Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Συζήτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Συνέδριο του Σ.Ε.Β. : Η προσέλκυση επενδύσεων πρέπει να είναι πρώτη πολιτική προτεραιότητα



Για τη σημασία των επενδύσεων και τις προϋποθέσεις προσέλκυσής τους.

Κατ’ αρχάς, να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση. Μου έδωσε πραγματικά μεγάλη χαρά η δυνατότητα που είχα να παρακολουθήσω την εξαιρετική δουλειά που έκανε η Deloitte. Αποτύπωσε νομίζω με συνοπτικό τρόπο τα σημαντικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επενδυτές στη χώρα μας, αλλά πρότεινε και μια σειρά από ρεαλιστικές -το τονίζω αυτό- και εφαρμόσιμες λύσεις για να αρθούν αυτά τα εμπόδια. Το στόχο των 100 δις ευρώ επενδύσεις τον είχα θέσει ως απόλυτη πρώτη πολιτική προτεραιότητα με την ομιλία την οποία έκανα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης τον περασμένο χρόνο.

Θέλω να επαναλάβω τη σημασία των επενδύσεων με απλά λόγια. Διότι ναι μεν για το κοινό αυτό μπορεί να είναι αυτονόητο, υπάρχει μια μεγάλη πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία, η οποία δεν συνδέει κατά ανάγκη τις επενδύσεις με τα θετικά οφέλη που αυτές μπορούν να φέρνουν ως προς την απασχόληση. Επενδύσεις σημαίνει περισσότερες θέσεις εργασίας. Σημαίνει κατά κανόνα και καλύτερες θέσεις εργασίας, με υψηλότερους μισθούς, καλύτερες απολαβές και καλύτερο πλαίσιο εργασιακής κάλυψης. Για αυτό θέλουμε, λοιπόν, τις επενδύσεις: Για να αποκλιμακώσουμε την ανεργία, για να δημιουργήσουμε περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης, για να δώσουμε περισσότερες ευκαιρίες στα νέα παιδιά που βρίσκονται στην Ελλάδα και να δώσουμε και μία δυνατότητα στα πολλά νέα παιδιά που έφυγαν από την Ελλάδα, να επιστρέψουν στη χώρα μας. Αυτός πρέπει να είναι ο κεντρικός στόχος.

Αυτό μεταφράζεται σε ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι πρέπει να είναι προφανώς πολύ υψηλότεροι των ρυθμών ανάπτυξης που επιτυγχάνονται με τη σημερινή πολιτική. Ρυθμοί ανάπτυξης οι οποίοι πρέπει να πλησιάζουν, κατά την άποψή μας, το 4%, είναι επιβεβλημένοι προκειμένου να μπορέσουμε να καλύψουμε το επενδυτικό κενό. 100 δις επενδύσεις υπολογίζουμε σε 7 χρόνια, εάν εφαρμόσουμε ένα συνεκτικό σχέδιο προσέλκυσης επενδύσεων.

Το τι χρειάζεται η χώρα για να φέρει επενδύσεις είναι γνωστό σε πολλούς από εσάς. Πάνω απ’ όλα, χρειάζεται μία αποφασισμένη και αποτελεσματική Κυβέρνηση και μία κρατική διοίκηση, η οποία θα θέτει την προσέλκυση των επενδύσεων ως πρώτη πολιτική προτεραιότητα. Αυτό μπορεί να ακούγεται αυτονόητο, αλλά δεν το έχω ακούσει ποτέ από τη σημερινή Κυβέρνηση. Και ναι μεν, μπορεί διστακτικά και μαγκωμένα και ενδεχομένως προσποιητά, όταν κυβερνητικά στελέχη βρίσκονται σε τέτοια φόρα, να συμφωνούν στην ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων. Τίποτα όμως στην πράξη δεν μας κάνει να πιστεύουμε ότι η σημερινή Κυβέρνηση έχει την προσέλκυση των επενδύσεων ως απόλυτη πρώτη πολιτική προτεραιότητα.

Για εμάς, λοιπόν, είναι απόλυτη πολιτική προτεραιότητα. Και η επόμενη Κυβέρνηση θα υλοποιήσει το σχέδιό μας για προσέλκυση επενδύσεων με απόλυτη συνέπεια και στοχοπροσήλωση. Εφαρμόζοντας πολύ συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, τα οποία θα δεσμεύουν και τους Υπουργούς και τους Υφυπουργούς, αλλά και τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, τα οποία θα επιλέγονται από το Κράτος, δηλαδή μέχρι και τη βαθμίδα των γενικών γραμματέων.

Το λέω αυτό γιατί; Πολλά από αυτά τα οποία παρουσιάστηκαν, μπορεί να φαίνονται σε πολλούς από εμάς αυτονόητα. Τίποτα όμως δεν είναι εύκολο. Και το πιο απλό μέτρο χρειάζεται ένα σχέδιο υλοποίησης. Δεν αρκεί απλά η ψήφιση στη Βουλή. Ίσως για κάποιες από τις φορολογικές ρυθμίσεις αυτό να επαρκεί, αλλά για τις πιο σύνθετες μεταρρυθμίσεις χρειάζεται ένα συγκροτημένο Action plan με στόχους, χρονοδιαγράμματα, αρχές καλού management, επιτήρηση, λογοδοσία, διαφάνεια.

Όλα αυτά, λοιπόν, για να γίνουν χρειάζεται μία συνεκτική επιτήρηση από το πολιτικό κέντρο, δηλαδή από το γραφείο Πρωθυπουργού και μία ομάδα Υπουργών, που είναι αρκετοί λόγω των συναρμοδιοτήτων, οι οποίοι να είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στο στόχο της προσέλκυσης των επενδύσεων. Αυτός είναι ο δικός μου στόχος. Πιστεύω ότι σε αυτό το στόχο υπάρχει μία ευρεία συμφωνία με όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Δεν αναφέρομαι μόνο στο Σ.Ε.Β., αλλά και στις εργοδοτικές οργανώσεις. Διότι ο εύκολος διαχωρισμός πάνω στον οποίον πάτησαν ιδεολογικές διαφοροποιήσεις στον 20ο αιώνα, «το κακό κεφάλαιο, οι καλοί εργαζόμενοι» ή αντίστροφα, είναι ένας διαχωρισμός ο οποίος σήμερα πια έχει ξεχαστεί στην ουσία από την ίδια την πρόοδο του χρόνου. Οι καλές επιχειρήσεις είναι αυτές που δημιουργούν καλές θέσεις απασχόλησης. Οι καλές επιχειρήσεις είναι αυτές που, κατά κανόνα, προσέχουν το προσωπικό τους και τους δίνουν πρόσθετα κίνητρα για να μπορούν να προσελκύουν τα καλά στελέχη. Και βέβαια, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτήν την πρόκληση μιας αγοράς εργασίας η οποία πηγαίνει περισσότερο προς τη μερική απασχόληση, χρειαζόμαστε ακριβώς επενδύσεις που θα δημιουργήσουν καλές, σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης.

Οι μεγάλες επενδύσεις  οι οποίες έγιναν στη χώρα, πολλές από αυτές κόντρα στην επιθυμία της σημερινής Κυβέρνησης, κατάφεραν και δημιούργησαν ακριβώς τέτοιες θέσεις απασχόλησης. Και τα νέα παιδιά τα οποία φεύγουν στο εξωτερικό, κατά κανόνα δεν φεύγουν για δουλειές των 500 ή των 300 ευρώ. Φεύγουν για πολύ καλύτερες δουλειές, με υψηλότερους μισθούς, με χαμηλότερες εισφορές και ακριβώς αυτές είναι οι δουλειές τις οποίες πρέπει να δημιουργήσουμε στη χώρα μας.



Για τον τρόπο προσέλκυσης επενδύσεων και για το αν συγκεκριμένες κατηγορίες επενδύσεων θα αποτελέσουν προτεραιότητα της επόμενης Κυβέρνησης.

Υπάρχει ένα οριζόντιο πλαίσιο το οποίο αφορά συνολικά την επενδυτική δραστηριότητα στη χώρα. Αυτό αφορά κατ’ αρχάς, την ίδια τη συγκρότηση της Κυβέρνησης. Αφορά οριζόντια φορολογικά μέτρα. Αφορά οριζόντια αδειοδοτικά μέτρα. Αφορά την επιτάχυνση της Δικαιοσύνης. Αφορά και το πλαίσιο των δεξιοτήτων και των δυνατοτήτων αναπροσαρμογής της ίδιας της αγοράς εργασίας. Αυτές είναι οριζόντιες πολιτικές, οι οποίες αφορούν συνολικά τις επενδύσεις, ανεξαρτήτως κλάδου. Από εκεί και πέρα, προφανώς και έχουμε ένα συγκροτημένο σχέδιο για συγκεκριμένες και στοχευμένες κλαδικές δράσεις σε τομείς οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως σημαντικοί. Αναφερθήκατε, παραδείγματος χάρη, στη μεταποίηση και στη βιομηχανία. Ναι, πρέπει να το λέμε και να το λέμε ανοιχτά: Η Ελλάδα δεν είναι μόνο μία χώρα παροχής υπηρεσιών. Είναι μία χώρα η οποία εξακολουθεί να έχει μία ενεργή μεταποιητική βάση, η οποία συνεισφέρει σημαντικά στο Α.Ε.Π., με επιχειρήσεις πολλές από τις οποίες κατάφεραν και επιβίωσαν της κρίσης, έγιναν πιο ανταγωνιστικές και είναι και εξαγωγικές. Άρα, εντάσσονται στην κατηγορία των επιχειρήσεων που θέλουμε να στηρίξουμε. Τι χρειάζεται περισσότερο σήμερα η βιομηχανία στοχευμένα; Χρειάζεται φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε πάγια κεφάλαια. Αναφερθήκατε και εσείς σε κάποια. Είναι ήδη ενταγμένα στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας. Χρειάζεται μεγαλύτερη διευκόλυνση ως προς την αδειοδότηση, ειδικά την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Έχουμε ήδη δεσμευτεί ότι θα καταργήσουμε την κατηγοριοποίηση της όχλησης, η οποία είναι παντελώς περιττή όταν υπάρχει ήδη περιβαλλοντική αδειοδότηση. Χρειάζεται συγκέντρωση της μεταποιητικής δραστηριότητας σε οργανωμένους χώρους, βιομηχανικές περιοχές, επιχειρηματικά πάρκα, στα οποία θα πρέπει να  υπάρχει προ έγκριση, προ χωροθέτηση, ώστε ο επιχειρηματίας να γνωρίζει ότι, πηγαίνοντας σε ένα επιχειρηματικό πάρκο, δεν έχει να περάσει από όλη τη βαριά αδειοδοτική διαδικασία. Και χρειάζονται βέβαια και παρεμβάσεις. Το θέμα είναι και εξαιρετικά επίκαιρο. Θα μας απασχολήσει αυτές τις μέρες και στη Βουλή, στην αγορά ενέργειας, έτσι ώστε να μειωθεί το ενεργειακό κόστος, το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό, ειδικά για τις μεταποιήσεις, ειδικά για τις βιομηχανίες, πόσο μάλλον τη βαριά βιομηχανία.
           
Για εμάς, λοιπόν, η μεταποίηση και η βιομηχανία οριζόντια, είναι κλάδος αιχμής και θεωρούμε ότι οι πολιτικές προτάσεις που έχουμε καταθέσει θα βοηθήσουν σημαντικά σε παραγωγικές επενδύσεις που θα γίνουν στον κλάδο της βιομηχανίας.



Για το παράδειγμα της Κύπρου ως χώρας με σταθερότητα φιλική στις επενδύσεις και τις υποχρεώσεις των επενδυτών.

Η Κύπρος το απέδειξε πολιτικά. Το απέδειξε μέσα από τη συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων και τη στήριξη την ομόθυμη σε ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, το οποίο ήταν εμπροσθοβαρές. Δέχθηκαν την ανάγκη να υπάρχει δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά προχώρησαν και σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς να αυξήσουν τους φόρους και δίνοντας έμφαση σε διαρθρωτικές αλλαγές.

Εδώ χάσαμε 3 χρόνια για να συζητάμε για τα αυτονόητα. Και πράγματι -μην κοροϊδευόμαστε- πολλά από αυτά τα οποία ειπώθηκαν σήμερα, είναι πράγματα τα οποία έχουν ειπωθεί πάρα πολλές φορές στη χώρα μας. Δεν ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα και δεν είναι πράγματα τα οποία γίνονται μόνο στην Ελλάδα ή μόνο στην Κύπρο. Διάβαζα τις προάλλες μία συνέντευξη του νέου Προέδρου της Νοτίου Αφρικής. Και αυτός βάζει στόχο 100 δις ευρώ για επενδύσεις.

Δεν είμαστε, λοιπόν, ο ομφαλός της γης, ούτε εμείς, ούτε η Κύπρος. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε, αν μη τι άλλο, όσο καλοί είναι όλοι οι άλλοι, οι οποίοι προσελκύουν το διεθνές κεφάλαιο. Και σήμερα δυστυχώς σε όλους τους δείκτες απέχουμε πάρα πολύ. Το μήνυμα το οποίο κρατάω από την Κύπρο, είναι το γεγονός ότι δεν επιδόθηκαν οι Κύπριοι αδερφοί μας σε έναν ανέξοδο διχασμό και σε ένα φτηνό λαϊκισμό. Βεβαίως υπάρχουν πολιτικές διαφοροποιήσεις και μάλιστα μεγάλες και μάλιστα έντονες. Αλλά υπήρξε και μία σύμπνοια ως προς την κεντρική κατεύθυνση της χώρας. Και αυτό το οποίο τελικά εγγυάται τη μακροχρόνια εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, δεν είναι μόνο οι συνταγματικές αλλαγές ή μόνο οι νόμοι. Είναι η πολιτική σταθερότητα η οποία απορρέει από την επιλογή του εκλογικού σώματος. Και σήμερα η μόνη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα η οποία έχει ένα ξεκάθαρο μεταρρυθμιστικό σχέδιο το οποίο κινείται στην κατεύθυνση προσέλκυσης επενδύσεων είναι η Νέα Δημοκρατία. Για αυτό και εμείς αρθρώνουμε το πολιτικό επιχείρημα ότι ισχυρή Νέα Δημοκρατία ισοδυναμεί με πολιτική σταθερότητα. Ισοδυναμεί με ένα περιβάλλον το οποίο θα δώσει μακροχρόνια -το τονίζω- σταθερότητα στους επενδυτές, οι οποίοι θα έρθουν να επενδύσουν τα χρήματά τους, με σκοπό φυσικά πάντα το κέρδος, αλλά και ένα πλαίσιο εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, το οποίο αφορά ολόκληρη την επιχειρηματική κοινότητα. Προστασία του περιβάλλοντος, προστασία του καταναλωτή, προστασία των εργαζομένων. Αυτοί είναι όροι οι οποίοι για εμάς είναι απαράβατοι. Και στη δική μας συμφωνία αλήθειας με την επιχειρηματική κοινότητα είμαστε πάρα πολύ ανοιχτοί και ξεκάθαροι. Θα μειώσουμε τη φορολογία, θα σας δώσουμε φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις, θα απλοποιήσουμε τη διοικητική γραφειοκρατία. Περιμένουμε από εσάς να επενδύσετε, να πληρώνετε τους φόρους σας, να σέβεστε τους εργαζόμενους και να φροντίζετε το περιβάλλον. Θεωρώ ότι είναι μια δίκαιη συμφωνία αυτή που προτείνουμε…

Τα έχω ξαναπεί, αλλά η επανάληψη μερικές φορές έχει την αξία της. Και επειδή υπάρχει αυτή η αίσθηση μερικές φορές μιας στείρας ή συντεχνιακής αντιπαράθεσης μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων, καλό είναι αυτά να τα αποσαφηνίζουμε. Γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.

Για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας.

Καταρχάς, η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία σήμερα είναι φτηνή. Είναι φτηνή ως προς τις αξίες της γης, είναι φτηνή ως προς τις αξίες των επιχειρήσεων, είναι φτηνή -δυστυχώς ή ευτυχώς, ανάλογα από ποια πλευρά θα το δει κανείς- και ως προς το εργατικό δυναμικό. Εξαιρώ τις εργοδοτικές εισφορές. Είναι μια χώρα η οποία είναι έτοιμη για έναν μεγάλο παραγωγικό μετασχηματισμό. Μια χώρα η οποία έχει μια σειρά από φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα τα οποία είναι μοναδικά.

Ναι, είμαστε η πιο όμορφη χώρα στον κόσμο, να μη διστάσουμε να το πούμε. Αυτό σημαίνει ότι κλάδοι οι οποίοι συνδέονται με αυτό το οποίο αποκαλούμε «οικόπεδο Ελλάδα» είτε μιλάμε για τον τουρισμό και τον πολιτισμό, είτε μιλάμε για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, είτε μιλάμε για την Ελλάδα ως διαμετακομιστικό κόμβο, ό,τι έχει να κάνει με logistics, είναι κλάδοι στους οποίους έχουμε φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Είμαστε μια χώρα, παρά τις αναταραχές στην περιοχή, όαση σταθερότητας σε μια περιοχή η οποία γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη. Είμαστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είμαστε μια χώρα η οποία μπορεί να κοιτάξει προς τις μεγάλες αγορές της Ανατολής, πρώτη πύλη εισόδου για την Κίνα, για την Ινδία, πρώτη πύλη εισόδου αύριο για τις ανερχόμενες αγορές της Αφρικής.

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι είμαστε μια χώρα η οποία, συν όλα τα άλλα, έχει και ένα εξαιρετικό και φιλότιμο λαό, ένα εργατικό δυναμικό το οποίο θέλει να ξεφύγει από την κρίση. Και το οποίο, μετά από 8 χρόνια καχεξίας, μιζέριας και μαυρίλας, ψάχνει να δει επιτέλους φως στον ορίζοντα. Δηλαδή, η απώλεια του 25% του Α.Ε.Π. είναι ταυτόχρονα μια μεγάλη ευκαιρία για μια αναπτυξιακή εκτίναξη της χώρας. Αλλά αυτό φυσικά δεν πρόκειται να γίνει από μόνο του. Δεν υπάρχουν αυτόματα ελατήρια στην οικονομία. Το αυτόματο ελατήριο το οποίο βλέπουμε σήμερα είναι μια ανεμική ανάκαμψη από μια Κυβέρνηση η οποία συνειδητά υπερφορολογεί τη μεσαία τάξη, βγάζει μεγαλύτερα πλεονάσματα από αυτά που της ζητάνε για να μπορεί να μοιράζει στη συνέχεια ψίχουλα και επιδόματα σε ομάδες πολιτών που θεωρεί εκλογική πελατεία. Αυτό δεν είναι διατηρήσιμη πολιτική.



Για την αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης και την εξασφάλιση συνθηκών αξιοκρατίας.

Κοιτάξτε, οι κεντρικές αυτές επιλογές εξαρτώνται από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.  Εγώ έχω δεσμευτεί ότι θέλω μια Κυβέρνηση των καλύτερων. Μια Κυβέρνηση πραγματικά αρίστων. Και σε αυτό δεν πρόκειται να υπάρχει καμία οπισθοχώρηση και καμία έκπτωση.

Από εκεί και πέρα η αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης είναι μια άλλη υπόθεση.  Είχα κάνει πολύ σημαντικές παρεμβάσεις στο ζήτημα αυτό με αντικειμενικές επιλογές γενικών διευθυντών, διευθυντών, τμηματαρχών, έχουμε όλα τα εργαλεία για να μπορέσουμε να αφήσουμε τη δημόσια διοίκηση να λειτουργεί ακομμάτιστα και, κυρίως, να δώσουμε τη δυνατότητα στους άξιους νέους δημόσιους υπαλλήλους οι οποίοι είναι φιλότιμοι, εργατικοί, να αναδειχθούν και να ανέβουν γρηγορότερα τη βαθμίδα της δημόσιας διοίκησης στην ιεραρχία με βάση την πραγματική τους αξία.

Για εμένα η ακομμάτιστη δημόσια διοίκηση είναι κεντρική πολιτική προτεραιότητα την οποία υπηρέτησα όταν ήμουν Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης αλλά φυσικά όλα ξεκινούν από πάνω, από την ίδια τη συγκρότηση της Κυβέρνησης και της κορυφής της διοικητικής πυραμίδας από την οποία στη συνέχεια εξαρτώνται όλα τα υπόλοιπα. Σας διαβεβαιώνω ότι οι επενδυτές θα δουν με πολύ μεγάλη προσοχή τη σύνθεση της επόμενης Κυβέρνησης και θα βγάλουν αμέσως τα συμπεράσματά τους. Εάν αυτά τα οποία λέμε πραγματικά τα εννοούμε, αν μιλάμε για πραγματική αξιοκρατία στις επιλογές των υπουργών, των ανθρώπων που θα διαχειριστούν σημαντικές δημόσιες θέσεις ή αν πάλι επαναλαμβάνουμε με την ίδια λογική μιας ποσόστωσης ή κατανομής θέσεων σε κολλητούς και φίλους.

Δεν έχω πρόθεση να το κάνω. Δεν θα δείτε στη δική μου την Κυβέρνηση παραδείγματος χάρη αποτυχημένους πολιτευτές ως διοικητές νοσοκομείων. Αυτά δεν πρόκειται να επαναληφθούν.  Και δεν πρόκειται να επαναληφθούν διότι τα πλήρωσε η χώρα, τα πληρώνει και σήμερα η χώρα διότι μια Κυβέρνηση η οποία ήρθε στην εξουσία επικαλούμενη το νέο, στην ουσία αναπαράγει τις χειρότερες παθογένειες της μεταπολίτευσης.  Για τις οποίες και εμείς έχουμε ευθύνη αλλά εμείς, αν μη τι άλλο, έχουμε το θάρρος να πούμε ότι ως εδώ, τέλος αυτές οι πρακτικές, πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά.

Για το αν θα πρέπει ο εκάστοτε Πρωθυπουργός να αναλάβει την πρωτοβουλία της εκστρατείας προσέλκυσης επενδύσεων.

Ναι, ο Πρωθυπουργός είναι ταυτόχρονα εκφραστής της εκτελεστικής εξουσίας αλλά, ναι, είναι και ο ιεραπόστολος των επενδύσεων στο εξωτερικό. Και συμφωνώ επίσης, απόλυτα, με την πρότασή σας για ένα Εθνικό Συμβούλιο Επενδύσεων την έχω ήδη υιοθετήσει και την έχω ανακοινώσει στην τελευταία ομιλία την οποία έκανα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Δεν αρκεί όμως μόνο ο ρόλος του Πρωθυπουργού. Χρειάζεται μια δομή από πίσω η οποία πρέπει να τον υποστηρίξει, χρειάζεται ένας κρατικός φορέας εξωστρέφειας, αυτό το οποίο αποκαλούμε Ιnvest in Greece ή Εnterprise Greece, ο οποίος θα ασχολείται και με την υποδοχή επενδύσεων αλλά και με την εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων.

Χρειαζόμαστε διαφορετική προσέγγιση για τον τρόπο με τον οποίο οι διπλωμάτες μας αντιμετωπίζουν το ρόλο τους όχι απλά ως πρέσβεις της γεωπολιτικής θέσης της χώρας αλλά ως εκφραστές της ελληνικής οικονομικής εξωστρέφειας.  Αλλά έχετε δίκιο, πολλά ξεκινούν από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και προσωπικά αυτός είναι ένας ρόλος τον οποίο εγώ σπεύδω να σας  πω ότι είμαι διατεθειμένος να τον αναλάβω.

Για το αν μπορεί η Ελλάδα να προσεγγίσει το καθεστώς της Κύπρου στα επίπεδα συνολικής φορολογικής και ασφαλιστικής επιβάρυνσης.

Δεν μπορούμε να φτάσουμε εκεί πολύ σύντομα αλλά μπορούμε να μειώσουμε τη φορολογία στο 20% εντός 2 ετών και το φόρο στα μερίσματα στο 5% αμέσως.  Αυτά μπορούν να γίνουν χωρίς ουσιαστική δημοσιονομική επιβάρυνση, και να χρησιμοποιήσουμε επίσης τη φορολογία, όπως προτείνεται από τη μελέτη της Deloitte, ως επενδυτικό εργαλείο για αποσβέσεις, για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη και χαμηλότερη φορολογία για τα προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας.

Αυτά είναι πράγματα που μπορούν να γίνουν πολύ γρήγορα, πολύ εύκολα. Δεν θα έχουν ουσιαστική δημοσιονομική επίπτωση διότι αφορούν μελλοντικές επενδύσεις και θα είναι ένα σημαντικό κίνητρο για να προσελκύσουμε όχι μόνο κεφάλαια τα οποία έχουν να κάνουν με την ίδια την παραγωγική διαδικασία αλλά κεφάλαια και σε τομείς έντασης γνώσης που τόσο χρειάζεται σήμερα η χώρα μας. Ξέρετε, έχουμε ένα καταπληκτικό καινούργιο οικοσύστημα start-ups, το οποίο αναπτύχθηκε κόντρα στην κρίση και κόντρα στο ρεύμα.  Νέα παιδιά, τα οποία κάποτε ερχόντουσαν και μας έβρισκαν και μας έλεγαν θέλουμε μια δουλειά στο δημόσιο και τώρα έρχονται και μας λένε ότι θέλουμε να φτιάξουμε τη δική μας επιχείρηση.

Αυτό γίνεται ήδη, πρέπει να το ενισχύουμε.  Δεν μας στοιχίζει τίποτα να δώσουμε κάποια φορολογικά κίνητρα σε μια νέα επιχείρηση η οποία ούτως ή αλλιώς δεν πρόκειται να παράγει κέρδη για τα επόμενα δυο ή τρία έτη. Είναι εύκολα πράγματα.  Είναι πράγματα που γίνονται σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου, και αδικούμε το δυναμισμό της νέας ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας αν δεν τα κάνουμε στη χώρα μας.



Για τη συνολική (φορολογική και ασφαλιστική) επιβάρυνση της εργασίας.

Τα σημερινά επίπεδα επιβαρύνσεων οποίο είναι τελείως παράλογα.  Έχουμε μιλήσει για ένα νέο ασφαλιστικό τριών πυλώνων και έχουμε μιλήσει επίσης για την ανάγκη να υπάρχει ένα ανώτατο όριο φορολογικών και ασφαλιστικών εισφορών το οποίο δεν μπορεί να ξεπερνάει ένα συντελεστή κοντά στο 50% διότι αλλιώς οι ασφαλιστικές εισφορές γίνονται ουσιαστικά διπλή φορολογία χωρίς πραγματική ανταπόδοση.

Για αυτό και έχουμε δεσμευτεί και για τους ελεύθερους επαγγελματίες να κατεβάσουμε τα πλαφόν της φορολόγησης, αλλά αυτό χρειάζεται μια συνολική νέα φρέσκια ματιά στο ασφαλιστικό μας σύστημα.   Την οποία δυστυχώς συζήτηση δεν την έχουμε κάνει ακόμα.

Ένα υγιές ασφαλιστικό σύστημα τριών πυλώνων με μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, όχι μόνο στον τρίτο πυλώνα, αλλά και στον δεύτερο, θα δημιουργήσει και τα κεφάλαια τα οποία χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε να επανεπενδύσουμε στη χώρα μας.  Διότι μιλάμε μονίμως για ξένες επενδύσεις. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε και την ίδια τη δυναμική της εγχώριας οικονομίας. Αποταμιεύσεις οι οποίες σήμερα υπάρχουν στα σεντούκια, που δεν επενδύονται, που πρέπει να επιστρέψουν στις τράπεζες.  Εταιρικές καταθέσεις οι οποίες ακόμα είναι στο εξωτερικό και οι οποίες πρέπει να γυρίσουν στην πατρίδα μας όταν θα υπάρχει η κατάλληλη πολιτική σταθερότητα.

Υπάρχουν δηλαδή δυνατότητες και εργαλεία να προσελκύσουμε κεφάλαια προς επένδυση και στην ίδια την πατρίδα μας και το ασφαλιστικό σύστημα είναι ένα εργαλείο για να το πετύχουμε αυτό.

Για το αν στην Ελλάδα θα υπάρξει η απαιτούμενη πολιτική σταθερότητα.

Δεν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό άλλων κομμάτων. Μπορώ να πω όμως ότι έχουμε σίγουρα γίνει σοφότεροι μετά από την τραγική μας εμπειρία μιας τριετίας η οποία πήγε την οικονομία πάρα πολύ πίσω και η οποία μας στοίχισε ένα ιλιγγιώδες ποσό ως αποτέλεσα των τραγικών χειρισμών που έγιναν το πρώτο εξάμηνο και της οποιασδήποτε αδυναμίας εφαρμογής μιας σοβαρής πολιτικής από το Σεπτέμβριο του 2015 και μετά.

Θεωρώ, δηλαδή, ότι η Ελλάδα, σε μια εποχή που ο λαϊκισμός εξακολουθεί να είναι ελκυστικός στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι ενδεχομένως μπροστά από τις εξελίξεις. Εμείς πειραματιστήκαμε με το λαϊκισμό και τις εύκολες απαντήσεις σε περίπλοκα προβλήματα και ως χώρα φάγαμε τα μούτρα μας. Για αυτό και εκτιμώ ότι η ελληνική κοινωνία έχει ωριμάσει, αναζητεί σοβαρότητα, υπευθυνότητα, σχέδιο και όραμα. Διότι μέσα σε αυτά τα οποία λέμε, υπάρχει ένας λόγος ο οποίος είναι βαθιά οραματικός και ο οποίος πιστεύει στις δυνατότητες της πατρίδας μας, των ανθρώπων της και της ίδιας της ιστορικής μας κληρονομιάς.  

Αλλά από εκεί και πέρα εάν με ρωτάτε αν πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μετεξελιχθεί σε ένα κανονικό κόμμα της Ευρωπαϊκής δημοκρατίας θα σας πω ανοιχτά όχι δεν το πιστεύω.  Είναι ένας κυνικός μηχανισμός παραμονής στην εξουσία. Διότι αν το είχαν κάνει κάποιες τουλάχιστον από τις πολιτικές τις οποίες εσείς εισηγείστε, που είναι αυτονόητα αποδεκτές, θα τις είχαν υλοποιήσει.

Αλλά η μόνη προτεραιότητα την οποία βλέπω σήμερα από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το πώς θα μείνει στην εξουσία λίγο ακόμα και το πώς θα αξιοποιήσει την εξουσία προς ίδιο όφελος ή προς όφελος των συγγενών και φίλων που διορίζει δεξιά και αριστερά στη δημόσια διοίκηση. Αυτό το οποίο συμβαίνει σήμερα, αν δει κανείς τα στοιχεία της δημόσιας διοίκησης, είναι απαράδεκτο. Οι δικοί σας φόροι, οι φόροι της παραγωγικής Ελλάδος, χρησιμοποιούνται για να μεγαλώσει και πάλι το πελατειακό κράτος.

Άρα, για να υπάρχει μη αντιστρεψιμότητα των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να υπάρχει μια ελάχιστη συμφωνία μεταξύ των κύριων πολιτικών δυνάμεων ότι αυτά τα οποία λέμε είναι τα σωστά.  Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι αυτό ισχύει σήμερα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως σας είπα, μπορεί μερικές φορές να ακούω από τον κ. Τσίπρα έναν λόγο ο οποίος είναι στα χαρτιά φιλοεπενδυτικός, στην πράξη όμως αυτό δεν υποστηρίζεται από πολιτικές οι οποίες να είναι φιλικές προς τις επενδύσεις και προς την ιδιωτική επιχειρηματικότητα.  

Για αυτό και εξακολουθώ να πιστεύω ότι η λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας είναι ισχυρή Νέα Δημοκρατία στις επόμενες εκλογές και δυνατότητα μετά σε εμάς να σχηματίσουμε την ευρύτερη δυνατή πλειοψηφία για να έχουμε κοινωνικές και πολιτικές αναφορές ώστε να υλοποιήσουμε το πρόγραμμά μας. Αλλά είμαι βέβαιος ότι στην πλειοψηφία της κοινής γνώμης οι βασικές θέσεις που έχουν να κάνουν με το ρόλο του κράτους και της ιδιωτικής οικονομίας, μικρότερο και καλύτερο κράτος και ταυτόχρονα σημασία στην ιδιωτική οικονομία ως μοχλό ανάπτυξης, αυτό το βασικό δίπτυχο είναι αξιακά πλειοψηφικό σήμερα στη χώρα μας.
Και αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι δεν ήταν πάντα έτσι.

Για τη μελλοντική δυνατότητα συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα σε ορισμένους βασικούς άξονες (ανοιχτή αγορά, ανοιχτή οικονομία, ανοιχτή κοινωνία, εξωστρεφής δραστηριότητα).

Εμείς για αυτές τις αρχές αγωνιζόμαστε, είναι η προτεραιότητά μας. Υπερασπιζόμαστε τις αξίες της ελευθερίας και της αλληλεγγύης. Πιστεύουμε σε μια ανοιχτή οικονομία, σε μια ελεύθερη οικονομία και σε ένα ρόλο του κράτους ο οποίος θα είναι ρυθμιστικός, εποπτικός με μικρότερο αποτύπωμα από αυτό το οποία έχει σήμερα.

Από εκεί και πέρα το ζήτημα δεν νομίζω ότι είναι μόνο ιδεολογικό όμως, διότι η διαχωριστική γραμμή σήμερα και στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη είναι μεταξύ αυτών που αγκαλιάζουν τις προκλήσεις της εποχής και τις βλέπουν ως μια ευκαιρία και αυτών που θέλουν κλειστές, περιχαρακωμένες χώρες, οι οποίες με έναν αταβισμό δεν βλέπουν τις προκλήσεις τις οποίες έχουμε μπροστά μας. Και η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των πιο ανοιχτών δυνάμεων και των δυνάμεων του λαϊκισμού -αυτό που αποκαλούμε του εθνολαϊκισμού- εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα στην Ελλάδα. Θα ήταν πραγματικά ευχής έργον αν μπορούσε να διαμορφωθεί και μια ευρεία πολιτική και κομματική πλειοψηφία γύρω από τις αρχές και τις αξίες στις οποίες αναφερθήκατε.

Όπως σας είπα δεν πιστεύω ότι το σημερινό κόμμα εξουσίας έχει ασπαστεί αυτές τις αρχές ούτε ότι μπορεί να υλοποιήσει μια τέτοια πολιτική γιατί, αν το ήθελε ή αν μπορούσε, φαντάζομαι ότι θα το είχε ήδη κάνει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνά τρία χρόνια.  Ήδη είναι τρία χρόνια στην εξουσία δεν είναι νέο κόμμα πια.  Παλιώνει με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Και όπως σας είπα δυστυχώς ανακυκλώνει τις χειρότερες συνήθειες του παλιού πελατειακού κράτους. 

Για τη σχέση της σημερινής Κυβέρνησης με την αγορά και την αντίληψη που θα έχει η μελλοντική Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Υποτίθεται ότι η χώρα συζητά για την περίοδο μετά την τυπική λήξη του τρίτου προγράμματος και για ένα καινούργιο αναπτυξιακό σχέδιο, το οποίο δρομολογεί η Κυβέρνηση και  το οποίο γράφεται σε κάποια γραφεία χωρίς καμία διαβούλευση με τα υπόλοιπα κόμματα,  χωρίς καμία συζήτηση με την αγορά -όχι μόνο με το ΣΕΒ αλλά και με τους υπόλοιπους κοινωνικούς εταίρους.  Αυτό κάτι μας λέει για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται η σημερινή Κυβέρνηση τις σχέσεις με την αγορά και όσους την εκφράζουν: δεν είναι μόνο οι εργοδότες, είναι και οι εργαζόμενοι και οι υπόλοιποι κοινωνικοί εταίροι.

Προφανώς και ο διάλογος πρέπει να είναι ανοιχτός.  Δεν θα συμφωνήσουμε σε όλα, αλλά υπάρχει, πιστεύω, ένα κοινό πλαίσιο συναντίληψης συνολικά με τους κοινωνικούς εταίρους για το τι χρειάζεται η χώρα για να προχωρήσει μπροστά. Και έχω επίσης δεσμευτεί, το είδα μάλιστα και με ενδιαφέρον σε μια από τις προτάσεις που παρουσίασε ο κ. Μασουράκης, ότι ένας υφυπουργός στο Υπουργείο Ανάπτυξης θα έχει για τις μεγάλες επενδύσεις την κεντρική αδειοδοτική αρμοδιότητα, δηλαδή σε περίπτωση που υπάρχουν καθυστερήσεις στη διοίκηση να αναλαμβάνει ο ίδιος και το επιτελείο του την αδειοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων.

Ο διάλογος πρέπει να είναι συνεχής αλλά δεν αφορά μόνο έναν Υπουργό.  Θέλω να το τονίσω αυτό. Αφορά συνολικά την Κυβέρνηση και το κλίμα το οποίο πρέπει να αποπνέει.  Μπορεί ο Υπουργός Ανάπτυξης να είναι ο φιλικότερος προς την αγορά και ο Υπουργός Περιβάλλοντος να διακατέχεται από άλλες αντιλήψεις με αποτέλεσμα τελικά να μην υπογράφεται καμία άδεια περιβαλλοντικών όρων.

Σας διαβεβαιώνω, επειδή πολλές φορές ασκούμε κριτική στη διοίκηση, ότι πολλές φορές η διοίκηση κάνει τη δουλειά της και έγγραφα βρίσκονται προς υπογραφή στα γραφεία των υπουργών και οι υπουργοί είναι αυτοί οι οποίοι δεν υπογράφουν και αυτό γίνεται κατά κόρον στο Υπουργείο Περιβάλλοντος. Δεν αρκεί ένας υπουργός, δεν αρκεί ένας πρεσβευτής. Χρειάζεται να εμποτίσουμε την Κυβέρνηση αλλά και τη διοίκηση με μια άλλη νοοτροπία.  Τον τόνο τον δίνουμε εμείς τα πολιτικά στελέχη και πιστεύω ότι θα βρούμε συμμάχους παντού.

Και θα βρούμε συμμάχους στη διοίκηση. Θα βρούμε συμμάχους στους ίδιους τους εργαζόμενους και στους εκπροσώπους τους οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι πρέπει τα πράγματα πια σήμερα να αλλάξουν.

Θα βρούμε συμμάχους στην ακαδημαϊκή κοινότητα, διότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται αυτό το παραμύθι να παράγουμε πτυχιούχους οι οποίοι κατ΄ όνομα είναι πτυχιούχοι στην πράξη όμως έχουν πτυχία τα οποία δεν έχουν κανένα αντίκρισμα στην αγορά εργασίας.

Θα βρούμε συμμάχους και στη γενιά των 500 ευρώ.  Διότι, να κλείσω με ένα παράδειγμα, είχα μπει σε ένα κατάστημα και βρήκα ένα νέο παιδί πωλητή ο οποίος δούλευε με καθεστώς μερικής απασχόλησης και ο οποίος είχε τελειώσει το μαθηματικό. Οι δυνατότητες που έχουμε σήμερα να επανεκπαιδεύσουμε ανθρώπους που έχουν τελειώσει θετικές επιστήμες σε προγραμματισμό είναι πάρα πολύ σημαντικές. Και όταν μιλάμε για καινούργιες δεξιότητες στην αγορά της κατάρτισης ακριβώς σε αυτό αναφερόμαστε. Να πάρουμε ανθρώπους οι οποίοι έχουν ένα πλαίσιο γνώσεων και να προσαρμόσουμε τις γνώσεις που έχουν σε μια αγορά εργασίας η οποία αλλάζει. Διότι υπάρχει ένας κίνδυνος η αγορά να φύγει προς τα πάνω και οι επιχειρήσεις να μην βρίσκουν τους εργαζόμενους οι οποίοι είναι απαραίτητοι για να υποστηρίξουν την ανάπτυξη η οποία θα δρομολογηθεί.

Άρα δίνω πολύ μεγάλη έμφαση στο κομμάτι της κατάρτισης, των δεξιοτήτων και του ανθρώπινου δυναμικού και αυτό είναι κάτι το οποίο αφορά όλους. Από τον Πρόεδρο του Σ.Ε.Β. μέχρι τον τελευταίο εργαζόμενο των 400 ευρώ.





0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου