Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΦΙΑ-ΛΤΗΣ : Γράφει ο δικηγόρος Κώστας Πολιτικός




Για το newsotherwise.gr
Κώστας Πολιτικός- Δικηγόρος

Η επιβολή του ΕΝΦΙΑ συνιστά κεφαλικό φόρο .
Υπάρχει απουσία της σύνδεσής του αφενός με το εάν το φορολογούμενο ακίνητο παράγει ή όχι εισόδημα και αφετέρου με την εν γένει εισοδηματική κατάσταση του υπόχρεου συνεπάγεται την αγνόηση της πραγματικής φοροδοτικής του ικανότητας, η οποία μόνο με όρους ρευστότητας μπορεί να γίνει νοητή.
Η λήψη υπ' όψη ως κρίσιμου μεγέθους για την επιβολή του αποκλειστικώς της αξίας της ακίνητης περιουσίας, ήτοι μεγέθους απολύτως σχετικού και μη προσαρμοσμένου στα σύγχρονα οικονομικά δεδομένα, χωρίς συνεκτίμηση της πραγματικής οικονομικής δύναμης του φορολογουμένου, άγει σε φορολόγηση πλασματικής φορολογητέας ύλης, που συνιστά φαινόμενο αντισυνταγματικό και εν τέλει μη ανεκτό .
Ακόμη και στην περίπτωση, που ήθελε γίνει δεκτό ότι το ύψος της ακίνητης περιουσίας συνιστά επαρκή δείκτη της φοροδοτικής ικανότητας, χωρίς να απαιτείται να συνδεθεί με το εισόδημα, τότε και πάλι η επιβολή του ΕΝ.Φ.Ι.Α. αντίκειται στο Σύνταγμα, διότι οι σημερινές αντικειμενικές αξίες δεν έχουν καμιά σχέση με τις πραγματικές, η δε Πολιτεία σιωπά μπροστά στη νόμιμη υποχρέωσή της να αναπροσαρμόζει ανά διετία τις τιμές των ακινήτων, ώστε να εναρμονίζονται με τα δεδομένα της κοινής πείρας και της συναλλακτικής πρακτικής .
Η περιουσία (κεφάλαιο) περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων, τα οποία δύνανται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 78§1 του Συντάγματος, να αποτελέσουν αντικείμενο του φόρου. Περαιτέρω, όμως, η φορολόγηση, που πραγματοποιείται με αντικείμενο την περιουσία, πρέπει να ανταποκρίνεται στη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, όπως υπαγορεύουν οι διατάξεις του άρθρου 4§§1,5 του Συντάγματος. Οι θεμελιώδεις για τη φορολογία συνταγματικές διατάξεις των ανωτέρω άρθρων (78§1 και 4§§1,5) πρέπει, ασφαλώς, να εφαρμόζονται συνδυαστικώς, κατά τρόπο, ώστε η φορολόγηση ενός νομίμως αποτελούντος αντικείμενο του φόρου στοιχείου να μην εξικνείται μέχρι του σημείου εκείνου, που υπερβαίνει τη φοροδοτική ικανότητα του υποκειμένου στον φόρο.
Ο φόρος, ως χρηματική παροχή, καταβάλλεται διά των χρηματικών διαθεσίμων του φορολογουμένου, ήτοι απαιτεί την αντίστοιχη ύπαρξη ρευστότητας από μέρους του. Κατά συνέπεια, η φοροδοτική ικανότητα νοείται ως οικονομική δυνατότητα καλύψεως του ποσού, το οποίο συνιστά τη φορολογική επιβάρυνση, με αποτέλεσμα να συνδέεται αναγκαίως με τη χρηματική επάρκεια του φορολογουμένου. Ως εκ τούτου, η φοροδοτική ικανότητα αξιολογείται, σε κάθε περίπτωση, με εισοδηματικά κριτήρια, δηλαδή κρίνεται με βάση την παραγωγή από μέρους του φορολογουμένου εισοδημάτων επαρκών, ώστε δι’ αυτών να ικανοποιεί και τις – φύσει χρηματικού χαρακτήρα – φορολογικές υποχρεώσεις του και, παραλλήλως, να του απομένει κι ένα εισόδημα επαρκές για την αξιοπρεπή διαβίωσή του.
Τα προαναφερθέντα, αναγόμενα στο πεδίο της φορολογίας της ακίνητης περιουσίας, άγουν στο συμπέρασμα ότι, για τον προσδιορισμό της φοροδοτικής ικανότητας του ιδιοκτήτη της ακίνητης περιουσίας, δεν αρκεί η διαπίστωση της αξίας της, η οποία, άλλωστε, είναι μέγεθος ευμετάβλητο, διαμορφούμενο υπό τις εκάστοτε συνθήκες της αγοράς. Αντιθέτως, απαιτείται η συνεκτίμηση της πραγματικής οικονομικής δυνατότητας του ιδιοκτήτη, δηλαδή η εισοδηματική του κατάσταση, που του αποφέρει και την αντίστοιχη ρευστότητα, αναγκαία για την καταβολή του χρηματικού ποσού του φόρου. Μόνη η διατήρηση ακίνητης περιουσίας, όποια και αν είναι η αξία της, δεν αρκεί για να τεκμηριώσει φοροδοτική ικανότητα, εφ’ όσον δεν διαπιστώνεται ανάλογη οικονομική δυνατότητα, ήτοι τέτοια παραγωγή εισοδήματος για τον φορολογούμενο, η οποία να επαρκεί για την κάλυψη των φορολογικών επιβαρύνσεων, που αποδίδονται στην ακίνητη αυτή περιουσία. Περιουσία οποιουδήποτε ύψους, η οποία δεν παράγει εισόδημα, δεν επιτρέπει την εξασφάλιση του μέσου, διά του οποίου θα καταβληθεί ο επιβαλλόμενος λόγω αυτής φόρος.
Η εξέταση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών με βάση εισοδηματικά κριτήρια δεν πρέπει να περιορίζεται στο επίπεδο της συγκρίσεως των εισοδημάτων, που παράγονται από το αντικείμενο του φόρου, και του ποσού φόρου, που επιβάλλεται στο αντικείμενο αυτό, αλλά να επεκτείνεται στη γενική αξιολόγηση και εκτίμηση αφενός του συνολικώς παραγομένου εισοδήματος του φορολογουμένου από όλες τις πηγές και αφετέρου της συνολικής φορολογικής πιέσεως (επιβαρύνσεως), που υφίσταται αυτός. Η έλλειψη επαρκών εισοδημάτων από κάθε πηγή, τα οποία να καθιστούν δυνατή την καταβολή του συνολικού ποσού των πάσης φύσεως φόρων και λοιπών δημοσιονομικών επιβαρύνσεων, που καταλογίζονται σε έναν πολίτη, αποτυπώνει την έλλειψη σχετικής φοροδοτικής ικανότητας. Θα πρέπει, μάλιστα, τα εισοδήματα αυτά όχι μόνο να επαρκούν για την καταβολή των φόρων, αλλά και ένα σημαντικό τμήμα αυτών να απομένει εις χείρας του φορολογουμένου, κατ’ επιταγή και της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 Συντ.).
Συναφώς το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, με μια απόφαση που εξέδωσε στις 22 Ιουνίου 1995 (BVerfGE, 93, 121), έκρινε ότι ο φόρος επί της κατοχής της περιουσίας δεν μπορεί να καθιερώνεται παρά στο μέτρο που, από τη συνύπαρξή του με τους άλλους υφισταμένους φόρους, αφήνει άθικτη την ουσία της περιουσίας και μπορεί να καταβάλλεται ετησίως χάρη στα εισοδήματα, τα οποία προέρχονται κατά συνήθη χρήση από την περιουσία αυτή.
Ομοίως, το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο (Conseil Constitutionnel), με μια απόφαση, που εξέδωσε στις 29 Δεκεμβρίου 1998 (no 98-405 DC), σχετικά με τον γαλλικό φόρο αλληλεγγύης επί της περιουσίας (Impôt de Solidarité sur la Fortune), ο οποίος, σημειωτέον, επιβάλλεται στο σύνολο της περιουσίας και όχι μόνον στην ακίνητη ιδιοκτησία, έκρινε ότι ο φόρος αλληλεγγύης επί της περιουσίας αποτελεί φόρο επί της κατοχής της περιουσίας, καταβλητέο διά των εισοδημάτων, που παράγει αυτή. Για να είναι η φορολόγηση της περιουσίας συνταγματικώς ανεκτή, θα πρέπει η κατοχή της να συνδέεται και με παραγωγή εισοδήματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 41 Ν. 1249/1982 (στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 4 Ν. 4223/13) οι φορολογικές αξίες των ακινήτων αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο ανά διετία με αποφάσεις του υπουργού των Οικονομικών. Ο σκοπός του νόμου είναι οι αξίες που αποτελούν τη βάση φορολόγησης να συμβαδίζουν προς τις αγοραίες. Επομένως, η πάροδος απράκτου της διετίας χωρίς αναπροσαρμογή των τιμών συνιστά παράνομη παράλειψη έκδοσης κανονιστικής πράξης εκ μέρους της διοίκησης. Την παράνομη αυτή παράλειψη του υπουργού δεν μπορεί να αναπληρώσει ούτε η φορολογική διοίκηση ούτε τα Διοικητικά Δικαστήρια, κρίνοντας κατά 4223/13) οι φορολογικές αξίες των ακινήτων αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο ανά διετία με αποφάσεις του υπουργού των Οικονομικών. Ο σκοπός του νόμου είναι οι αξίες που αποτελούν τη βάση φορολόγησης να συμβαδίζουν προς τις αγοραίες. Επομένως, η πάροδος απράκτου της διετίας χωρίς αναπροσαρμογή των τιμών συνιστά παράνομη παράλειψη έκδοσης κανονιστικής πράξης εκ μέρους της διοίκησης. Την παράνομη αυτή παράλειψη του υπουργού δεν μπορεί να αναπληρώσει ούτε η φορολογική διοίκηση ούτε τα Διοικητικά Δικαστήρια, κρίνοντας κατά περίπτωση για την αξία ενός εκάστου ακινήτου, ύστερα από προσφυγή του φορολογουμένου.
Επομένως, εν όψει της, κατά την κοινή αντίληψη, καταβαράθρωσης των αγοραίων αξιών των ακινήτων, ούτως ώστε να είναι ένα ποσοστό των αντικειμενικών αξιών που ισχύουν από το 2007 - τελευταίο έτος γενικής αναπροσαρμογής τους (ΥΑ 106/07, ΥΑ 102/07, ΠΟΛ 1036/07, ΠΟΛ 1035/07, ΠΟΛ 1034/07, ΑΠΟΦ 100/06, ΠΟΛ 1158/05), η χρήση των αξιών αυτών (που αφορούν και τα ακίνητά μου) προς υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ είναι μη νόμιμη και αντίκειται προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης, αφού έτσι η διοίκηση για καθαρά ταμιευτικούς λόγους, που δεν ταυτίζονται αναγκαία προς το δημόσιο συμφέρον, βλάπτει εκουσίως τα έννομα συμφέροντα του φορολογουμένου. Συνεπώς ο καταλογισθείς σε βάρος μου ΕΝΦΙΑ είναι μη νόμιμος, διότι στηρίζεται σε μη νόμιμες φορολογικές αξίες ακινήτων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 78 παρ. 1 του Συντάγματος απορρέει η αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας, δηλαδή της φορολογήσεως της ίδιας φορολογητέας ύλης σε βάρος του ιδίου προσώπου για την ίδια αιτία (NON BIS IN IDEM) δεδομένου ότι η διπλή φορολόγηση της ίδιας φορολογητέας ύλης επί της αυτής νομικής βάσεως, συνεπάγεται ανισότητα των φορολογουμένων στη συμμετοχή στα δημόσια βάρη, κατά παράβαση της αρχής της φορολογικής ισότητας που καθιερώνεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.
Το αντικείμενο του φόρου είναι και τα απρόσοδα ακίνητα.
Ο Ν. 4223/13 θεσπίζοντας τον ΕΝΦΙΑ ως φόρο κατοχής ακίνητης περιουσίας απέβλεψε στον καθορισμό της πραγματικής αγοραίας αξίας των ακινήτων ως βάση επιβολής του φόρου. Προς τούτο, παρέπεμψε στις τιμές ζώνης όπως προσδιορίζονται από τη σχετική νομοθεσία (βλ. αρθρ. 4Α1α' του Ν. 4223/13 που παραπέμπει στο άρθρο 41 Ν. 1249/82) και στις κατ' εξουσιοδότηση του εκδιδόμενες αποφάσεις από τον υπουργό Οικονομικών. Κατά την έννοια, επομένως, του νόμου θα έπρεπε να ρυθμίζεται ιδιαιτέρως, με την πρόβλεψη μηδενικού συντελεστή, και, κατ' ακολουθίαν, εξαίρεσης από τον φόρο, η περίπτωση εκείνη κατά την οποία οι περιστάσεις έχουν ουσιαστικά καταστήσει αδύνατη για τον ιδιοκτήτη του την κατά τον προορισμό του ακινήτου χρήση και εκμετάλλευσή του. Γιατί, η υπαγωγή ενός τέτοιου ακινήτου σε φόρο ακίνητης περιουσίας αφ' ενός μεν συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της ιδιοκτησίας, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφ' ετέρου δε σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, αφού, υπό τις συνθήκες αυτές, η κυριότητα του ακινήτου, ως αντικείμενο του φόρου, δεν θα αποτελεί, για τον ιδιοκτήτη, ένδειξη αντίστοιχης φοροδοτικής ικανότητας, με αποτέλεσμα να μη διασφαλίζεται η φορολόγηση κάθε πολίτη ανάλογα με τις δυνάμεις του. Τέτοια όμως ρύθμιση, πρόβλεψη δηλαδή μηδενικού συντελεστή για την τελευταία αυτή περίπτωση των απροσόδων (λόγω της κρίσης) ακινήτων, δεν περιέχεται στον νόμο, ο οποίος είναι κατά τούτο αντισυνταγματικός, αντίθετος προς την ΕΣΔΑ, και επομένως ανεφάρμοστος.
Τέλος, η επιβολή ενός τέτοιου φόρου στερείται, στην πραγματικότητα, και εισπρακτικής λογικής, διότι παρίσταται ανεδαφικό να προσδοκάται η εισπραξιμότητα υπέρογκων ποσών, ως προς τα οποία απουσιάζει αντικειμενικώς η δυνατότητα καταβολής τους. Σε μια τέτοια, δε, περίπτωση, η Τέλος, η επιβολή ενός τέτοιου φόρου στερείται, στην πραγματικότητα, και εισπρακτικής λογικής, διότι παρίσταται ανεδαφικό να προσδοκάται η εισπραξιμότητα υπέρογκων ποσών, ως προς τα οποία απουσιάζει αντικειμενικώς η δυνατότητα καταβολής τους. Σμια τέτοια, δε, περίπτωση, η συλλήβδην επίσπευση ανα- αναγκαστικών κατασχέσεων της ακίνητης περιουσίας ό σων αδυνατούν να πληρώσουν θα επιδεινώσει την κατάσταση, καθώς όχι μόνο' δεν θα αποδώσει τίποτα εισπρακτικά σε μια απονεκρωμένη αγορά, αλλά και θα οξύνει τις κοινωνικές αντιδράσεις .
Κάθε πολίτης δεν νοείται να παραμένει παθητικός δέκτης και απλός θεατής της κατάστασης που του επιβάλλεται αντισυνταγματικά και παράνομα όχι μόνο με τον ΕΝΦΙΑ αλλά με όλη αυτή την συνταγματική εκτροπή που βιώνει καθημερινά ανατρέποντας και κτυπώντας την πολιτική αυτή της αθλιότητας.
Καλούμε τους αρμοδίους θεσμικούς φορείς να κινηθούν δικαστικώς για να γίνει πιλοτική δίκη ,πλέον την ενδικοφανούς προσφυγής που μπορεί να ασκήσει κάθε πολίτης και την ατομική προσφυγή στην Δικαιοσύνη .
Η δε δικαιοσύνη με την σειρά της καλείται να σταθεί στο ύψος της και να λειτουργήσει ως το καταφύγιο της προστασίας των θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών .

newsotherwise.gr


0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου