Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

H αλήθεια για τη θεσμοθετημένη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών

 



Τι προβλεπόταν και τι ισχύει σήμερα


Το σύστημα των ασφαλιστικών εισφορών που ισχύει σήμερα ήρθε να αντικαταστήσει το άδικο και εξοντωτικό για τους ελεύθερους επαγγελματίες καθεστώς που θεσπίστηκε με τον νόμο Κατρούγκαλου και συνέδεε το ύψος των καταβαλλόμενων εισφορών με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Αποτέλεσμα ήταν τότε χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες να αδυνατούν να καταβάλουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές και να εκφράσουν την αγωνία τους μέσα από «το κίνημα της γραβάτας».

Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήρθε και κατήργησε άμεσα το σύστημα αυτό, αντικαθιστώντας το με ένα νέο σύστημα που είναι δίκαιο και αναλογικό των αναγκών αλλά και της εισφοροδοτικής ικανότητας των ελευθέρων επαγγελματιών. Έκτοτε προβλέπονται 6 ασφαλιστικές κατηγορίες και μια ειδική κατηγορία (για νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας) όπου αναλόγως με το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που επιλέγει ο ελεύθερος επαγγελματίας καθορίζεται και το ύψος της σύνταξης που θα λάβει μελλοντικά.

Ποια θα είναι η αναπροσαρμογή των εισφορών τη νέα χρονιά


Για την επόμενη χρονιά, ο νόμος 4670/2020 προβλέπει αναπροσαρμογή του ύψους των καταβαλλόμενων εισφορών από 1/1/2023 που συνδέεται με το ύψος του πληθωρισμού. Στο σενάριο όπου ο πληθωρισμός θα κλείσει φέτος σε ποσοστό 9%, η επιβάρυνση των ελεύθερων επαγγελματιών της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας δεν θα ξεπεράσει τα 19 ευρώ τον μήνα (60 λεπτά του ευρώ περίπου την ημέρα). Η αναγκαιότητα της αύξησης είναι επιβεβλημένη και συνδέεται με την ίδια την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος αλλά και με τη δυνατότητα των ίδιων των ελευθέρων επαγγελματιών να λάβουν μελλοντικά αξιοπρεπείς συντάξεις και όχι συντάξεις φτώχειας. Συγκεκριμένα:


Πρώτον, σήμερα ισχύει το παράδοξο ο εργοδότης που έχει επιλέξει την πρώτη ασφαλιστική κλάση -όπως έχει κάνει η συντριπτική πλειονότητα των ελευθέρων επαγγελματιών- να πληρώνει για δικές του εισφορές λιγότερα χρήματα από τις εισφορές που αντιστοιχούν σε υπάλληλό του και ο οποίος αμείβεται με τον κατώτατο μισθό! Αυτό προκύπτει από τον εξής υπολογισμό:

Πάνω από 1 εκατομμύριο ελεύθεροι επαγγελματίες σε σύνολο περίπου 1,3 εκατ. (δηλαδή το 80% του συνόλου) έχουν επιλέξει την 1η ασφαλιστική κατηγορία καταβάλλοντας 210 ευρώ τον μήνα (για σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη). Το ετήσιο ποσό που καταβάλλεται ανέρχεται επομένως σε 2.520 ευρώ.

Αντιστοίχως, οι εισφορές ενός μισθωτού που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, ανέρχονται σε 225,4 ευρώ τον μήνα (με αναγωγή για 14 μισθούς), δηλαδή 2.705 ευρώ κάθε έτος.

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως πάνω από το 80% των ελευθέρων επαγγελματιών (που περιλαμβάνει και πολλούς γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς, εμπόρους κλπ) που επέλεξαν την 1η ασφαλιστική κατηγορία πληρώνουν 7,3% λιγότερες εισφορές για την ασφαλιστική τους κάλυψη από ό,τι οι μισθωτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό! Επιπρόσθετα, με την αύξηση του κατώτατου μισθού την επόμενη χρονιά, οι ασφαλιστικές εισφορές του μισθωτού θα αυξηθούν, διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τη διαφορά με τις εισφορές του ελεύθερου επαγγελματία.


Δεύτερον, οι καταβαλλόμενες εισφορές συνδέονται άμεσα με το ύψος της σύνταξης που θα λάβει ο κάθε ασφαλισμένος. Με απλά λόγια, όσο υψηλότερες εισφορές καταβάλλει τόσο υψηλότερη σύνταξη θα λάβει. Το 80% των ελευθέρων επαγγελματιών έχει επιλέξει την χαμηλή 1η ασφαλιστική κατηγορία καταβάλλοντας 210 ευρώ τον μήνα. Ένα ενδεχόμενο πάγωμα στην αναπροσαρμογή των καταβαλλόμενων εισφορών θα οδηγούσε σε συντάξεις φτώχειας για τους ίδιους αλλά και σε σοβαρό κίνδυνο βιωσιμότητας του ασφαλιστικού μας συστήματος. Μάλιστα οι συντάξεις που θα λάβουν -αν δεν αυξηθούν οι εισφορές- κινδυνεύουν να είναι σημαντικά χαμηλότερες από εκείνες που θα λάβουν οι μισθωτοί υπάλληλοι τους, ακόμα και οι πλέον χαμηλόμισθοι. Για παράδειγμα, ένας ελεύθερος επαγγελματίας ο οποίος επέλεξε την 1η ασφαλιστική κατηγορία, θα λάβει ανταποδοτική σύνταξη στα 40 έτη 387,6 ευρώ, εφόσον δεν υπάρξει κάποια αύξηση στις καταβαλλόμενες εισφορές του. Ο μισθωτός που σε όλη του τη ζωή λάμβανε τον κατώτατο μισθό (με την υπόθεση ότι αυτός δεν θα αυξηθεί επίσης στα επόμενα 40 χρόνια) θα λάβει ανταποδοτική σύνταξη 415,9 ευρώ. Άρα ένας γιατρός, ένας δικηγόρος, ένας μηχανικός και ένας έμπορος θα λάβουν μικρότερη ανταποδοτική σύνταξη 28,3 ευρώ το μήνα από έναν μισθωτό με τον κατώτατο μισθό.  

Τρίτον, το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι αναδιανεμητικό, που σημαίνει ότι οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό από τις εισφορές των εν ενεργεία ασφαλισμένων. Οι αυξήσεις των συντάξεων από 1/1/2023 που θα δουν πάνω από 1,6 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα πρέπει να καλυφθεί και μέσω των αυξήσεων των ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών και των αυταπασχολούμενων. Διαφορετικά το ασφαλιστικό σύστημα θα μπει και πάλι σε έναν φαύλο κύκλο αυξανόμενων ελλειμμάτων με προφανείς κινδύνους για τη βιωσιμότητά του. Επομένως:

Πόσο δίκαιο είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες να πληρώνουν λιγότερες εισφορές από αυτές που αντιστοιχούν στους μισθωτούς που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό;

Πόσο αποδεκτό είναι από τους ελεύθερους επαγγελματίες να οδηγηθούν σε πάγωμα ασφαλιστικών εισφορών και, επομένως, σε συντάξεις φτώχειας στο μέλλον;

Και πόσο πολιτικά ορθό είναι να θέσουμε σε κίνδυνο την ίδια τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος δημιουργώντας αυξανόμενα ελλείμματα;

Οι ελαφρύνσεις στις ασφαλιστικές εισφορές που έγιναν τα τελευταία χρόνια


Μέσα στα τελευταία 3,5 χρόνια η Κυβέρνηση προχώρησε σε μείωση κατά 4,4 μονάδες των καταβαλλόμενων εργοδοτικών εισφορών. Περίπου το 1/3 αυτής της μείωσης το είδαν ως αύξηση στα εισοδήματα τους οι μισθωτοί και τα υπόλοιπα 2/3 ως μείωση οικονομικών βαρών οι εργοδότες. Πρόκειται για μια σημαντική ελάφρυνση όχι μόνο των μισθωτών αλλά και των ελευθέρων επαγγελματιών που απασχολούν υπαλλήλους.

Παράλληλα, η Κυβέρνηση προχώρησε στην κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, προκειμένου να ενισχύσει το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζόμενων και των συνταξιούχων απέναντι στις σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις που επικρατούν στην αγορά.

Επομένως, τόσο στη περίπτωση των μισθωτών όσο και στην περίπτωση των μη μισθωτών η Κυβέρνηση κινείται με όρους δικαιοσύνης και αφαίρεσης οικονομικών βαρών.




0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου