Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Αναρωτήθηκες ποτέ πώς μοιάζει η μαγειρική με τη ζωή;




Σεπτέμβριος 2007. Ετών 18. Πάτρα. Το σπίτι είναι έτοιμο να φιλοξενήσει τη φοιτητική μου ζωή. Μεταξύ άλλων επίπλων και συσκευών, στον χώρο βρίσκεται ένα φουρνάκι το οποίο αγοράστηκε με τη συγκατάθεσή μου μεν, χωρίς να υπόσχομαι δε ότι θα μπαίνει σε καθημερινή λειτουργία. Αμελής, αφηρημένη, και "πέρα-βρέχει", αν και λάτρης του φαγητού, δεν αναρωτήθηκα ποτέ "αφού δεν ξέρεις να μαγειρεύεις, τι θα τρως;".

Όπως και να έχει, αυτό το κομμάτι της ζωής μου δεν με άγχωσε ποτέ και ούτε το φοβήθηκα. Με πλήρη αυτογνωσία, λίγη "προσεκτικότητα" και αυθορμητισμό, ξεκίνησαν οι πρώτοι μαγειρικοί πειραματισμοί, με μακαρονάδες, φιλετάκια κοτόπουλου, παράδοξες ομελέτες, αρακά με πατατούλες. Μια φορά έφτιαξα με επιτυχία τσιπούρα, αφού πρώτα ζήτησα από το ιχθυοπωλείο να μου την καθαρίσουν. Η φάση "είμαι cool".

Βέβαια αυτά συνέβησαν σε έναν δεύτερο χρόνο, καθώς τον πρώτο καιρό, έπεσα θύμα του ζεστού χωριάτικου ψωμιού, από έναν εκπληκτικό γειτονικό φούρνο των παλιών μου -πλέον- λημεριών, στο οποίο άπλωνα με γενναιοδωρία Philadelphia, και στις λιγούρες, μερέντα. Το έκανα για πολύ καιρό. Η φάση της υπερβολής.


Μετά από τις κραιπάλες και τις επιλογές φαγητών που στην πραγματικότητα δεν ήταν φαγητά, κάποια στιγμή στη ζωή σου οι γευστικοί σου κάλυκες, όπως και το στομάχι σου, επιθυμούν να φάνε κάτι πιο νορμάλ και λησμονείς το ισορροπημένο τραπέζι της Ελληνίδας μάνας, η οποία έχει χρυσά χέρια και μενού που ζηλεύουν εστιατόρια με αστέρια μισελέν. Αυτό έπαθα και εγώ.

Σε έναν τρίτο χρόνο, λοιπόν, ξεκίνησα ένα εν δυνάμει διατροφικό πρόγραμμα, το οποίο πρόσταζε μαζί με το κοτόπουλο να υπάρχει σαλάτα, να τρώω και λίγο ψάρι (έτσι προέκυψε η τσιπούρα που λέγαμε), ενώ μια μέρα έπρεπε να βαφτιστεί "η ημέρα των οσπρίων". Και έτσι κι έγινε. 

Ωστόσο, όχι, δεν πειραματίστηκα ποτέ με σπέσιαλ συνταγές, δεν άνοιξα τσελεμεντέδες και δεν με ενδιέφερε να ακούσω τον τρόπο εκτέλεσης περίεργων πιάτων, όσο κι αν στην άλλη γραμμή του ακουστικού είχα τη μάνα μου να με προστάζει να τρώω μία φορά κάθε 15 και λίγο μοσχάρι. Δεν έφτιαξα ποτέ. Η φάση της άρνησης.


Ένα βήμα πριν την ορκωμοσία και ούσα πλέον φοιτήτρια έτοιμη και σίγουρη πως θα τελειώσει στα 4 χρόνια, όπως και έγινε (αν και καμία σημασία δεν παίζει, όπως κατάλαβα αργότερα), είδα “το φως το αληθινό”, να πλημμυρίζει το μυαλό μου. Αν και γυμναζόμουν παροδικά, εμβόλιμα και εν ολίγοις όχι σοβαρά, μπαίνοντας και βγαίνοντας από αίθουσες χορού και γυμναστηρίων, αποφάσισα πως κάτι πρέπει να αλλάξει.

Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια, όπως λέει και το άσμα, έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια. Αποφασίζοντας, έτσι, να αφήσω πίσω μου πολλά, χαράζω νέους ορίζοντες, και περνάω κάτι σαν δεύτερη δυνατή εφηβεία. Μπορεί να ήταν και η πρώτη. Όπως και να έχει “κάλιο αργά παρά ποτέ”, όπως λέει και η ελληνική παροιμία.

Το καθαρό μυαλό θέλει σπιτικό φαγητό. Το σώμα χρειάζεται ύπνο. Θα πίνω φυσικό χυμό πορτοκάλι, και μία κουταλιά μέλι την ημέρα (γιατί κάπου είχα διαβάσει πως το μέλι μάς κρατάει νέους). Η φάση της αποφασιστικότητας.

Γρήγορα θυμήθηκα ότι δεν τα πάω καλά με τη μαγειρική. Έπρεπε να αφιερώνω χρόνο, να προσέχω το φαγητό, να κοιτάω την κατσαρόλα, (αρκετές φορές έχασα πιρούνια κατά τη διάρκεια της βράσης), και γενικότερα να είμαι εκεί, κοιτάζοντας, παρεμβαίνοντας, πρώτα υπομένοντας και έπειτα απολαμβάνοντας. Το έκανα. Η φάση της "πρόσωπο με πρόσωπο" αντιμετώπισης.


Έμαθα να σκέφτομαι τι θα φάω, πώς θα το μαγειρέψω και τι υλικά χρειάζονται, πριν ανοίξω τη φωτιά. Με λίγα λόγια, για εμένα η μαγειρική, αποτελούσε μία περίεργη διαδικασία, μέσα από την οποία ανακαλύπτεις τη συνθετική σκέψη, ενώ είσαι πάντα έτοιμος να αλλάξεις σχέδιο σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά. Και στην δική μου περίπτωση, ήταν πολλές αυτές οι φορές. 

Κάποιος θα μπορούσε να με ρωτήσει “καλά, γιατί τόση σκέψη;”. Η απάντηση για εμένα ήταν και παραμένει απλή: “γιατί η τροφή που θα μαγειρέψω θα μπει στο σώμα μου”. 

Με οδηγό την ανωτέρω σκέψη, οι απαιτήσεις από τον εαυτό μου όλο και αυξάνονταν. Μερικές από αυτές ήταν να αρχίσω να τρώω μόνο σπιτικό φαγητό, φτιαγμένο με απλά υλικά, δίχως πολλά-πολλά και αντιπαθητικές σος που αποπροσανατολίζουν την αίσθηση της γεύσης.

Η γενικότερη προσοχή των διατροφικών μου συνηθειών, τρώγοντας από όλα, φτιαγμένα όμως από χέρι σπιτικό, άρχισαν να ωριμάζουν(;) τον εγκέφαλό μου, πριν ξεκινήσει ο ίδιος να “μαγειρεύει ιστορίες και σκέψεις”. Όταν το έκανε, κατάλαβα ότι τη μαγειρική μπορείς να την πεις και ζωή. Η φάση της αμπελοφιλοσοφίας.

Πριν ρίξεις λάδι στη φωτιά, αναρωτήσου αν χρειάζεται αυτή η πινελιά, για να νοστιμέψει το φαγητό... ”

Αυτό έμαθα, τελικά, από τη μαγειρική και ας συνεχίζω να μην είμαι καλή μαγείρισσα. Τουλάχιστον έμαθα να μετράω τα γραμμάρια, να σκέφτομαι τι θα ρίξω στην κατσαρόλα, και φυσικά να είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω οποιαδήποτε αναποδιά όταν διαβάζω λάθος τον τσελεμεντέ, όσο βαριά και αν την παίρνω στην αρχή. 

Κάπως έτσι δεν είναι και η ζωή; Αντικατάστησε τα "γραμμάρια" με τους "ανθρώπους", την "κατσαρόλα" με το "κρεβάτι" και τον "τσελεμεντέ" με τα "συναισθήματα" και θα το δεις. Στη ζωή, όπως και στη μαγειρική, καμιά φορά ρίχνουμε περισσότερη ποσότητα από πιπεράτες και καυτές γεύσεις, άλλοτε λιγότερο έντονες και ανάλατες, αναζητώντας εν τέλει τη “χρυσή” συνταγή της ισορροπίας. 


Τώρα, αν υπάρχει ισορροπία είναι άλλο θέμα...Προσωπικά, όσες φορές και αν έφαγα το ίδιο φαγητό, κάθε φορά είχε άλλη γεύση...

Εν τω μεταξύ, από το διπλανό δωμάτιο ακούω τον πατέρα μου να συγχαίρει τη μητέρα μου για τα γεμιστά, γιατί αυτήν την φορά δεν είχαν τόσο κιμά, όσο την προηγούμενη. Παρόμοια συζήτηση είχε γίνει πριν λίγο καιρό για την μπεσαμέλ του παστίτσιου, και για την ποσότητα των καρότων στη φασολάδα. Και αναρωτιέμαι "πώς η μαγειρική μοιάζει με τη ζωή;".


Πηγή : pathfinder.gr


0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου