Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Το τέλος της παντοδυναμίας του Ερντογάν;




Της Αθηνάς Σκούρτα

Οι κρίσιμες βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στην Τουρκία, την Κυριακή 7 Ιουνίου 2015, αποτέλεσαν αναμφίβολα ένα κομβικό σημείο στη σύγχρονη ιστορία της χώρας. Η προσέλευση στις κάλπες άγγιξε το 86%, ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό συμμετοχής, το οποίο μεταφράζεται σε περισσότερους από 45 εκατομμύρια τούρκους πολίτες. Το σημαντικότερο διακύβευμα των εκλογών αυτών υπήρξε φυσικά η ενδεχόμενη μετατροπή του συστήματος διακυβέρνησης σε προεδρικό, το οποίο αποσκοπούσε στην υπερσυγκέντρωση των εξουσιών στο πρόσωπο του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Υπό αυτό το πρίσμα, η εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου, έλαβε και μια μορφή έμμεσου δημοψηφίσματος για τα σχέδια και τις φιλοδοξίες του τούρκου προέδρου, τα οποία επικρίθηκαν έντονα, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) σε πρωτοφανή μείωση της εκλογικής του δύναμης. Έτσι, το ΑΚΡ απώλεσε την κομματική του κυριαρχία στο τουρκικό κοινοβούλιο, για πρώτη φορά μετά την άνοδο του στην εξουσία το 2002, συγκεντρώνοντας το 41% των  ψήφων σε εθνικό επίπεδο. Εξασφαλίζοντας, δηλαδή, μόλις 258 έδρες, ενώ ο απαιτούμενος αριθμός για το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης ανέρχεται στις 276 επί συνόλου 550 εδρών.

Η εξέλιξη αυτή σημαίνει πως το ΑΚΡ ως πρώτο, αλλά όχι κυρίαρχο κόμμα στις εκλογές, θα πρέπει να σχηματίσει είτε κυβέρνηση συνεργασίας, είτε κυβέρνηση μειοψηφίας. Αυτό θα απαιτούσε τη στήριξη ενός από τους υπόλοιπους κομματικούς σχηματισμούς εντός τουρκικής εθνοσυνέλευσης, γεγονός που κρίνεται μέχρι στιγμής απίθανο. Απίθανο κρίνεται, επίσης, και το σενάριο σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, εφόσον το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), το Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος (MHP), αλλά και το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP), έχουν απορρίψει, τουλάχιστον προς το παρόν, οποιοδήποτε ενδεχόμενο συνεργασίας με το ΑΚΡ. Στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί κανενός είδους συμφωνία που θα οδηγήσει στο σχηματισμό κυβέρνησης εντός 45 ημερών, η χώρα θα πρέπει να οδηγηθεί εκ νέου σε εκλογές, όπως προβλέπει το τουρκικό Σύνταγμα.

Ο αυταρχισμός δεν έγινε δεκτός

Τι θα σήμαιναν, όμως, οι επαναληπτικές εκλογές; Θα μπορούσαν να επιφέρουν διαφορετικά αποτελέσματα; Η απάντηση είναι, μάλλον, αρνητική. Τα αποτελέσματα των εκλογών κινήθηκαν, λίγο έως πολύ, μέσα στο πλαίσιο που προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Το ΑΚΡ είχε αρχίσει να παρουσιάζει σημαντική πτώση στα ποσοστά του ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2014. Αμέσως μετά, δηλαδή, τις τουρκικές προεδρικές εκλογές και τον ολοένα αυξανόμενο αυταρχισμό της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε, επίσης, η είσοδος του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP) στην εθνοσυνέλευση, το οποίο κατάφερε να ξεπεράσει το εκλογικό όριο του 10%, με συνέπεια να υπάρξει, για πρώτη φορά στην ιστορία του τουρκικού κράτους, εκπροσώπηση της κουρδικής μειονότητας στο τουρκικό κοινοβούλιο. Το HDP συγκέντρωσε το 13% των συνολικών ψήφων, εξασφαλίζοντας 80 έδρες.

Ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς πέτυχε αυτήν την ιστορική νίκη, όχι μόνον εξαιτίας του τέλματος στο οποίο είχε περιέλθει η ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ της κυβέρνησης του ΑΚΡ και των Κούρδων, αλλά και εξαιτίας της ώθησης που έδωσαν στους τελευταίους τα γεγονότα στο Κομπάνι. Επιπλέον, το HDP ενισχύθηκε εν πολλοίς από τούρκους φιλελεύθερους ψηφοφόρους, οι οποίοι βρήκαν στο HDP την απάντηση που έψαχναν για να εμποδίσουν την υλοποίηση των φιλόδοξων σχεδίων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την κλιμάκωση της αυταρχικής διακυβέρνησης της χώρας υπό το ΑΚΡ.

Για πρώτη φορά, μετά το 1999, θα εκπροσωπηθούν τέσσερα κόμματα στην εθνοσυνέλευση. Αυτό αποτελεί αναμφίβολα ένα δείγμα πλουραλισμού, καθώς και ένα σαφές μήνυμα των τούρκων πολιτών για την ενίσχυση των δημοκρατικών διαδικασιών τόσο σε θεσμικό, όσο και σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο. Με δεδομένες τις «παρατυπίες» που σημειώθηκαν σε άλλες εκλογικές αναμετρήσεις στη χώρα, με αποκορύφωμα τις δημοτικές εκλογές του 2014, τις βίαιες επιθέσεις που δέχτηκαν κόμματα της αντιπολίτευσης, καθώς και την προσπάθεια περαιτέρω πόλωσης του προεκλογικού κλίματος από το ΑΚΡ, είναι πολύ σημαντικό πως η μέρα των βουλευτικών εκλογών δεν στιγματίστηκε από φαινόμενα βίας ή νοθείας, καταδεικνύοντας πως η τουρκική δημοκρατία είναι ακόμα ζωντανή.

Νέα δεδομένα στην εξωτερική πολιτική;

Είναι γνωστό ότι ο αυταρχισμός και οι βλέψεις του τούρκου προέδρου είχαν τεράστια επίδραση στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Η διεθνής απομόνωση στην οποία έχει περιέλθει η Τουρκία σχετίζεται εν πολλοίς με την επιθετική στάση και ρητορική που υιοθέτησε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απέναντι στη Δύση, κυρίως μετά τα γεγονότα στο πάρκο Γκεζί το καλοκαίρι του 2013. Παράλληλα, η τροπή που έλαβαν οι αραβικές εξεγέρσεις με βασικότερη την ανατροπή των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, έφεραν την τουρκική περιφερειακή πολιτική σε αδιέξοδο. Το αδιέξοδο αυτό ενισχύθηκε από τις εξελίξεις της συριακής κρίσης, που αποτελεί, ίσως, την πιο σημαντική πρόκληση ασφάλειας για το τουρκικό κράτος, εφόσον η έκβασή της συνδέεται άμεσα και με το κουρδικό ζήτημα.

Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι η πρόσφατη ανακατανομή ισχύος μπορεί να αποτελεί ένα σημάδι αλλαγής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η τάση του εκλογικού σώματος, όπως καταγράφηκε και σε ερωτήσεις δημοσκοπήσεων προεκλογικά, είναι φοβική ως προς την περαιτέρω εμπλοκή της Άγκυρας στη Δαμασκό. Έχει, επίσης, διατυπωθεί έντονα η ανησυχία των τούρκων πολιτών για τη συγκρουσιακή πολιτική που έχει ακολουθήσει η κυβέρνηση του ΑΚΡ απέναντι στο Κάιρο και στο Τελ-Αβίβ. Διότι αφενός διαταράσσει τις ισορροπίες σε μία ήδη χαοτική περιοχή και, αφετέρου μειώνει τις εν δυνάμει αγορές για τα τουρκικά προϊόντα.

Η νέα δομή του κοινοβουλίου, σε συνδυασμό με τους φόβους και τις αιτιάσεις των ψηφοφόρων, θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές, όχι μόνο στην εσωτερική, αλλά και στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Κατ’επέκταση, η Άγκυρα θα μπορούσε να επιστρέψει στη συνεργασία με παραδοσιακούς της συμμάχους, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες για την καλύτερη διαχείριση των περιφερειακών προκλήσεων και απειλών. Όπως και να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων με τα γειτονικά της κράτη, αλλά χωρίς την εμμονή της κυριαρχίας στη Μέση Ανατολή και να υιοθετήσει μια πολιτική που θα χαρακτηρίζεται από συνέπεια, θεσμικότητα και προβλεψιμότητα.

Ως εκ τούτου, ο τερματισμός του πολιτικού μονοπωλίου του ΑΚΡ θα μπορούσε να  βοηθήσει στην αντιμετώπιση της συριακής κρίσης, η οποία έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά ανθρωπιστικής κρίσης αφού, όπως προβλέπεται σύμφωνα με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, ο αριθμός των προσφύγων θα φθάσει τα 2,5 εκατομμύρια μέχρι το τέλος του 2015. Τέλος, η τουρκική πολιτική θα μπορούσε να συμβάλλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της μείζονος περιφερειακής απειλής του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIS).

Κλείνοντας, υπενθυμίζουμε ότι ο τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου δήλωσε την παραίτηση του, όπως είχε υποσχεθεί ότι θα έκανε στην περίπτωση που το κόμμα του δεν εξασφάλιζε την απαραίτητη πλειοψηφία. Έτσι, τίθεται εκ νέου θέμα διαδοχής για την προεδρία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και, ίσως, έχει έρθει η ώρα για τον τούρκο πρόεδρο να θέσει σε προτεραιότητα αυτή τη φορά το καλό της χώρας του και όχι την εξυπηρέτηση των προσωπικών του φιλοδοξιών.

* Η Αθηνά Σκούρτα είναι διεθνολόγος - τουρκολόγος, απόφοιτη του μεταπτυχιακού του τμήματος Μεσογειακών Σπουδών του πανεπιστημίου Αιγαίου.


Πηγή



0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου