Στον πλανήτη μας, για χιλιάδες χρόνια, η εξουσία και η πολυτέλεια αντιμετωπίζονταν περίπου ως σιαμαίες αδελφές. Από τους Βαβυλώνιους βασιλείς μέχρι τους Λουδοβίκους της Γαλλίας, η πολυτελής διαβίωση υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική εξουσία. Γενικότερα μιλώντας, η πολιτική εξουσία σήμαινε διάκριση: στην εμφάνιση, στη συμπεριφορά, στη διατροφή, στη διασκέδαση, παντού.
Οι εξεγερμένοι αστοί του 18ου αιώνα έθεσαν τις βάσεις για την αλλαγή αυτής της κατάστασης. Διακήρυξαν με σθένος πως όποιος θέλει πολυτελή διαβίωση ας πάει να δουλέψει ή ας χρησιμοποιήσει τα λεφτά του, αλλά όχι τα χρήματα των άλλων, των φορολογουμένων, που δεν προορίζονται να σκορπιστούν στα προσωπικά γούστα της εκάστοτε εξουσίας.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ έγραψε το διάσημο βιβλίο «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», η εξέλιξη αυτή αποδόθηκε στην εκτίμηση πως ο πρώιμος, τουλάχιστον, καπιταλισμός ήταν το «παιδί του ασκητικού πνεύματος του χριστιανισμού» και κυρίως του προτεσταντισμού, η ηθική του οποίου διαμόρφωσε πρότυπα συμπεριφοράς που προωθούσαν και προωθούνταν από τον καπιταλισμό, όπως η ροπή για σκληρή εργασία και λιτό βίο. Μπορεί· αλλά στην πραγματικότητα η πολυτέλεια της εξουσίας δεν στοχοποιήθηκε από τον καπιταλισμό, αλλά από τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Και για την ακρίβεια, αυτή η ενοχοποίηση δεν αφορούσε την πολυτέλεια αυτή καθεαυτή αλλά την πηγή προέλευσής της, δηλαδή τα λεφτά των φορολογουμένων. Με απλά λόγια, οι φιλελεύθεροι σιχαίνονταν να πληρώνουν φόρους για να περνούν καλά οι πολιτικοί. Αυτή η πεποίθηση διαμόρφωσε στις πολιτικές ελίτ μια ηθική δέσμευση, «μια ντροπή». Δεν είναι τυχαίο πως πολλοί αστοί, παλιότερα, που αναμείχθηκαν με την πολιτική, κατέστρεψαν τις δικές τους περιουσίες (και όχι των άλλων).
Στον 20ό αιώνα όμως, αναδύθηκαν σχέδια που επιχείρησαν να επανενώσουν τα δύο πρώην σιαμαία, την εξουσία και την πολυτέλεια. Η πιο εξωφρενική περίπτωση ήταν αναμφίβολα ο κομμουνισμός. Το σύστημα αυτό, ενώ καταδίκαζε στην ανέχεια το σύνολο της κοινωνίας (η κατανάλωση με κουπόνια ήταν συνώνυμη της σοσιαλιστικής οικονομίας), επέτρεψε τον πολυτελή βίο στους κρατούντες και στον στενό κύκλο των προστατευομένων τους.
Ο όρος «νομενκλατούρα», που έγινε διάσημος τη δεκαετία του ’70 από το βιβλίο του Ουκρανού συγγραφέα Μιχαήλ Βοσλένσκι, υποδήλωνε τη σοβιετική αριστοκρατία της εξουσίας που διέθετε ζηλευτά προνόμια σε σύγκριση με τον μέσο σοβιετικό άνθρωπο: ξεχωριστά καταστήματα για να ψωνίζει σε συνάλλαγμα, βίλες για να παραθερίζει, βίζες για να ταξιδεύει κ.λπ. Αυτή η κοινωνική κάστα διέθετε μια απόλυτη εξουσία, που όμοιά της είχε να δει η Ευρώπη από τα χρόνια του Μεσαίωνα και το Παλαιό Καθεστώς. Η Ρουμανία του Τσαουσέσκου (τον οποίο υποστήριξαν με θέρμη μερικοί από τους σημερινούς κρατούντες) ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου η εξουσία συνάρθρωνε με εντυπωσιακό τρόπο την κτηνωδία, την πολυτέλεια και την απύθμενη αμάθεια.
Τη δεκαετία του ’80, οι σοσιαλιστές του ευρωπαϊκού Νότου εφηύραν έναν άλλο δρόμο για να συναντήσει η πολιτική εξουσία την πολυτέλεια. Αξιοποιώντας το κράτος και την αυξανόμενη εμπλοκή του στην οικονομία, είδαν στη ρυθμιστική τους θέση σε αυτό μια ευκαιρία καλοπέρασης. Χρησιμοποίησαν τους πόρους του κράτους αλλά και την ισχύ του προκειμένου να ζήσουν μια ζωή που θεωρούσαν πως ο καπιταλισμός τούς είχε στερήσει. Αν οι κομμουνιστές κρατικοποίησαν την οικονομία και την ιδιωτική ζωή, οι σοσιαλιστές έκαναν το αντίστροφο: εποίκισαν το κράτος με πολυάριθμα μικρά και μεγάλα ατομικά ή συλλογικά συμφέροντα και μετέτρεψαν τους εαυτούς τους σε τροχονόμους της κίνησης των συμφερόντων (με το αζημίωτο βέβαια). Ετσι, συγχρωτίστηκαν με τους «δικούς τους» επιχειρηματίες και εθίστηκαν στη μεγάλη ζωή. Το παράδειγμά τους μιμήθηκαν στη συνέχεια και άλλοι. Βλέπετε, ο ιός της καλοπέρασης με τα λεφτά των φορολογουμένων είναι μεταδοτικός.
Το τρίτο κύμα επαναπροσέγγισης της πολυτέλειας με την εξουσία ήρθε από τον μετακομμουνιστικό κόσμο. Στην πρώην ΕΣΣΔ ή στην Κίνα, διαμορφώθηκε μέσα σε συνθήκες αυταρχισμού μια εξαρτημένη από τα δίκτυα της εξουσίας οικονομία, στην οποία διαφεντεύουν οι ολιγάρχες σε αγαστή συνεργασία με τις ελίτ της εξουσίας. Πρόκειται για έναν ιδιόμορφο συνεταιρισμό, όπου ο καθένας «βάζει» αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα.
Και στις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η πολιτική τάξη επιδίωξε να ξαναβρεί τα προνόμια που μετά τις φιλελεύθερες επαναστάσεις είχε χάσει. Πρόκειται για ένα είδος αντεπανάστασης εκ μέρους των κακομαθημένων εξουσιαστών. Αν η αντεπανάσταση αυτή πετύχει τους στόχους της, τότε δυστυχώς η ανθρωπότητα θα κάνει ένα θλιβερό βήμα προς τον Mεσαίωνα, τότε που οι άνθρωποι ήταν τα σιωπηλά θύματα της φορολογικής λεηλασίας των αριστοκρατών και των βασιλέων.
Οταν, λοιπόν, θα ξαναδείτε έναν αριστερό υπουργό (σοσιαλιστή ή κομμουνιστή μικρή διαφορά έχει) σε κότερο, βίλα ή σουίτα κάποιου άλλου, μην απορήσετε ανοήτως. Απλώς ελέγξτε τις τσέπες σας, για να δείτε πόσο σας στοίχισε ο λογαριασμός.
Άρθρο του Νίκου Μαραντζίδη καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.
Έντυπη Καθημερινή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου