεις και καριέρες και πάνω απ’ όλα μπαίνουν σε κίνδυνο οι κατακτήσεις του ίδιου του κινήματος, γεγονός που πρέπει να μας κάνει πιο προσεκτικούς
«Μίλησα κατά της σεξουαλικής βίας και αντιμετώπισα την οργή του πολιτισμού μας. Αυτό πρέπει να αλλάξει», διακήρυττε τον Δεκέμβριο του 2018 η Αμπερ Χερντ σε πύρινο άρθρο της κατά της πατριαρχίας στην εφημερίδα «Washington Post». Η 36χρονη σήμερα ηθοποιός αφηγούνταν στο εκτενές κείμενό της πώς από παιδί είχε μάθει όχι μόνο να δέχεται βία από τους άνδρες, αλλά κυρίως να σιωπά.
Ελεγε ακόμα πως, όταν αποφάσισε να μιλήσει ανοιχτά για την κακοποιητική σχέση της με τον πρώην σύζυγό της Τζόνι Ντεπ, οι φίλοι αλλά και οι συνάδελφοί της τη συμβούλευσαν να μην το κάνει. Γιατί; Για τον πολύ απλό λόγο ότι, εάν το έπραττε, θα ήταν σαν να κλείνει διά παντός τον εαυτό της έξω από τις θύρες της βιομηχανίας του θεάματος. Παρομοίαζε μάλιστα τους ισχυρούς -αδιακρίτως τομέα- άνδρες με κακοποιητική συμπεριφορά με τον «Τιτανικό» που προσκρούει στη διάρκεια του παρθενικού ταξιδιού του στο παγόβουνο. «Ολοι», έγραφε, «θα κάνουν τα πάντα για να τους σώσουν όχι επειδή στ’ αλήθεια ενδιαφέρονται, αλλά για να εξασφαλίσουν τη δική τους επιβίωση».
Το σύστημα που περιέγραφε η Χερντ ήταν ξεκάθαρα σάπιο ή, για να χρησιμοποιήσει κανείς ορολογία θαλασσόλυκου όπως η ίδια, έμπαζε νερά από παντού. Αυτό το εν πολλοίς αυτοβιογραφικό άρθρο της έδωσε στον Τζόνι Ντεπ λαβή να στοιχειοθετήσει αγωγή σε βάρος της, υπόθεση η οποία αυτές τις ημέρες εκδικάζεται σε δικαστήριο της Βιρτζίνια φέρνοντας για μία ακόμα φορά στο φως σοκαριστικές λεπτομέρειες από την αβίωτη και ξεκάθαρα τοξική συμβίωση των δύο συντρόφων. Μπορεί από τη μέχρι σήμερα εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας κανείς να μην έχει γίνει ακριβώς σοφότερος, αφού σχεδόν τα πάντα είχαν ήδη γνωστοποιηθεί στη δίκη του Ντεπ εναντίον της βρετανικής εφημερίδας «Sun» πριν από δύο χρόνια -για την ιστορία, ο ηθοποιός ηττήθηκε-, ωστόσο έγινε μάλλον για πρώτη φορά σαφές ότι μια γυναίκα δεν έχει πάντα, απαραίτητα και απαρέγκλιτα τον ρόλο του θύματος σε μια κακοποιητική σχέση, αλλά μπορεί να αναλαμβάνει κι εκείνον του θύτη.
Μπορεί να ακούγεται επουσιώδης, αλλά είναι νευραλγικής σημασίας η λεπτομέρεια ότι η Χερντ υποστήριξε πως για να καλύψει τους μώλωπες από την κακοποίηση που δεχόταν από τον Ντεπ χρησιμοποιούσε ένα πολύ συγκεκριμένο καλλυντικό προϊόν. Οι συνήγοροί της μάλιστα παρουσίασαν την παλέτα του ενώπιον του δικαστηρίου.
Ωστόσο, λίγες ώρες μετά την πειστική αφήγηση της Χερντ, η ίδια η εταιρεία παρενέβη μέσω TikTok για να υπενθυμίσει ότι το εν λόγω προϊόν της κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 2017, άρα δεν ήταν διαθέσιμο το διάστημα 2014-2016 στη διάρκεια του οποίου η ηθοποιός υποστηρίζει πως ενσάρκωνε το απόλυτο θύμα του συζύγου της.
Χερντ εναντίον Ντεπ
Ναι, η Χερντ μπορεί να ψεύδεται ή να διαστρεβλώνει τα γεγονότα σχετικά με την κακοποιητική -αμφίπλευρα καταπώς φαίνεται- σχέση της με τον Τζόνι Ντεπ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ούτε ότι δεν κακοποιήθηκε, ούτε ότι όσα καταθέτει είναι απότοκα επινόησης. Ωστόσο, οι αντιφάσεις στις οποίες πέφτει, αλλά και η υποψία πως δεν ήταν όσο θύμα θα ήθελε να φαίνεται στην πραγματικότητα, αντί να ωφελούν το κίνημα #MeToo, να προωθούν την αποδόμηση των έμφυλων στερεοτύπων και να κατατροπώνουν την τοξική πατριαρχία, φέρνουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Την εβδομάδα που μας πέρασε τα μέσα ενημέρωσης, την κοινή γνώμη και βέβαια τα κοινωνικά δίκτυα απασχόλησε η καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση της Ελενας Αθανασοπούλου.
Η 33χρονη ηθοποιός υποστήριξε σε συνέντευξή της στο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ1 πως έπεσε θύμα βιασμού πριν από 12 χρόνια. Θύτης, σύμφωνα με όσα καταμαρτύρησε, ήταν γνωστός σκηνοθέτης, ο οποίος, αφού τη μέθυσε, ασέλγησε πάνω της μέσα στο αυτοκίνητό του. Η ίδια δήλωσε πως έχει ένα κενό μνήμης από τη στιγμή που έχασε τις αισθήσεις της λόγω υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ μέχρι που επανήλθε και συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο αυτοκίνητο του -κατά την εκδοχή της- βιαστή της. Παρότι εκείνη δεν κατονόμασε τον θύτη τής σε κάθε περίπτωση καταδικαστέας και αξιόποινης πράξης, ο σκηνοθέτης του «Σασμού» Κώστας Κωστόπουλος αποκάλυψε στο Facebook πως θεωρεί ότι η καταγγελία αφορά τον ίδιο, ότι εκείνος είχε δεχτεί εμμέσως απειλές από την ηθοποιό και πως είχε μαζί της μια περιστασιακή γνωριμία πριν από 12-13 χρόνια.
Η υπόθεση θα οδηγηθεί πιθανότατα στο ακροατήριο, αφού η καταγγέλλουσα ηθοποιός αποκάλυψε πως έχει ήδη ακολουθήσει τη νομική οδό. Ωστόσο, η εμπειρία λέει πως όταν ο καταγγελλόμενος κριθεί από τη Δικαιοσύνη αθώος ή ένοχος -ειδικά αθώος-, η απόφαση θα πάρει αντιστρόφως ανάλογη δημοσιότητα και virality από την καταγγελία. Κι εδώ ξεκινάει το πρόβλημα όχι μόνο για τους ανθρώπους (άνδρες ή γυναίκες, δεν έχει σημασία) που μπορεί από τη μία στιγμή στην άλλη να κατηγορηθούν δημόσια, να διαπομπευτούν και να σπιλωθούν εφ’ όρου ζωής, αλλά και για το ίδιο το κίνημα #MeToo. Η μνήμη από την περίφημη υπόθεση του βιασμού της Θεσσαλονίκης είναι ακόμα νωπή.
Η 24χρονη Γεωργία Μπίκα κατήγγειλε πως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2022 έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού σε πολυτελή σουίτα κεντρικού ξενοδοχείου της Θεσσαλονίκης. Η υπόθεση εύλογα πήρε διαστάσεις, μονοπώλησε την επικαιρότητα για περίπου ένα δίμηνο, ενώ τα κοινωνικά δίκτυα, με προεξάρχον το Twitter, έσπευσαν να εκδώσουν καταδικαστική ετυμηγορία για τους άνδρες που κατήγγειλε η νεαρή γυναίκα.
Ωστόσο, την αντίληψη που ήδη είχε σχηματοποιήσει και είχε αποκρυσταλλώσει εν πολλοίς η κοινή γνώμη για τον ομαδικό βιασμό, όπως τον περιέγραφε η 24χρονη, ήρθε να ανατρέψει η απόφαση της 5ης τακτικής ανακρίτριας Θεσσαλονίκης, η οποία ολοκληρώνοντας την έρευνά της έκρινε πως δεν στοιχειοθετούνταν ομαδικός βιασμός. Ανακόλουθα, σύμφωνα με την κοινή και διαμορφωμένη έως τότε πεποίθηση, ήταν και τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων της Μπίκα, αφού έδειξαν αρνητικό αποτέλεσμα τόσο σε ναρκωτικές ουσίες οι οποίες θα μπορούσαν να δράσουν κατευναστικά ώστε το φερόμενο θύμα να παραδοθεί στις ορέξεις των φερόμενων θυτών όσο και σε υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Εάν η υπόθεση οδηγηθεί τελικά ή όχι στο ακροατήριο θα το κρίνει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ενώ στις αρχές Μαρτίου η καταγγέλλουσα, η οποία έχει δηλώσει πως η αμφισβήτηση που δέχεται είναι ένας δεύτερος βιασμός, υπέβαλε μήνυση για ψευδή κατάθεση σε έξι μάρτυρες, οι οποίοι, σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται, είτε δεν ήταν παρόντες στο επίμαχο πάρτυ, είτε είχαν αποχωρήσει προτού η ίδια πέσει θύμα βιασμού.
Στον πολιτισμένο δημοκρατικό Δυτικό κόσμο τα δικαστήρια είναι τα αρμόδια να κρίνουν την ενοχή ή την αθωότητα ενός κατηγορούμενου. Ομως το παραπάνω μέχρι πρότινος θέσφατο αμφισβητείται και κλυδωνίζεται - ιδίως σε περιπτώσεις που σχετίζονται με τη γυναικεία κακοποίηση. Πλέον δεν χρειάζεται η επίσημη υποβολή κατηγορίας. Μια καταγγελία όχι μόνο αρκεί, αλλά πολύ συχνά πια ισοδυναμεί με την καταδίκη. Οχι άδικα βέβαια, αφού στατιστικά υπολογίζεται ότι μόνο το 2% των καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης που διατυπώνονται από γυναίκες δεν έχει βάση αλήθειας. Και πάλι, όμως, μπορούν να θυσιάζονται 2 στους 100 ανθρώπους μαζί και οι ζωές, οι οικογένειες, οι συγγενείς, οι φίλοι, η επαγγελματική διαδρομή τους στον βωμό ψευδών και ανυπόστατων καταγγελιών;
Τροφή για σκέψη
Ο Αλαν Ντέρσοβιτς, εγνωσμένου κύρους νομικός, συνταγματολόγος, καθηγητής στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ από το 1964 μέχρι το 2013, συνήγορος υπεράσπισης του Ντόναλντ Τραμπ στη δίκη του από τη Γερουσία των ΗΠΑ το 2021 και φίλος του Τζέφρι Επστιν, μάλλον δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να αναφέρει κάποιος σε ένα κείμενο για το #MeToo. Ή μπορεί και να είναι ο καταλληλότερος. Ο 83χρονος νομικός, που κατηγορήθηκε για πρώτη φορά το 2014 από τη Βιρτζίνα Ρόμπερτς, τη γυναίκα που λειτούργησε ως θρυαλλίδα για το ξέσπασμα του σκανδάλου σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανήλικων κοριτσιών που είχε δημιουργήσει ο Επστιν, θεωρεί ότι πλέον δεν είναι αρκετό να μπορεί κανείς να υπερασπιστεί την αθωότητα και την ακεραιότητά του ενώπιον δικαστηρίου. Παρατηρεί μάλιστα πόσο διαφορετική είναι η αντιμετώπιση που ο ίδιος είχε πριν από τη γιγάντωση του #MeToo και κατόπιν από την κοινή γνώμη.
Ο Ντέρσοβιτς, ο οποίος βρίσκεται ακόμα μέσα σε ένα γαϊτανάκι αλληλομηνύσεων με τη Ρόμπερτς, κατέθεσε τη νομική εμπειρία του μπολιάζοντάς τη με τη βιωματική στο βιβλίο «Guilt by Accusation: The Challenge of Proving Innocence in the Age of #MeToo» (Ενοχος λόγω καταγγελίας: Η πρόκληση της απόδειξης της αθωότητας στην εποχή του #MeToo), που κυκλοφόρησε τον φετινό Μάρτιο. Μπορεί κανείς να μη βάζει το χέρι του στη φωτιά για την ενοχή ή την αθωότητά του, ωστόσο ο έμπειρος νομικός έδωσε τροφή για σκέψη σε μια εποχή που έχει εθιστεί να αναζητά ακόρεστα και λαίμαργα νέους -αποδεδειγμένα ή ατεκμηρίωτα- θύτες. Για να τους καταβροχθίσει.
Κώστας Μπουρούσης
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου