Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Η πρόβλεψη της επικινδυνότητας είναι κάτι πολύ επικίνδυνο



Ποιοι είναι οι κύριοι τρόποι πρόβλεψης της επικινδυνότητας στην πράξη;  

Η πρόβλεψη αυτή πρέπει να αποτελεί το κεντρικό σημείο στη διαδικασία κάθε ποινικής δίκης. Όπως ανέφερε και ο Prins (1986): «Η πρόβλεψη της επικινδυνότητας είναι κάτι πολύ επικίνδυνο». Από την πλευρά της ασφάλειας της κοινωνίας έχει μεγαλύτερη σημασία η ελαχιστοποίηση των «εσφαλμένων αρνητικών» (των ατόμων δηλαδή που κρίνονται ως μη επικίνδυνα, αλλά στην πραγματικότητα είναι επικίνδυνα και διαπράττουν έγκλημα στο μέλλον), από την πλευρά της ατομικής ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου όμως είναι πιο σημαντική η ελαχιστοποίηση των «ψευδώς θετικών» (των ατόμων δηλαδή που κρίνονται ως επικίνδυνα και γι αυτό στερούνται της ελευθερίας τους, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι). Η επιστημονική πρόβλεψη της βίαιης συμπεριφοράς είναι το ζητούμενο. Όμως όποιος έχει κάποια γνώση του εαυτού του και δεν αυταπατάται, παραδέχεται ότι ούτε για τον ίδιο του τον εαυτό δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι σε κάποια στιγμή υπό ορισμένες συνθήκες και κάτω από κάποια ερεθίσματα αποκλείεται να φερθεί βίαια. Επίσης η «πρόβλεψη» ότι όλοι είναι «εν δυνάμει» επικίνδυνοι και βίαιοι δεν προσφέρει τίποτα στην κατανόηση της συμπεριφοράς του προς διερεύνηση ατόμου.

Τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της επικινδυνότητας στην πράξη, μπορούν για λόγους ευκολίας να διαιρεθούν σε παράγοντες:

1) Ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες

Οι «ιδιοσυγκρασιακοί» λόγοι περιγράφουν τη «γενική» γνώση περί τα βίαια εγκλήματα: Το ότι η μεγαλύτερη ηλικιακή περίοδος κινδύνου είναι μεταξύ 18 και 30 ετών, ότι για βίαια εγκλήματα οι άνδρες είναι σαφέστατα οι πλέον επικίνδυνοι συγκρινόμενοι με τις γυναίκες. Επιπλέον, στατιστικά εγκληματολογικά στοιχεία από τις αναπτυγμένες χώρες τείνουν στο συμπέρασμα ότι τα άτομα που έχουν αυξημένη επικινδυνότητα κατάγονται περισσότερο από χαμηλά και μεσαία προς χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Επιπλέον, άτομα από μειονότητες και άτομα τα οποία έχουν πρόσφατα μεταναστεύσει λόγω κοινωνικοοικονομικών παραγόντων παρουσιάζουν αυξημένη παραβατικότητα και επικινδυνότητα. Το γεγονός πιθανόν σχετίζεται με την αίσθηση κοινωνικής συνοχής και τη διάθεση ένταξης και κοινωνικής ανέλιξης καθώς και με τις ηθικές αρχές και αξίες που κυριαρχούν στη μειονότητα.
Το νοητικό πηλίκο (IQ) των ατόμων με αυξημένη επικινδυνότητα καθώς και συνολικά το νοητικό πηλίκο των κρατουμένων στις φυλακές είναι σταθερά χαμηλότερο του μέσου όρου. Όπως είναι ήδη γνωστό, χαμηλό νοητικό πηλίκο έχει συσχετισθεί με διαταραχές συμπεριφοράς στα παιδιά και τους εφήβους.

2) Παράγοντες που προκύπτουν από το ιστορικό

Τα άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση (ιδίως σωματική για τα αγόρια) τείνουν να γίνονται περισσότερο βίαια και να διαπράττουν βίαια εγκλήματα. Αντίστοιχα, άτομα που στην παιδική ηλικία έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά, τείνουν να διαπράττουν βίαια εγκλήματα. Έχει επίσης βρεθεί ότι η εμπειρία της σωματικής κακοποίησης ως μάρτυρα κατά την παιδική ηλικία αυξάνει την επικινδυνότητα για βίαια εγκλήματα. Σχετιζόμενο με όλα αυτά τα στοιχεία είναι το σταθερό εύρημα παλαιότερων ιδίως ερευνών, ότι η επιθετικότητα είναι αυξημένη σε άτομα με ιστορικό κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης.
Η εργασιακή κατάσταση αποτελεί επίσης παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη: Όπως θα αναμένονταν, άτομα με χαμηλά αμειβόμενη εργασία και συχνές περιόδους ανεργίας είναι πιο επικίνδυνα για βίαιη παραβατική συμπεριφορά. Η ικανοποίηση που λαμβάνεται από την εργασία έχει επίσης συσχετισθεί αντίστροφα με την επικινδυνότητα.
Το προηγούμενο ιστορικό συλλήψεων συσχετίζεται ισχυρά με αυξημένη επικινδυνότητα. Η αναζήτηση των στοιχείων, για προηγούμενη παραβατική ή βίαιη συμπεριφορά, είναι απαραίτητη για την όσο το δυνατόν ακριβέστερη και ενδελεχέστερη εκτίμηση της επικινδυνότητας.
Η αυτοαναφερόμενη βίαιη συμπεριφορά (η οποία θα είναι και μεγαλύτερη από αυτή που έχει καταγραφεί με συλλήψεις, προσαγωγές, καταδίκες κλπ) πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη καθώς αυξάνει την επικινδυνότητα. Η αυτοαναφερόμενη επιθετικότητα δεν είναι ένα τόσο «σίγουρο» στοιχείο όπως π.χ. η προηγούμενη καταδίκη για βίαιο έγκλημα, είναι επίσης πολύ πιθανό ότι οι εξεταζόμενοι θα αποκρύπτουν τέτοια στοιχεία που θα θεωρούν επιβαρυντικά για τους ίδιους. Όμως για τον πραγματογνώμονα πρέπει να έχει μεγάλο «βάρος». Το μεγαλύτερο ποσοστό βίαιης συμπεριφοράς, (με εξαίρεση τις πλέον ακραίες μορφές της), δεν αναφέρεται, δεν καταγράφεται και κατά συνέπεια δεν εξιχνιάζεται. Για παράδειγμα, οι «επιθέσεις» όπου υπάρχει μεν σωματική βία, δεν καταλήγουν όμως ούτε σε βαρεία σωματική βλάβη και νοσηλεία είτε σε θάνατο μένουν ως επί το πλείστον ανεξιχνίαστες (στην Ελλάδα το ποσοστό εξιχνίασης είναι περί το 10% σύμφωνα με το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης).

3) Συναφείς παράγοντες
Οι «συναφείς» παράγοντες αφορούν ευρύτερες κοινωνιολογικές και ψυχολογικές παρατηρήσεις και συσχετίσεις της επικινδυνότητας: το να ζεις μόνος είναι παράγοντας αυξημένης επικινδυνότητας (όπως είναι και παράγοντας για αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας). Άτομα με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας έχουν μειωμένες πιθανότητες να παντρευτούν ή να συζήσουν συγκρινόμενα με άτομα χωρίς τη διαταραχή αυτή. Η αίσθηση ότι το άτομο δεν έχει κοινωνική υποστήριξη αυξάνει την επικινδυνότητα. Αυτό ισχύει εντονότερα π.χ. για τα άτομα που ανήκουν σε κάποια μειονότητα ή στους μετανάστες. Η ζωή στο κέντρο της πόλης (μεγαλούπολης) ή σε «γκέτο», κάτι που είναι συχνά απόρροια των προηγούμενων παραγόντων, αυξάνει την επικινδυνότητα.

4) Παράγοντες κατάχρησης ουσιών

Η επιθετικότητα που σχετίζεται με τη χρήση ουσιών φυσικά εξαρτάται από την ουσία κατάχρησης/ εξάρτησης αυτή καθεαυτή. Άλλη επίδραση στη συμπεριφορά έχουν οι ουσίες που διεγείρουν το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ) και άλλη αυτές που το καταστέλλουν. Η ποσότητα της ουσίας που έχει καταναλωθεί έχει μεγάλη σημασία. Το αλκοόλ σε μικρές ποσότητες προκαλεί άρση αναστολών και αυτό μπορεί να πυροδοτήσει μια παράτολμη ή επικίνδυνη συμπεριφορά (π.χ. οδήγηση με μεγάλη ταχύτητα), σε μεγαλύτερη ποσότητα μπορεί να προκαλέσει καταστολή του ΚΝΣ, υπνηλία και απώλεια της συνείδησης.
Επιπλέον, η τοξίκωση (μέθη) και η στέρηση από την ουσία δίνουν διαφορετικές κλινικές εικόνες και πυροδοτούν διαφορετικές συμπεριφορές. Για παράδειγμα, η χρήση ηρωίνης και η συνεπακόλουθη τοξίκωση (μέθη), οδηγεί το χρήστη σε μία κατάσταση ηρεμίας και ευχαρίστησης, ανακούφισης και γαλήνης. Η φάση αυτή δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί με επιθετικότητα. Αντίθετα, η φάση στέρησης από την ίδια ουσία οδηγεί σε εκνευρισμό, φόβο, ευερεθιστότητα και εντονότατη διάθεση για την αναζήτηση της ουσίας. Κατά την περίοδο αυτή ένας εξαρτημένος στα οπιοειδή (ηρωίνη) έχει σαφέστατα αυξημένη επικινδυνότητα.
Η επίδραση των ουσιών αυτών και η αύξηση ή όχι της πιθανότητας για βίαιη, επικίνδυνη συμπεριφορά επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό και από τα υποκείμενα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του χρήστη. Οι Klassen και O’ Connor έδειξαν ότι το αλκοόλ αυξάνει τον κίνδυνο βίας σε όλες τις διαταραχές προσωπικότητας και ότι η αύξηση της επικινδυνότητας είναι πιο έντονη στα άτομα με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας.

5) Κοινωνιολογικούς παράγοντες.

Η ομάδα αυτών των παραγόντων που αυξάνουν την επικινδυνότητα περιλαμβάνει γενικές έννοιες και από τη σκοπιά αυτή είναι λιγότερο χρήσιμη στην εκτίμηση επικινδυνότητας κάποιου συγκεκριμένου ατόμου. Προέρχεται από κοινωνικές ανθρωπολογικές μελέτες και μιλά γενικά για την «κουλτούρα» της βίας ανάμεσα σε ομάδες. Η χρησιμότητά της είναι περιορισμένη αλλά αν ληφθεί υπόψη μέσα στο πλέγμα όλων των παραγόντων, οι οποίοι προαναφέρθηκαν, μπορεί επίσης να προσθέσει πληροφορίες στη δύσκολη εξίσωση της επιστημονικής εκτίμησης της επικινδυνότητας.


ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΚΕΛΑΤΟΣ
ΕΚΠΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ



0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου