Οι καιρικές συνθήκες στα βουνά της Πίνδου το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1940, ήταν ίσως οι χειρότερες των τελευταίων 50 ετών. Οι κακές καιρικές συνθήκες ήταν αρχικά περισσότερο ανασταλτικές για τον επιτιθέμενο, οπότε στην πρώτη φάση δυσκόλεψαν περισσότερο τους Ιταλούς.
Στη δεύτερη όμως φάση, από τις 14 Νοεμβρίου του 1940 και μετά, όταν αντεπιτίθεται ο ελληνικός στρατός, το πρωτόγνωρο ψύχος γίνεται σφοδρός αντίπαλος των Ελλήνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές μαρτυρίες ιταλών και ελλήνων βετεράνων κάνουν περισσότερο λόγο για τις άγριες καιρικές συνθήκες, παρά για την επαφή τους με τον εχθρό.
Ιδιαίτερα τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 1941, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις όπου πολλές ελληνικές μονάδες έφτασαν στα πρόθυρα της ανυπακοής και της λιποταξίας, επειδή οι στρατιώτες αρνούνταν να κάνουν το νούμερο τους στη σκοπιά, από τον φόβο ότι θα πεθάνουν από το δριμύ ψύχος.
Ο ρουχισμός δεν βοηθούσε καθόλου τους έλληνες φαντάρους, σε αντίθεση με τον ιταλικό στρατό. Οι Έλληνες είχαν ένα τύπο στολής με μια χλαίνη. Την ίδια φορούσαν από την Κρήτη μέχρι τα βουνά της Τρεμπεσίνας. Οι Ιταλοί, ειδικά στα τμήματα που διεξήγαγαν τον ορεινό αγώνα, είχαν εξειδικευμένο ρουχισμό και οπλισμό. Ακόμα και υπνόσακους, σε αντίθεση με τους Έλληνες που είχαν μια έως δύο κουβέρτες.
Σύντομα άρχισαν να εμφανίζονται τα κρυοπαγήματα, που εξελίχθηκαν σε φόβο και τρόμο για τους στρατιώτες. Δεν υπήρχε μια σαφής ενημέρωση προς τους στρατιώτες από τα ιατρικά επιτελεία πως θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Δεν είχαν καμιά σαφή οδηγία για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν το υπερβολικό κρύο, το χιόνι, το νερό που πάγωνε πάνω στα σώματα. Έλληνες και Ιταλοί φορούσαν μάλλινες γκέτες πάνω από τις αρβύλες. Στην επαφή τους όμως με το νερό και το χιόνι, οι γκέτες βρέχονταν, έσφιγγαν πάρα πολύ, έκοβαν τη ροή κυκλοφορίας του αίματος στα κάτω άκρα και το κρυοπάγημα ερχόταν εύκολα.
Οι φήμες για γιατρούς- κατασκόπους, που έκοβαν πόδια
Οι πρώτες οδηγίες που έφτασαν στο μέτωπο έλεγαν στους στρατιώτες να διατηρήσουν τα πόδια τους σε θερμό μέρος. Εκείνοι τα πήγαιναν κοντά στη φωτιά, με αποτέλεσμα να τους κάνουν μεγαλύτερη ζημιά. Με τον καιρό άρχισαν να έρχονται άλλες οδηγίες, που βοήθησαν περισσότερο. Οι Έλληνες φαντάροι κρατούσαν κάποια ποσότητα λίπους για να κάνουν εντριβές στα πόδια τους ή τα τύλιγαν με μαλλιά ζώων που έσφαζαν στο μέτωπο, ώστε να τα κρατούν σε σταθερή θερμοκρασία. Όμως, ήταν πλέον αργά, αφού ήδη ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών είχε χάσει τα πόδια του.
Οι γιατροί που βρέθηκαν στο μέτωπο ήταν νεαροί, φαντάροι και οι ίδιοι, με περιορισμένες γνώσεις για αυτές τις ακραίες και πρωτόγνωρες συνθήκες.
Ακόμα και η διάγνωση γινόταν με πρωτόγονο τρόπο. Με το τσίμπημα μιας καρφίτσας. Αν ο ασθενής δεν ένιωθε την καρφίτσα σήμαινε ότι είχε πάθει κρυοπαγήματα και η μόνη λύση ήταν ο ακρωτηριασμός. Το φαινόμενο ήταν τόσο γενικευμένο, που γρήγορα άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι ανάμεσα στις τάξεις των γιατρών είχαν διεισδύσει και κατάσκοποι, οι οποίοι είχαν εντολή να κόβουν τα πόδια των στρατιωτών.
Χιλιάδες Έλληνες και Ιταλοί ακρωτηριάστηκαν εξαιτίας των κρυοπαγημάτων. Ο ελληνικός στρατός έφτασε να έχει περισσότερους τραυματίες από το κρύο παρά από τις μάχες. Οι κρυοπαγημένοι υπολογίζονται σε 25.000. Δεν υπάρχουν στοιχεία για το πόσοι τελικά ακρωτηριάστηκαν, αλλά εκτιμάται ότι ξεπέρασε το ένα τρίτο.
Ζυγούρης Κωνσταντίνος, 24ο Σύνταγμα Πεζικού Πρέβεζας
“Από τις 27 Δεκεμβρίου που πήγαμε απάνω μέχρις τις 2 Φεβρουαρίου, γης δεν πατήσαμε. Χιόνι μόνο. Κοιμόμασταν το βράδυ εδώ και πήγαινε 20 πόντους ο άνθρωπος μέσα, κατακάθονταν το χιόνι κι εκεί ξημερώναμαν. Έπαθαν πολλοί κρυοπαγήματα. Εμένα μου είπαν να μου το κόψουν το ποδάρι στο κότσι. Κρυοπάγωσε. Κατέβηκα στο Στεπέζι, έκατσα τρεις μέρες, θα ξανάρθεις πάλι μου είπαν. Στην Κολόνια κοιμόμουν, εκεί ήταν τα μεταγωγικά. Ύστερα από τρεις μέρες πήγα, α! λέει ένας αξιωματικός εκεί:
– Ε! Ζυγούρη το ποδάρι θα το κοντέψουμε στο κότσι.
– Όχι, του είπα, δεν το κονταίνω.
Κόντεψαν (τα ποδάρια) σε δύο (στρατιώτες) από το Γυμνότοπο (χωριό της Άρτας), έναν Τάτση κι έναν Χρήστου. Τα έκοψαν στα γόνατα πάνε και οι δυο… Εγώ φοβήθηκα, αν μου κάμουν μια ένεση θα μου το κόψουν, αλλά έτσι άμα κάθομαι δεν τους αφήνω. Θα φύγω.”
Ρούνης Αριστείρης, Βλαχέρνα Αρκαδίας 11ο Σύνταγμα Πεζικού Τριπόλεως
“Όταν πήγαμε και εμείς στον Πειραιά, περίμενε όλος ο κόσμος στις παραλίες που έβγαιναν τα καράβια και ήταν τόσο πυκνός, ώστε έκαναν διαδρομάκι ανάμεσα για να περνάμε. Και ζητωκραυγές «Καλώς ορίσατε». Εκεί μου έκανε εντύπωση πώς προσέχανε τον ανάπηρο… Σου λέει αυτός πήγε και έδωσε το αίμα του για μένα. Στο νοσοκομείο που έρχονταν και τί δεν φέρνανε και τί δε μας λέγανε… Τα κρεβάτια γέμιζαν 5,6,8 άτομα. ‘Οσοι χώραγαν να κάτσουνε. Κορίτσια από περιέργεια. Δεν με είχανε κουρέψει, ακόμα ήμουνα στρατιώτης. Ήταν μεγάλος ο θάλαμος και θα ήμασταν 20 (στρατιώτες). Δύο, τρεις ήμασταν οι τραυματίες, οι άλλοι ήταν με κρυοπαγήματα…”
Στη μάχη εναντίον του φοβερού ψύχους, οι στρατιώτες βρήκαν έναν ανέλπιστο σύμμαχο. Ήταν οι ψείρες, που είχαν προστεθεί στις καθημερινές κακουχίες τους. Όμως αποδείχθηκαν σωτήριες στον αγώνα της επιβίωσης από το κρύο. Το διαρκές ξύσιμο από την φαγούρα τους κρατούσε ξύπνιους, και σε κατάσταση ημιεγρήγορσης, ώστε να μην παραδοθούν στον γλυκό ύπνο πάνω στα χιόνια και πεθάνουν. Αλλά και να μπορούν να αντιληφθούν ανά πάσα ώρα και στιγμή από κάποια αιφνιδιαστική επίθεση που από απέναντι.
Τσιβίκης Απόστολος, Τετράκωμο Άρτας, Λοχίας 3/40 Συντάγματος Ευζώνων Άρτας
« Σταματήσαμε μπροστά από ένα βουνό, Μάλι Σπάτ νομίζω πώς το λέγανε, χιονισμένο, νηστικοί, κακομοιριασμένοι… Ευτυχώς που είχαμε σύμμαχο την ψείρα. Η ψείρα μας έσωσε. Έσωσε πολύ στρατό, γιατί δεν τον άφηνε να κοιμηθεί για να πουντιάσει. Τον εξανάγκαζε να κινείται, να ξύνεται. Να κινείται από δω, να κινείται από κει…»
Πηγή : mixanitouxronou.gr
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου