Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Υπόθεση Θεόφιλου Σεχιδη που άφησε κυριολεκτικά άφωνη την ελληνική κοινωνία.




Τόσο ο ειδεχθής τρόπος με τον οποίο ο Σεχίδης διέπραξε τα εγκλήματά του όσο και το γεγονός ότι η εγκληματική του δράση είχε ως στόχο τα μέλη της ίδιας του της οικογένειας, ήταν τα στοιχεία εκείνα που άφησαν, κυριολεκτικά, άφωνη την ελληνική κοινωνία και απασχόλησαν εκτενέστατα τα ελληνικά μίντια. 

Να δούμε τα γεγονότα εκείνης της περιόδου μαζί με τις ψυχιατρικές εκτιμήσεις.

Ο Σεχίδης μπορεί να ενταχθεί στην εγκληματολογική κατηγορία των «μαζικών δολοφόνων», δεδομένου ότι σκότωσε στο ίδιο μέρος και εντός 24ώρο πέντε άτομα, τα οποία μάλιστα ανήκανε στην οικογένειά του. 



Η δίκη διεξήχθη στις 20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας, με αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο υπεράσπισης, διότι ο κατηγορούμενος δεν θέλησε να διορίσει ο ίδιος συνήγορο. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ίδιος δήλωσε, κατά την απολογία του, πως δεν μετανιώνει για τίποτε και επανέλαβε πως λόγος της πράξης του ήταν το γεγονός ότι δεν του αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική του μητέρα. Είναι, επίσης, άξιο παρατηρήσεως ότι η υπεράσπιση, από την πλευρά της, δήλωσε αδυναμία να υπερασπίσει τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι εκείνος αρνούνταν τη συνεργασία. 

«Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατέθεσαν, μεταξύ άλλων, οι Γ. Καπρίνης, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Χ. Σκαρόπουλος, ψυχίατρος, οι οποίοι επί πέντε μήνες είχαν παρακολουθήσει τον Θεόφιλο Σεχίδη και είχαν συντάξει σχετική πραγματογνωμοσύνη. 

Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσαν οι δύο ψυχίατροι κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο: Ο Θεόφιλος Σεχίδης πάσχει από σχιζοτυπική διαταραχή, αλλά δεν είναι σχιζοφρενής. Θα μπορούσε να αναπτύξει σχιζοφρένεια, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη […] Στην περίπτωσή του είχε μειωμένες αντιστάσεις στην ιδέα διάπραξης των εγκλημάτων. Πάντως, δε χρήζει θεραπευτικής αγωγής. Στις συζητήσεις που κάναμε μας είπε ότι είχε τη γνώμη πως είναι νόθο παιδί, και γι’ αυτό ήθελε να τους εξοντώσει […] Η οικογένεια Σεχίδη είχε πολλές ιδιομορφίες και ο Θεόφιλος διαβίωσε σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. 

Το Δικαστήριο κήρυξε τον Θεόφιλο Σεχίδη (ομόφωνα) ένοχο για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της περιύβρισης νεκρού, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και οπλοκατοχής και του επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη. Κατά της απόφασης αυτής ο καταδικασθείς άσκησε έφεση, την οποία ένα έτος αργότερα, στις 2 Ιουνίου 1998, την απέσυρε, επειδή την είχε ασκήσει, όπως ανέφερε, μετά από πίεση του δικηγόρου του κι έτσι η υπόθεση της πενταπλής ανθρωποκτονίας της Θάσου έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα […]. 



Ως προς την ψυχική νόσο του Σεχίδη, πριν την διενέργεια δικαστικής πραγματογνωμοσύνης ο ψυχίατρος Μανώλης Μυλωνάκης σημείωσε: πιθανολογούμε ότι ο δολοφόνος της Θάσου είναι ψυχικά άρρωστος, γιατί σκότωσε πρόσωπα, κατά κανόνα, αγαπητά και σεβαστά. Γιατί συνόδευσε την ομολογία των πράξεών του με γέλια. Γιατί η εξήγηση των πράξεών του ήταν η φράση “για να τους λυτρώσω από την ασθένειά τους”. Γιατί και η νεκρή αδελφή του φέρεται να έχει νοσηλευθεί για ψυχική νόσο. Η ψυχική νόσος του δράστη είναι μια παρανοειδής ψύχωση, πιθανότατα σχιζοφρενικού χαρακτήρα. Η υψηλή νοημοσύνη, και η κάθε επιπέδου νοημοσύνη, δεν μπορεί να αποκλείσει την ανατολή και την εξέλιξη μιας ψυχικής νόσου. Η κινητήρια δύναμη της ανθρωποκτονίας είναι ο άρρωστος ιδεασμός του δράστη. Δηλαδή, η παραγωγή των ιδεών πραγματοποιείται στο μυαλό με τρόπο νοσηρό, με αποτέλεσμα να πιστεύει, και μάλιστα ακράδαντα, σαν πραγματικά τα δημιουργήματα της άρρωστης σκέψης του. Ότι δηλαδή τον υπονομεύουν ή ότι του κλέβουν τη σκέψη ή του υποβάλλουν σκέψεις ή ότι ετοιμάζονται να τον εξοντώσουν ή… Ο άρρωστος δολοφόνος της Θάσου, δηλώνοντας ότι σκότωσε τους δικούς του για να τους σώσει, εξέφρασε πιθανότατα το παραλήρημα του Σωτήρα. 

Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης τοποθετήθηκε τον πρώτο καιρό μετά τη διάπραξη των ανθρωποκτονιών και έθιξε εύστοχα ορισμένες λεπτές πτυχές της υπόθεσης: Αυτή η πρόσφατη “πατρο-μητρο-αδελφο-συγγενο-κτονία” συγκεντρώνει και συγκεφαλαιώνει όλα τα στοιχεία μιας ανθρωποθυσίας, με στόχο την εξαφάνιση του “οίκου” και του “γένους” ταυτόχρονα. Ολική κάθαρση. Ο δράστης  πέραν των όποιων χαρακτηριστικών απόκλισης εκ του “φυσιολογικού”  αποφάσισε να “μείνει μόνος” (γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο τελευταίος επιζών είναι πάντοτε και ο πρώτος ύποπτος). Στην περίπτωση αυτή σίγουρα συναντάμε ψυχο-πάθεια. Η κοινωνιο-πάθεια, όμως, μιας κλειστής οικογένειας (που ούτε καν τον ψυχοπαθή δεν διακρίνει) πότε θα μας απασχολήσει; 

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο, που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, ήταν μια γνωμάτευση του ακτινολόγου-ειδικού νευρακτινολόγου Χρ. Παπαγιάννη, η οποία είχε γίνει στις 2 Ιουνίου 1992 σε αξονική τομογραφία του εγκεφάλου του Σεχίδη και παρουσίαζε ότι στον εγκέφαλό του υπήρχαν ευρήματα που παρέπεμπαν σε εγκεφαλικές ανωμαλίες. Η γνωμάτευση αυτή δεν έπεισε το Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση περί του ότι οι εγκεφαλικές ανωμαλίες του Σεχίδη επηρέασαν καταλυτικά την ικανότητά του προς καταλογισμό. 

Γενικότερα, το επιχείρημα των γενετικών ανωμαλιών έχει επιστρατευτεί πολλές φορές από τους συνηγόρους υπεράσπισης σε διάφορες δίκες και σε διάφορα δικαιικά συστήματα τόσο στην Ευρώπη όσο και πέρα από τον Ατλαντικό, αλλά η προσπάθεια αναβίωσης της λομπροζιανής θεώρησης απορρίπτεται σταθερά ως τώρα. Στη χώρα μας για να διαπιστωθεί αν ο κατηγορούμενος πάσχει από ψυχική ασθένεια, η οποία επηρέασε την ικανότητά του προς καταλογισμό, διατάσσεται η διεξαγωγή ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, αλλά σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 

Τελικά το δικάσαν Δικαστήριο δέχθηκε, ότι ο Σεχίδης ήταν πλήρως ικανός για καταλογισμό. 

Παρόλα αυτά, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες μετά τη μεταφορά του Σεχίδη στις φυλακές Κομοτηνής. 

Λίγο πριν το Σεπτέμβρη του 1997 μεταφέρθηκε στον Κορυδαλλό για ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς παρουσίασε ψυχολογικές διαταραχές και δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον. Η γνωμάτευση της αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου, στην οποία υποβλήθηκε, έδειξε «εγκεφαλικά ευρήματα που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φυσιολογικά» […]. 

Οι εφημερίδες αμέσως μετά το έγκλημα φιλοξένησαν την άποψη του ψυχιάτρου Γιάννη Κούρου, η οποία αξίζει να παρατεθεί: Το πρόβλημα σε όλα τα ακραία εγκλήματα αυτού του είδους έχει να κάνει με την ανεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας και το φόβο του στιγματισμού. Η παθητικότητα και η υπερβολική ανοχή της ελληνικής κοινωνίας θα πρέπει ίσως να διαφοροποιείται σε ό,τι αφορά τέτοιου είδους παθολογίες, οι οποίες φαίνονται σ’ ένα μικρότερο βαθμό από χρόνια, πριν εκδηλώσουν μια μεγαλύτερη παθολογία. Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει για άλλη μια φορά στην περίπτωση του 24χρονου Θεόφιλου Σεχίδη και αποδείχτηκε με τον πιο τραγικό τρόπο είναι ότι το οικογενειακό περιβάλλον, η ίδια η οικογένεια, οι φίλοι, η γειτονιά δεν έχουν αντιδράσει καθόλου τόσα χρόνια που εξελισσόταν μια παθολογία. Η παθολογία αυτού του είδους μπορεί να εμφανιστεί με διαφορετικές μορφές. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός ήταν: Θέλουν το κακό μου, με μισούν, με καταδιώκουν, θα με σκοτώσουν. Τους προλαβαίνω και τους σκοτώνω εγώ. 

Ένας άλλος ψυχίατρος, ο Μανώλης Μυλωνάκης, προσφέροντας μια διαφορετική οπτική του θέματος υποστήριξε ότι ο άρρωστος δολοφόνος δεν είχε οδηγηθεί εγκαίρως στην ψυχιατρική και στις φροντίδες της, γιατί είτε δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν οι τραγικοί γονείς του το νοσηρό της προηγούμενης συμπεριφοράς του είτε γιατί δεν μπόρεσαν να αντέξουν τις ψυχικές συνέπειες αυτής της πραγματικότητας και την αρνήθηκαν μέχρι το τέλος τους. Οι γονείς του Σεχίδη προφανώς ασχολήθηκαν κυρίως με τις σπουδές του. Η εξαφάνιση των θυμάτων δεν κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον των φίλων και γειτόνων, γιατί πιθανότατα λειτούργησε η παθητικότητα, χαρακτηριστικό των σημερινών Ελλήνων, η οποία μετατρέπει σε έναν ακόμη νεοελληνικό μύθο τις αρετές της περιλάλητης τοπικής κοινωνίας. 

Έτσι, ο Σεχίδης έμεινε ως προς το ζήτημα της υγείας του αβοήθητος, βιώνοντας, ενίοτε κι επιδιώκοντας, έναν ιδιότυπο κοινωνικό αποκλεισμό, με αποτέλεσμα η κατάστασή του να χειροτερεύσει, παρά την γενικότερη πρόοδό του με την εισαγωγή και τη φοίτησή του στη Νομική Σχολή».

Τον Θεόφιλο Σεχίδη, από το 1996, που είναι στη φυλακή, δεν τον έχει επισκεφθεί ούτε ένα άτομο! Θα πείτε ποιος να τον επισκεφθεί, αφού τον Μάιο του 1996 σκότωσε τον 55χρονο πατέρα του Δημήτρη, τη 48χρονη μητέρα του Μαρία, την 27χρονη αδελφή του Ερμιόνη, την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη Καλαμάρα και τον 58χρονο θείο του, αδελφό του πατέρα του, Βασίλη Σεχίδη. Ήταν τότε 24 χρόνων και φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής. 

Ο καθηγητής εγκληματολογίας, κ. Γιάννης Πανούσης, αναλύοντας την υπόθεση Σεχίδη εκείνη την εποχή, είχε τονίσει εμφατικά: «Στην περίπτωση αυτή σίγουρα συναντάμε ψυχο-πάθεια. Η κοινωνιο-πάθεια, όμως, μιας κλειστής οικογένειας (που ούτε καν τον ψυχοπαθή δεν διακρίνει) πότε θα μας απασχολήσει;».

Το αγωνιώδες ερώτημα του καθηγητή Πανούση αποτελεί το «κλειδί» της υπόθεσης Σεχίδη. Η κλειστή ελληνική οικογένεια, το ταμπού της άρρωστης κόρης, το φόρτωμα των ελπίδων στον «υγιή» γιο. Όλα θα είχαν ξεπεραστεί, αν υπήρχε στη χώρα μας οργανωμένο σύστημα Προληπτικής Ψυχικής Υγιεινής. Οι γονείς θα είχαν προσφύγει στην κατάλληλη υπηρεσία, θα είχε χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπευτική-φαρμακευτική αγωγή και όλα θα ήταν διαφορετικά. Ιδιαίτερα τα ελληνικά ψυχιατρεία! 


Κώστας Βουκελάτος



0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου